Κείμενο: Αντώνης Κουτεντάκης
Ὁ ἅγιος Ἱλαρίων καταγόταν ἀπὸ τὸ Ἡράκλειο τῆς Κρήτης καὶ τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Ἰωάννης. Εἶχε ἕνα θεῖο γιατρό, ὁ ὁποῖος φεύγοντας γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη τὸν πῆρε μαζί του.
Ἂν καὶ ὁ Ἰωάννης ἔμεινε μαζί του γιὰ δέκα χρόνια, ὁ θεῖός του δὲν ἐνδιαφερόταν καθόλου γιὰ τὸν ἀνιψιό του, γι’ αὐτὸ ἀναγκάστηκε νὰ φύγει ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ θείου του καὶ προσελήφθη ὡς ὑπάλληλος σ’ ἕνα ἔμπορο, Χιώτη στὴν καταγωγή.
Ἐξαἰτίας μιᾶς οἰκονομικῆς παρεξηγήσεως ὁ Ἰωάννης κατέφυγε στὸἀνάκτορο τοῦ σουλτάνου γιὰ νὰ συναντήσει τὴ βασιλομήτορα, Βαλιδὲ σουλτάνα.
Ἀρχικὰ παρουσιάστηκε στὸν ἐπιτετραμμένο ἀγᾶ, τὸν Αἰθίοπα Μερτζὰν Ἀγᾶ, τὸν ὁποῖο γνώριζε.
Τοῦ ἀνέφερε τὴν ὑπόθεση, καὶ αὐτὸς ἁδράττοντας τὴν εὐκαιρία τὸν ἔπεισε νὰ ἀλλαξοπιστήσει.
Μετὰ τὴν παρέλευση ὅμως τριῶν ἡμερῶν, ὁ Ἰωάννης μετάνιωσε γιὰ αὐτήν του τὴν προδοσία.
Πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀρχικὰ στὴν Μονὴ Ἰβήρων κὶ ἔπειτα στὴν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης.
Τοῦ ὁρίστηκε κανόνας μὲ αὐστηρὴ ἄσκηση καὶ νηστεία.
Ἐκάρη Μοναχὸς λαμβάνοντας τὸ ὄνομα Ἱλαρίων.
Ἕνα πρωὶ εἶπε στὸν Γέροντά του ὅτι νιώθει ἔτοιμος νὰ ὁμολογήσει τὸν Χριστό, ποὺεἶχε ἀρνηθεί.
Ἀναχώρησαν μαζὶγιὰτὴν Κωνσταντινούπολη.
Ἐκεῖ πρῶτα κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων κὶ ἔπειτα παρουσιάστηκε στὸν ἀγᾶ, στὸν ὁποῖο καὶ ὁμολόγησε τὴν πίστη του ῥίχνοντας κάτω στὴν γῆ τὸ σαρίκι καὶφορώντας τὸν καλογερικὸσκοῦφο ποὺεἶχε κρυμμένο στὸ στῆθός του.
Ὁἀγᾶς διέταξε νὰτὸν συλλάβουν καὶνὰτὸν βασανίσουν ἀλύπητα. Μάλιστα, τοῦ ἐξάρθρωσαν ὅλα του τὰὀστᾶ.
Τελικὰ τὸν ἀποκεφάλισαν κατὰτὴν 20ὴ Σεπτεμβρίου τοῦ 1804.
Ὁ μοναδικὸς ναὸς ποὺ τιμᾶται ἐπ’ ὀνόματι τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Ἰλαρίωνος τοῦ Κρητὸς εἶναι ἕνα γραφικὸ παρεκκλήσιο στὴν κωμόπολη τοῦ Ζαροῦ τῆς Κρήτης.
Ἐκεῖ – ὅπως καὶ κάθε χρόνο- τελέσθηκε κατὰ τὴν 19η πρὸς 20ὴ πανηγυρικὴ ἀγρυπνία ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς τῆς κωμοπόλεως μὲ τὴν συμμετοχὴ πολλῶν Χριστιανῶν.