Κείμενο – Φωτογραφίες: Γιώργος Χουστουλάκης
Πολλοί είναι εκείνοι που κάποτε πήγαν στην επαρχία Μαλεβιζίου της Κρήτης τη δεκαετία του 60 και 70, για να εργαστούν στα πολλά αμπέλια της περιοχής, είτε για να έχουν τα χρήματα που είναι απαραίτητα στον κάθε ένα, είτε για τα καλαμπούρια που γινόταν μεταξύ των εργατών, οσάκις βρισκόταν η ευκαιρία!
Η μεγαλύτερη δεξαμενή εργατών για τους αμπελουργούς τότε, ήταν η Γαλιά, το χωρίο μου.
Αμπελοπαραγωγοί μεγάλοι, από τα χωριά Πενταμοδι, Βούτες, Άγιο Μύρωνα, Σταυράκια, μέχρι τον Κρουσώνα, Αυγενάκη και Βενεράτο, εκανόνιζαν είκοσι μέρες πιο μπροστά, να έχουν εξασφαλίσει την απαραίτητη εργατιά της χρονιάς, από δέκα έως και είκοσι άτομα.
Δουλειά πάντα έπιαναν την επόμενη εργάσιμη μετά της Παναγιάς τον Δεκαπεντάυγουστο.
Έπαιρναν λοιπόν τηλέφωνο έναν υπεύθυνο γνωστό τους από το χωριό μας για να μεριμνήσει και να νοιαστεί να βρει όσα άτομα χρειαζόταν το αφεντικό, και να κανονίσει επίσης και για το μεροκάματο.
Συνήθως ζήταγαν άνδρες και γυναίκες. Όμως οι Γαλιανοί έστελναν εκβιαστικά σε αυτούς και τα παιδιά τους, με τη συμφωνία να πληρώνονται κι αυτά όσο και οι γυναίκες!
Τα παιδιά βέβαια άλλο που δεν ήθελαν να αλλάξουν περιβάλλον!
Οι άνδρες φυσικά έπαιρναν μεγαλύτερο μεροκάματο από τις γυναίκες, γιατί η εργασία για αυτούς, όπως το κουβάλημα στον ώμο, ήταν πιο δύσκολη!
Κι αν κανέναν, τον έβλεπε το αφεντικό πως δούλευε με μεγαλύτερο φιλότιμο από τους άλλους, του έδινε κάτι τις παραπάνω στη πληρωμή, για να τον καλοπιάσει, και να τον έχει και του χρόνου!
Οι γυναίκες ήταν συνήθως κόφτρες και απλώστρες, ενώ οι άνδρες κουβαλέδες, η αλουσιδιαστές που ήταν και πιο βαριές δουλείες.
Τα παιδιά κι εκείνα είτε έκοβαν σταφύλια, η κουβαλούσαν φορτώνοντας τα τσιγκάκια στο γαϊδούρι, και τον σερνανε από το χαλινάρι να τον βγάλουν εγώ από το αμπέλι.
Τα αφεντικά τότε ήταν στην πλειοψηφία τους αυστηρά και απαιτητικά.
Για να δώσουν το κανονικό μεροκάματο στα παιδιά, και να μη νομίζουν ότι δουλεύουν καταχρηστικά, τα έστελναν για διάφορες δουλείες όση ώρα ξεκουραζόταν η εργατιά.
Να πάνε για παραδειγμα το μεσημέρι, μέχρι να μαζευτούν όλοι για φαγητό, να μεταδέσουν τις κατσίκες, να τις ποτίσουν, να ποτίσουν και το γάιδαρο κλπ.
Φυσικά κάθε πρωί άρμεγαν τις κατσίκες οι εργάτες, αλλά το γάλα το κρατούσε πάντα το αφεντικό με την γυναίκα του!
Πρωί πρωί πριν ξημερώσει ο ήλιος, από τις 6 είχε εγερτήριο, και για πρωινό είχε ένα καφέ σε κραδοποτηρο, η τσάι με παξιμάδι και ελιές.
Κατά τις 10 είχε κολατσό που ήταν αποκλειστικά ντοματοσαλάτα, η ψωμί και ελιές, λίγο τυρί και σταφύλια.
Κατά τις 2 είχε στάση ένα δίωρο, και φαγητό κυρίως φτωχό, όσπρια πάντα με σαλάτα, κουκιά φασόλια ρεβίθια, πατάτες γιαχνί, και σπάνια η σχεδόν καθόλου κρέας!
Ίσως μονάχα την τελευταία μέρα!
Τα αφεντικά δεν άφηναν εύκολα τους εργάτες χωρίς επιτήρηση.
Αν δεν επιτηρούσαν οι ίδιοι, θα είχαν σίγουρα ένα δικό τους άνθρωπο κοντά να παρακολουθεί.
Καμιά φορά το γέρικο αφεντικό κρυβόταν κάπου σε ένα ύψωμα κι από κει επιτηρούσε απέναντι τη πλάγια που ήταν το αμπέλι του.
Αν έπαιρναν χαμπάρι ότι κάποιος δεν δούλευε, τότε τον έδιωχνε! .
Μάλιστα κάποιο αφεντικό, ενώ παρακολουθούμε τους εργάτες, τον πήρε ο ύπνος και βράδιασε, και εκεί μένοντας ώρες, και έβγαλε κρύο, οπότε έπαθε πνευμονία, και μετά από λίγους μήνες πέθανε.
Τα σταφύλια που τρυγούσαμε τοτε, ήταν κυρίως σουλτανιά, και σπάνια ταχτάδες.
Οι ταχτάδες ήταν ένα υπέροχο πεντανόστημο σταφύλι με μεγάλες ρώγες που έβγαζε και αυτό μια πολύ περιζήτητη σταφίδα.
Τα σταφύλια τα κόβανε οι κόφτες, τα μετέφεραν οι κουβαλέδες, τα αλουσιδιάζαν οι αλουσιδιάστες και τα άπλωναν οι απλώστρες είτε σε επίπεδο οψηγιά, είτε σε… κρεμαστό!
Ειδική κατασκευή μεταλική ήταν ο κρεμαστός οψηγιάς, με θέσεις δεξιά αριστερά για να μπαίνουν τα σταφύλια να ξηραίνονται στον ήλιο.
Η μεταφορά των σταφυλιών γινόταν με τα τσιγκάκια, αρχικά σε μεταλλικά δοχεία με δυο χερούλια και τρύπες γύρω γύρω, αλλά αντικαταστάθηκαν αργότερα αυτά με πλαστικά.
Ανάμνηση από εκείνα τα χρόνια ήταν η σκληρή εργασία, ο ήλιο να καίει τα πάντα και να μαυρίζει τα δέρματα, παντού να μυρίζει μούστος και αλουσά, να κολλάνε τα ρούχα, τα χέρια, και το βράδυ το νερό λιγοστό για τον κάθε ένα για ένα μπάνιο με τον κουβά, συνήθως από κανιστρες και σπάνια από το πηγάδι!
Αυτή ήταν μονάχα η μια όψη του ίδιου νομίσματος…
Γιατί από την άλλη, γινόταν και πολλά καλαμπούρια, πειράγματα, ακόμα και φλερτ εν ώρα εργασίας!
Εφώναζε η απλώστρα που ήταν προκομμένη και τελείωνε τα σταφύλια τάκα τάκα..
-Σταφύλια!!!!!!!!!!!!!
Ο εργάτης που τα κουβαλούσε απαντούσε από μακριό..
-Σε φιλώ στα χείλια!!!!!!!!!!!!!!
Τέτοια παρόμοια και πολλά άλλα γινόταν στο αμπέλι.
Αρκετοί νέοι είναι αυτοί, που καλόβλεπαν τη κοπελιά εργάτρια που δούλευαν παρέα, και τελικά τα φτιάξανε και πολλοί μάλιστα παντρεύτηκαν!
Τα βράδια δεν έλειπε και ένα μπουζουκάκι στην παρέα, και το τραγούδι μετά το φαγητό και μετά από μερικά κρασάκια πήγαινε σύννεφο!
Τα αγόρια θέλανε να δείξουν τον καλύτερο τους εαυτό, θεωρούσαν χρέος τους να διασκεδάσουν τα κορίτσια και τη παρέα όλη να γελάνε και να περνάνε καλά!
Πολλές φορές στηνότανε κανονικό χοροστάσι!
Άμα τελείωνε αρχές του Σεπτέμβρη το αφεντικό, τότε τους εργάτες του, τους πρότεινε και σε άλλο χωριανό του για όσους ήθελαν να δουλέψουν κι άλλες μέρες . Κάποιοι που είχαν μαθητές, έφευγαν το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτέμβρη για να πάνε να ετοιμαστούν.
Τα λατζούνια ήδη είχαν αρχίσει να πετάγονται από τη γης, και αυτό για τον μαθητή ήταν ”κακό σημάδι” γιατί ένοιωθε ότι το καλοκαίρι τελειώνει!
Μερικοί όμως, κυρίως άνδρες, έμεναν και στο μάζεμα της σταφίδας.
Να τη μαζέψουν να τη καθαρίσουν, να τη σακιάσουν και να τη φορτώσουν στη καρότσα του τραχτεργιού για να πάει στις αποθήκες.
Είχε αρκετό χρήμα τότε η σταφίδα, αλλά και οι πάντα προκομμένοι χωριανοί μας, δεν έχαναν την ευκαιρία να έχουν χρήμα, την εποχή εκείνη που οι μαθητές θέλανε τα βιβλία τους, τα τετράδια τους, να ντυθούν και να ξεκινήσει ομαλά η χρονιά, χωρίς οικονομικά προβλήματα!