Δεν έχει περάσει παρά ένας χρόνος από την ιστορική ήμερα, που ο επίσκοπος Πατρών Γερμανός ύψωσε το λάβαρο της επαναστάσεως.
Στο μοναστήρι του Κεχροβουνίου, που φαντάζει κάτασπρο πάνω στο νησάκι της Τήνου, η μοναχή Πελαγία, υστέρα από τη βραδινή προσευχή, αποσύρθηκε στο κελί της να ησυχάσει. Ενώ είχε αποκοιμηθεί, ένοιωσε ξαφνικά μιαν άρρητη ευωδία, κι αμέσως άκουσε την πόρτα του κελιού ν’ ανοίγει με πάταγο.
Μια μεγαλόπρεπη γυναίκα, πού άστραφτε σαν Βασιλίσσα, μπήκε μέσα και στάθηκε απέναντι από το κρεβάτι της.
– Σήκω γρήγορα, της είπε. Πήγαινε να συναντήσεις τον Σταματέλλο Καγκάδη, και πώς στο χωράφι του Αντώνη Δοξαρά είναι χωμένη τώρα ή εικόνα μου. Να φροντίσει να τη βγάλει και να χτίσει το σπίτι μου.
Ή γερόντισσα ξύπνησε τρομαγμένη, άλλα από ταπείνωση δεν υπάκουσε στην εντολή.
Την άλλη εβδομάδα, την ώρα που ή μοναχή προσευχόταν, δέχτηκε στον ίδιο τόπο για δεύτερη φορά την επίσκεψη της Παναγίας. Τη φορά αυτή ή Θεοτόκος συνόδευε τα λόγια της μ’ ένα γλυκό μειδίαμα, σαν να έλεγε: «Γνωρίζω τούς λογισμούς και δισταγμούς σου, άλλα μη φοβάσαι. Εσένα διάλεξα για να εκπληρώσεις τη βουλή μου. Λοιπόν, μη διστάζεις».
Αλλά ο δισταγμός κρατούσε ακόμη δέσμια την αγαθή γερόντισσα. Γ’ αυτό η Θεοτόκος την επισκέπτεται και τρίτη φορά, την 29η Ιουλίου 1822, σε ώρα πάλι προσευχής. Την είδε τότε η μοναχή να στέκεται μπροστά της ακίνητη και να εκπέμπει τριγύρω της ένα ουράνιο φως, απαλό και λευκό. Ύστερα κάρφωσε το βλέμμα επάνω της και είπε:
– Πελαγία, γιατί δεν υπακούς στην εντολή μου; Την επαναλαμβάνω τώρα για τελευταία φορά.
Εκείνη τρομαγμένη επιστράτευσε όλο το θάρρος της και ρώτησε:
– Ποιά είσαι, Κυρία, πού με διατάζεις τέτοια πράγματα και οργίζεσαι μαζί μου;
Τότε η Κυρία φάνηκε πώς ανέκτησε την πρώτη γλυκύτητα, σήκωσε το χέρι σαν να έδειχνε όλο τον κόσμο και είπε χαριτωμένα: –
«Ευαγγελίζου γη χαράν μεγάλην».
– «Αινείτε ουρανοί Θεού την δόξαν», ψέλλισε ή μοναχή κι έπεσε στα γόνατα.
Ή καμπάνα σήμανε για τον όρθρο. Ή μοναχή Πελαγία σηκώθηκε, έκανε τον σταυρό της και κατηφόρισε για τον ναό. «Όταν διηγήθηκε στην ηγούμενη το δράμα της, εκείνη την άκουσε με προσοχή και δέος. Τέλος είπε:
– Πελαγία, το όραμά σου είναι θεϊκό και σε μακαρίζω. Αύριο το πρωί να ενεργήσεις σύμφωνα με την εντολή πού έλαβε.
Την επομένη η εκλεκτή της Παναγίας ξεκίνησε για την Κάρυα, όπου συνάντησε τον Σταματέλλο Καγκάδη. Κι αυτός ο συγκινημένος την παρέπεμψε στον επίσκοπο Γαβριήλ.
Ο επίσκοπος παρακολούθησε δακρυσμένος την αφήγηση. Ύστερα με σοβαρή και τρεμάμενη φωνή έδωσε την ακόλουθη εξήγηση:
– Το δράμα σου, γερόντισσα, είναι πολύ σημαντικό. Η Παναγία, ή υπέρμαχος Στρατηγός, πού πάντοτε μας προστατεύει, είδε τα δεινοπαθήματά μας, γ’ αυτό ευαγγελίζεται στο δούλο γένος μας την απελευθέρωσή του από τον βαρβαρικό ζυγό. Και μας φανερώνει την αγία εικόνα της, για να ενδυναμώσει το έθνος μας στον αγώνα αυτό.
Οι καμπάνες του ιερού ναού των Ταξιαρχών αναστατώνουν τους κατοίκους. Ο δεσπότης με λόγια θερμά συγκλονίζει τον λαό, ο όποιος με θρησκευτική έξαρση αποδύεται στην προσπάθεια για την εύρεση της εικόνας.
Ζητούν αμέσως από τη γυναίκα του Δοξαρά, για ν’ αρχίσουν τις ανασκαφές στο κτήμα του. Εκείνη όμως αρνείται, με τη δικαιολογία ότι δεν έχει τέτοια πληρεξουσιότητα από τον σύζυγό της, ό όποιος λείπει στην Κων/πολη. Εξ άλλου το κτήμα είναι καλλιεργημένο και δεν πρέπει να καταστραφεί.
Τη νύχτα βλέπει στον ύπνο της φοβερό όνειρο. Ένας άγριος φουστανελοφόρος την απειλεί πώς, αν δεν δώσει την άδεια, θα την εξοντώσει. Τρομαγμένη εκείνη ξυπνά και τρέχει να βγει από το σπίτι. Παραζάλη της όμως, αντί ν’ ανοίξει την πόρτα του δωματίου, άνοιξε της ιματιοθήκης και κλείστηκε μέσα. Το τη βρήκαν εκεί λιπόθυμη. Μόλις συνήλθε ειδοποίησε τον Επίσκοπο πώς όχι μόνο δίνει την άδεια, αλλά προσφέρει και το ίδιο το κτήμα για ανέγερση ναού, αν βρεθεί ή εικόνα.
Έτσι λοιπόν αρχίζουν οι ανασκαφές στο κτήμα του Δοξαρά τον Σεπτέμβριο του 1822. Δουλεύουν εργάτες απ’ όλο το νησί, αλλά η εικόνα δεν φανερώνεται. Ο ζήλος μαραίνεται και σε δύο μήνες το σκάψιμο σταματά.
Τότε επεμβαίνει ή Μεγαλόχαρη με νέο θαύμα για να υπενθυμίσει στους κατοίκους του χρέους τους. Η σύζυγος και η αδελφή του Καγκάδη, τον όποιον η Θεοτόκος υπέδειξε ονομαστικά για την εύρεση της εικόνας: αρρωσταίνουν βαριά. Ο κίνδυνος αυτός τον κάνει να συναισθανθεί την ιερή ευθύνη που είχε επιβληθεί από το Θεοτόκο. Σπεύδει λοιπόν στον επίσκοπο και τον παρακαλεί να προκαλέσει γενική κινητοποίηση αρχόντων και λαού. Είναι πρόθυμος και χρήματα να δώσει προ- κειμένου να ξαναρχίσουν οι ανασκαφές.
Πράγματι το σκάψιμο ξαναρχίζει. Οι χωρικοί δουλεύουν με βάρδιες, άλλα τούς τριγυρίζει και πάλι η αποκαρδίωση.
Η μεγάλη όμως ήμερα πλησιάζει. Στις 30 Ιανουαρίου 1823 σκάβουν με τη σειρά τους στο χωράφι οι Φαλαταδιανοί. Γύρω στο μεσημέρι η όξινα του Δημήτρη Βλάση χτυπά πάνω σε ξύλο. Ρίγησε ο ευλαβής χωρικός από συγκίνηση, και πλημμυρισμένος χαρά πήρε στα χέρια το κομμάτι που βρήκε.
Πράγματι, είχε βρει την εικόνα, άλλα μόνο τη μισή τον Άγγελο. Σε λίγο βρήκαν και την άλλη μισή. Κάποια αξίνα την είχε χωρίσει στα δύο, χωρίς να βλάψει καθόλου τα πρόσωπα. Η τομή από θεία είχε γίνει κάθετα. Η ιερή εικόνα καθαρίστηκε και πρόβαλε η γλυκιά μορφή της Παρθένου. Παρουσιάζει τον Ευαγγελισμό και πρόκειται για ένα αριστούργημα τέχνης.
Πηγή: patratora.gr – Φωτογραφία: Λυσάνδρα Μπαζάκα