Της Χαριστής Φανουράκη – Κουκουμπεδάκη
Ρωτώ σε Χάρε να μου πεις….
Διάλεξε πάλι ο Χάροντας γεννιά μπεγεντισμένη
κι εζήλεψέ τζη απού ‘τονε άξια και τιμημένη…
Κι έστεσ’ αποδιαφώτιστα
κατσά κατσά καρτέρι
και Παρασύρη εδιάλεξε
που ‘τονε νιος ξαθέρι…
Κι έμπηξε το μαχαίρι ντου
και τα σαϊτότοξά ντου
και σόμπηχτα κοντάρεψε
κι άδικα την καρδιά ντου…
Ήθελε πρέπει ο άτιμος τον άδη να στολίσει
να δώσει φως στη σκοτεινιά και να τονε πρεπίσει…
Και μερακλή τον ήθελε
κι άντρα απού το λέει
και τη μαυροτζεμπέρωσε
τη μάνα ντου και κλαίει…
Και του κυρού ντου μαχαιριά βαθιά ‘νοιξε στο μπέτη
και πώς ο κακορίμαλος
θα κάμει καερέτι…
Κι άφηκε τη γυναίκα ντου
μ’ ένα ορφανό κοπέλι
απού θα τον ανεζητά
κι όλο θα τονε θέλει…
Και την αδερφοσύνη ντου
έρμη κι αυτή τη φήνει
να σιγοτσιτσιρίζεται
στου πόνου το καμίνι….
Χάρε σκληρέ που σκόρπισες στα Ζωνιανά τη θλίψη
κι ούλω των Παρασύρηδω εδά θα τως σε λείψει…
Και το Καλό χωριό καμες
τα μαύρα να φορέσει
Χάρε σκληρέ απού φορείς
του κουζουλού το φέσι…
Ήθελα και να κάτεχα
άπονε βερεμιάρη
έχεις κοπέλι
να ‘ρχουντο κιανείς να σου το πάρει…
Να ιδώ αν παραπονεθείς
κοντό κι ανε πονέσεις
να ιδώ το δάκρυ τω μαθιώ
Χάρε ανε το στέσεις…
Χάροντα γιάντα τσι γεννιές
χτυπάς και μαυροντύνεις
κι αθρώπους που ‘χουνε πρεπιά
ένα στη γης δε φήνεις…..
Ρωτώ σε Χάρε να μου πεις
αντροϋνοχωρισάρη
δε θελα κλαις… αν εδικό
κιανείς θελα σου πάρει;;;
Να πάψεις μπλιο τσι αδικιές
και να χτυπάς τη νειότη
Χάροντα άπονε σκληρέ
κακόσκωτε… προδότη…