του Αντώνη Κουκλινού
Έσκυψα μέσα μου να σμίξω, με παλιές αναμνήσεις.
Σε παλιούς, όμορφους, ανέμελους, καιρούς.
Κοπελάκι του δημοτικού…
Στο χωργιό μου τη Γληγοργιά….
Πάνω και κάτω Τεμενέλι, λέμε μνιά περιοχή με πολλά μικιά περβολάκια.
Με τρεχάμενο κρυγιό νερό και μνιά στέρνα παραδίπλα.
Από κεία ήχενε καταπότη και ποτίζανε ούλοι τα ζαρζαβατικά ντος.
Σε τούτηνέ τη πηγή με τα δυό πεζουλάκια πάντα κ’ άλλη, τσι θεόρατους πλατάνους και τσι βάτους να απλώνουνται τα ίσα πάνω, πόσες φορές δε ν’ ήκατσα κοπελάκι να κάμω μεσημέρι γη κολατσό.
Μνιά ντομάτα, ένα ντάγκο ψωμί, δυό ελιές κ’ ένα κομμάτι τυρί.
Το νερό εκεινηνά τη ν’ εποχή απου εκαλοκαίρευγε, ελιγόστευγε και το ‘’βλέπαμε’’.
Δηλαδή για να μη μολάρει άλλος κιανείς τη στέρνα να ποτίσει τα κηπικά ντου, αν ήθελες να ποτίσεις, εκάθουσουνε μνιά ν’ ημέρα ολάκερη να το βλέπεις, μπορεί και μνιά νύχτα αδε ν’ είχενε πολύ νερό.
Το κάνανε και μέρες, ο αγροφύλακας με τη κοινότητα, με χαρτί απου έγραφε με πχιά σειρά θα ποτίζει ο καθένας, μα επηγαίνανε και το ‘’κλέφτανε’’.
Πολλές φορές αφήνανε δίπλα στο κουτσουνάρι, τη σκαλίδα με ένα γαμπά, για να μολογά πως το νερό το βλέπουνε για να ‘’φοβάται’’ όπχιος πάει να μολάρει τη στέρνα και να φύγει.
Στάθηκα να ξαποστάσω σε ένα ζεύκι, σε κειονά το τόπο.
Και ίντα δε θυμήθηκα…
Ένα χωργιανό γαμπρό είχαμενε, απου ήτονε στη Νοτιο Αφρική στο Γιοχάνεσμπούργκ φωτογράφος.
Είχενε έρθει στο χωργιό μας με φωτογραφικές μηχανές και κάμερα απου τραβούσε σινεμά.
Μερακλής όξω καρδιά, ήκαμε μνιά μάζωξη με χωργιανούς και κάλεσε το Γιώργη το Στρατιδάκη το λυράρη από τα Σκούρβουλα να φέρει τη λύρα να γλεντίσουνε.
Αριστερά τση στέρνας με το κουτσουνάρι, ήτονε μνιά ποταμίδα μεγάλη και τη ν’ είχανε, αφύτευτη.
Εκειά εκάτσανε ούλοι μαζί μνιά παρέα.
Ανάψανε φωθιά κ’ εψήνανε τα οφτά και στη γούρνα στο κουτσουνάρι εβάνανε τσι νταρμετζάνες το κρασί να κρυγιώσει.
Εστελιώθηκενε γλέντι τρικούβερτο, με χορευτάδες τσι παλιούς μερακλήδες του χωργιού μου, απου μερακλώνανε με τσι κοντυλιές του Στρατιδογιώργη.
Ολημερίς εγλεντίζανε και σαν ήρθενε η γ’ ώρα να γυρίσομε στο χωργιό, μας έβγαλε τη φωτογραφία που θωρείτε.
Ύστερα από δυό μέρες στο ντραβαδά στη πλατέα του χωργιού, σε ένα πανί στο τοίχο, εμαζωχτήκανε οι χωργιανοί, να ιδούνε ‘’σινεμά’’ το γλέντι από το ζεύκι τση παρέας.
Μνήμες ανεξίτηλες που τσι κουβαλώ μέσα μου, οσα ντο δάσκαλο απου βαστά τα βιβλία ντου να διδάξει.
Τούτη τη φωτογραφία τη ν’ έχω ιερό κειμήλιο, μνιάς και είμαι το τρίτο τζαναβάρι, απου κάθεται μπροστά στη φωτογραφία.
Μακάρι να υπήρχενε και το βίντεο που τράβηξε αλλά πχιός ξέρει.
Δυστυχώς με τα γεγονότα που γενήκανε τότε στην Αφρική ο άνθρωπος αυτός σκοτώθηκε.
Πόσα χρόνια περάσανε από τη δεκαετία του εξήντα που σμίξαμε εκειά στο Τεμενέλι, κάπου στο εξήντα οχτώ ήτονε.
Σφαλίζω τα μάθια μου και τα ξαναζώ….
Ακόμη και η μυρωδιά τση ντομάτας, έρχεται να με βρεί.
Γροικώ το κουτσουνάρι με το νερό, να μου γεμίζει το λαήνι να πχιώ να δροσερέψω.
Οι κοντυλιές του Στρατιδογιώργη, με τσι παλιούς χορευτάδες να σέρνουνε το χωρό και τσι χωργιανούς να κάθουνται χάμε, απάνω στι κουρελούδες να τσι χειροκροτούνε.
Δροσερεύγω στο ν’ ασκιανό τω πλατάνω και πάω να νεμαζώξω το σκαλιδάκι μου με το γαμπά μου.
Εγώ εμόλαρα τη στέρνα και πότισα τη ψυχή μου….
Άλος να πάρει εδά σειρά….