Του Γιώργου Μαμάκη
Και μόνο το άκουσμα της λέξης δε φαίνεται να προμηνύει κάτι καλό.
Η στοίχιση των γραμμάτων της την κάνουν σκοτεινή και αλλόκοτη.
Σαν τους κατοίκους της.
Λεπροί, γεμάτοι πληγές, με παραμορφωμένα χαρακτηριστικά και ακρωτηριασμένα μέλη, στιγματισμένοι για πάντα από την κοινωνία που τους ξαπόστειλε στη μέση της θάλασσας, βίωναν την καραντίνα ως αποτέλεσμα όχι δικής τους επιλογής, αλλά ως «αναγκαία συνθήκη».
Άνθρωποι – φαντάσματα περιφερόμενοι στους βράχους της Σπιναλόγκας σαν τα νεκρά μαύρα φύκια που πηγαινοφέρνει το κύμα βρωμίζοντας την καθαρή άμμο.
Παρείσακτοι, με σκέψη, αισθήσεις, αισθήματα, όνειρα και, κάποιοι, με ζωντανή την ελπίδα.
Τα χρώματα της ζωής εναλλάσσονται με αυτά του θανάτου.
Ενός θανάτου προαποφασισμένου από την έλλειψη προόδου της επιστήμης, φαρμάκων και ιατρικών μέσων, τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης και τον ανελέητο αποκλεισμό, που διανύει το επίπονο ταξίδι του αργά και βασανιστικά μέχρι να φτάσει στον προορισμό του.
Από τη αγορά της Σπιναλόγκας όμως δε λείπει το φως και το χρώμα.
Το πολύχρωμο φως των ακτίνων του ήλιου που δεν γνωρίζουν διαχωρισμούς και ζεσταίνουν το ίδιο όλους τους ανθρώπους, αλλά και το φως της ελπίδας.
Της αέναης διαδικασίας που πάντα κινεί τους τροχούς της άμαξας προς τα μπρος.
Δε λείπει το φως και το χρώμα που γεννιέται στη μακρά, επίσης επίπονη, αλλά ελπιδοφόρα πορεία της αγωνιστικής στάσης μπροστά και στη φαινομενικά πιο αξεπέραστη δυσκολία.
Η άσβεστη δίψα που μέσα στις πιο μαύρες συνθήκες τροφοδοτεί την πίστη ότι αυτή η «μαύρη» ζωή μπορεί να αλλάξει, μπορεί να γίνει καλύτερη.
Το φως που σε οδηγεί να τη διεκδικήσεις βήμα το βήμα και σε γεμίζει κουράγιο κι αντοχή να μην υποχωρήσεις, να μη παραιτηθείς!