Κείμενο: Μιχάλης Βελεγράκης – Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος
Φωτογραφία: Νικόλαος Μαθιουδάκης
Στη μνήμη του Ήρωα Μανώλη της Αλβανίας
10-3-1941
και της Ελένης της Εθιάς
Είναι φορές που στο μυαλό μας φωλιάζουν πράγματα και μένουν εικόνες ανεξίτηλες και ανεξήγητες αλλά άξιες θαυμασμού. Είναι πρόσωπα καταστάσεις και γεγονότα που πάνε χέρι χέρι με την ζωή μας, μας απασχολούν μας προβληματίζουν κυρίως όμως μας εμπνέουν καθημερινώς. Διαισθάνομαι πως κάπως έτσι θα νιώθετε και εσείς στην καθημερινότητα σας..
Για μένα λοιπόν αλλά όχι μόνον θα μένει άσβεστη η ανάμνηση του ΜΑΝΩΛΗ και της ΕΛΕΝΗΣ. Οι ήρωες μας ήταν δύο απλοί και φτωχοί άνθρωποι από το ταπεινό χωριό της ΕΘΙΑΣ των Αστερουσίων. Έκαναν όμως δύο λάθη μοιραία ή πιο σωστά βίωσαν δύο άτυχες συμπτώσεις και επιλογές. Η πρώτη ότι ερωτεύτηκαν παντρεύτηκαν και έκαναν και παιδί. Και η δεύτερη ότι συνέπεσε αυτή η σημαντική στιγμή στη ζωή τους με την κήρυξη ενός πολέμου. Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα της ιστορίας. Ο Μανώλης που είδε και δεν είδε, που γνώρισε και δε γνώρισε το μωρό παιδί του, αφού ήδη υπηρετούσε την πατρίδα, έφυγε άρον- άρον για το μέτωπο μαζί με όλους τους άλλους σε αυτό το εθνικό και ανεπανάληπτο πανηγύρι του έπους του 40’ και δεν γύρισε ποτέ, έτσι ενεγράφη στο πάνθεο πεσόντων τής ιστορίας και του έθνους ως ένας ακόμη ηρωικός πεσών στο ύψωμα Άρτζα ντι Σόμπρα της Τρεμπεσίνας στις 10 Μαρτίου 1941 ετών 26.
Τα κόκαλα του είναι ακόμη εκεί ως κατάθεση χρέους δίπλα σε μια πηγή όπου τον βρήκε η ιταλική οβίδα στην μεγάλη εαρινή επίθεση. Εκεί μαζί με τα κόκαλα και πολλών άλλων Ελλήνων φωσφορίζουν τις νύχτες και ακτινοβολούν στο φως του φεγγαριού για να δείχνουν σε εμάς τους δρόμους του αγώνα και της ελευθερίας. Ταυτόχρονα στους νεοέλληνες και στα νέα παιδιά της εποχής της κρίσης νά διδάσκονται την υπομονή και την ελπίδα.Και η Ελένη στο χωριό καρτερεί τον καλό της να γυρίσει από το μέτωπο. Η Φρεσκοπαντρεμένη, ερωτευμένη και όμορφη Ελένη που ζει με όνειρα και ελπίδες για το παιδί της μαθαίνει το κακό μαντάτο τελευταία. Το ψυχανεμίστηκε αλλά δεν ήθελε να το πιστέψει. Ούτε ο ίδιος ο αδελφός της ο Γιάννης που ήταν και αυτός στο μέτωπο και το γνώριζε δεν είχε το θάρρος και την τόλμη να τις το ομολογήσει. Η Ελένη ήταν παιδί οικογένειας με εννέα αδέλφια.
«Στην πέρα μπάντα του χωριού έρχονται στρατιώτες
Μπας και έρχεται ο Μανώλης μου και έχω κλειστές τις πόρτες.»
«Γειτόνισσες γειτόνισσες ιντα χετε και κλαίτε
Πράμα χει ο Μανώλης μου γιαντα δεν μου το λέτε»
Αλλά κάποτε όπως τα καλά έτσι και τα κακά μαθαίνονται. Και όταν αυτό γίνεται προκύπτει η έκρηξη και ο μεγάλος σεισμός, ο σπαραγμός, ο πόνος, το κλάμα. Και το μοιρολόι, το ατέλειωτο μοιρολόι που δεν είχε απάντηση και παρηγοριά.
Το μοιρολόι της Ελένης της Κουτεντολένης από την Εθιά, που έγινε θρήνος που έγινε θρύλος, που έγινε τραγούδι, που έγινε μάθημα, που έγινε σεμινάριο, που έγινε ένα με τον πόνο, και τον χαμό, για τον άντρα τον μερακλή τον ήρωα Μανώλη από την Εθιά.
«Μανώλη που σου βάλανε προσκέφαλο λιθάρι
Τάξε πως δεν εκέντησα ποτέ μου μαξιλάρι»
«Μανώλη που σου βάλανε για σκέπασμα τα χιόνα
Τάξε πως δεν εκέντησα ποτέ μου εγώ σεντόνια»
«Μανώλη που σε θάψανε με ρούχα ματωμένα
Και εγώ χω τα γαμπρίκια σου ακριβοστερεμένα»
«και που θα βρω έναν μερακλή Μανώλη σαν και εσένα
Να δώσω τα στιβάνια σου τα ομορφοζαρωμένα»
«Μανώλη δεν σου πρέπουνε κόλλυβα με το στάρι
Μόνο με τους λεμονανθούς γιατί ήσουν παλικάρι»
«τα μπράτσα σου τα στρουφιχτά με τα κοντά μανίκια
στης Αλβανίας τα βουνά τα τρώνε τα σκουλήκια»
«Μανώλη ανε ξανοίξουμε ακόμη στην αυλή μας
Θα βρούμε καλορίζικα απ την στεφάνωση μας»
«Γειτόνισσες γειτόνισσες προβάλετε να δείτε
Και το καλώς τα δέχτηκα ελάστε να μου πείτε»…………
Η πατρίδα απελευθερωμένη πια από τους δυνάστες φασίστες, άρχισε σιγά σιγά να ξυπνά και να αναπνέει. Μα για την Ελένη τώρα αρχίζει ο Γολγοθάς και οι νύχτες είναι μαύρες για μια χαροκαμένη γυναίκα το παιδί και το μέλλον τους.
Αυτό τον πρώτο καιρό σύμφωνα με ζωντανές μαρτυρίες η άτυχη γυναίκα ζούσε στα όρια της τρέλας της ανυπακοής, της παράνοιας. Την οδηγούσε μόνο το ένστικτο και το συναίσθημα. Τα λογικά της τα είχε χάσει. Ήταν ‘ντυμένη’ τον πρώτο χρόνο της μοναξιάς της χολέρας και της ορφάνιας με κάτι σαν ζουρλομανδύα. Δεμένος στην μέση της με ένα πλεκτό σχοινί «βουρλιά» που δεν τον αποχωριζότανε μέρα νύχτα, χειμώνα καλοκαίρι. Έμενε άπλυτη, ακατάστατη, άλουστη ακούρευτη, αχτένιστη για πάνω από ένα χρόνο. Είχε αγριέψει. Περιπλανιότανε στα χωριά των Αστερουσίων στις εκκλησίες τις μάντρες και σε μέρη όπου είχε πάει μαζί με τον Μανώλη στα καλά τους μήπως και τον συναντήσει. Ήταν αλαφιασμένη. Δεν κοιμόταν σε κρεβάτι. Μαζί με τον γαμπά της κοιμόταν κάτω από τον νεροχύτη πάνω σε αστοιβίδες που είχε αντί για στρώμα. Όλες αυτές οι συμπεριφορές και πολλές άλλες ανάλογες και παρόμοιες τις δικαιολογημένης κακής ψυχολογίας της είναι απολύτως ακριβείς και επιβεβαιωμένες.
Η ιστορία της Ελένης δεν τελειώνει εδώ μόλις αρχίζει. Για αυτό ο σεβασμός και η τιμή στην μνήμη του Μανώλη και της Ελένης αλλά και η ιστορική συνέπεια επιβάλλουν να γραφεί βιβλίο μνήμης και αναφοράς και τούτο θα είναι η ελάχιστη τιμή γιαυτους τους αφανείς ήρωες της εθιας ,ενός χωριού που συνήθως εκπλήττει θετικά.
Πρέπει να αναφέρω πως την Ελένη την πρωτογνώρισα στις αρχές της 10ετιας του 50’. Πολύ μικρός εγώ ούτε μαθητής του δημοτικού. Τότε τα δύσκολα χρόνια γιαυτην είχαν περάσει. Η φιγούρα της όμως που δεν ξεχνώ ποτέ με εντυπωσίαζε. Θυμάμαι μια γυναίκα περήφανη με κρητική λεβεντιά πολύ όμορφη, μαυροντυμένη, καλοντυμένη αλλά σοβαρή και υπεύθυνη πια για το μέλλον της κόρης της Ειρήνης που ήταν η απαντοχή και η ζωή της όλη. Με χίλια βάσανα, κόπους και θυσίες φοίτησε στο γυμνάσιο της Βιάννου, του Ηρακλείου και εγκαταστάθηκαν μάνα και και κόρη στην Αθήνα όπως η μισή Ελλάδα τότε της 10ετιας του 50’ και 60’.
Να πω ακόμη πως η Ελένη ήταν θεία μου. Και είχαμε και με την πάροδο των χρόνων πολύ καλές σχέσεις, αφού την γνώρισα πιο πολύ και πιο καλά. Ποτέ όμως δεν μου τα είπε όλα. Και εγώ δεν είχα το δικαίωμα ούτε το θάρρος να την ρωτήσω. ΠΧ. Γιατί δεν ξαναπαντρεύτηκε αφού ήταν έξυπνη ικανή και όμορφη. Ο λόγος όμως είναι πολύ απλός και προφανής. Ήθελε να τιμήσει τον ήρωα άντρα της, να αφοσιωθεί στο παιδί της και να αποδείξει έτσι έμμεσα την αξιοπρεπή Εθιανή καταγωγής της. Και ήταν θεία μου γιατί ο Μανώλης ο άντρας της ήταν αδελφός της μητέρας μου που είχαν και ιδιαίτερα καλές σχέσεις.
Η Ελένη λοιπόν με την κόρη της Ειρήνη μεγάλη πια και όμορφη κοπέλα συνεχίζει το ταξίδι της σημαδεμένης ζωής της από Εθιά- Ηράκλειο και Αθήνα, στις αρχές της 10ετίας του 60’ στην μακρινή Αυστραλία όπου αναλαμβάνει να φέρει σε πέρας επάξια και τον τίτλο της ευτυχισμένης γιαγιάς ζώντας μαζί με την κόρη της, τον γαμπρό της την εγγονή της και τα δισέγγονα της. Μέσα δηλαδή σε μια ευτυχισμένη οικογένεια όπως την ονειρευότανε πάντα.
Εκεί στην μακρινή Αυστραλία πια ξεκουράζεται το ταλαιπωρημένο από τη ζωή σώμα της από τον Μάιο του 2005 όπου μας άφησε , δικαιωμένη από Θεό και ανθρώπους για όλες τις επιλογές της, και όλοι εμείς οι κοινοί θνητοί σήμερα θυμίζουμε στον κόσμο ελάχιστα από τα ψήγματα της τεράστιας προσωπικότητας αυτών των δύο ανθρώπων. Τα κόκαλα τους από τα άγρια βουνά της Αλβανίας που είναι σκόρπια και τα ελαφρά χώματα της Αυστραλίας που είναι θαμμένα θυμίζουν την υπερήφανη Εθιανή κρητική και ελληνική ψυχή .Αλλά επειδή και μας ακούνε και μας βλέπουν να τους πω ότι τους περιμένει έτοιμο κενοτάφιο στο χωριό τους εκεί που ζησανε και ονειρευτήκανε στον καθαρό και ελεύθερο αέρα για να κοιμηθούν επιτέλους μαζί ήρεμα και ειρηνικά μετά από τόσες καταιγίδες ατυχίες και μπόρες στην ζωή τους. Άνοιξη ήταν που έφυγαν και Έγραψαν Ιστορία.
Πηγή: Μιχάλης Βελεγράκης