Μια συγκινητική ιστορία, μας θύμισε με ανάρτηση της σε προσωπική της σελίδα, η Ιφιγένεια Μανουρά, ανιψιά του αείμνηστου φιλόλογου και αγωνιστή Μανούσου Μανουρά, για την περίοδο που ο τελευταίος ήταν εξόριστος στη Μακρόνησο το 1948-1951. Ένας ιδεολόγος που όσα δεινά κι αν πέρασε, δεν έκανε “εκπτώσεις” ανθρωπιάς, ήθους και αξιοπρέπειας, και είχε τον απόλυτο σεβασμό της κοινωνίας. “Έφυγε” από τη ζωή το 1986, αλλά μνημονεύεται για τις πράξεις του μέχρι και σήμερα.
Στην ανάρτηση της, η Ιφιγένεια Μανουρά διηγείται:
“Δώδεκα άτομα υπέγραψαν για να στείλουν εξορία χωρίς δίκη , τον θείο μου τον Μανούσο (διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις).
Ο μπαμπάς μου έμαθε ποιοι ήτανε οι δώδεκα αλλά δεν ήθελε να τους μάθει και ο θείος μου στην εξορία, όχι από τον φόβο της εκδίκησης- σε καμία περίπτωση- αλλά για να μην πληγωθεί.
Κανείς δεν ήξερε ότι κάποιος είχε επισκεφθεί στην εξορία τον θείο μου και τους αποκάλυψε.
Όταν επέστρεψε λοιπόν από την εξορία είπε στην γιαγιά μου.
-Ξέρεις μητέρα ποιος ήτανε ο πρώτος άνθρωπος που συνάντησα στο λιμάνι σήμερα μόλις ήρθα;
-Ποιος Μανούσο;
-O Κ…..
-Και ίντα έκαμες;
-Toν αγκάλιασα μητέρα και τον φίλησα.
-Γατέχεις το μωρέ Μανούσο ότι ήτανε ένας από τσι δώδεκα που σε πέψανε στην εξορία;
-Ναι μητέρα το ξέρω.
-Και εγκάλιασες μωρέ σκύλε το φονιά τω κοπελιώ σου; Ενώ συγχρόνως ανέσπα τα μαλλιά της.
-Σώπα μητέρα, εμείς γεννηθήκαμε να συγχωρούμε. Αν είμαστε αλλιώς δεν θα πηγαίναμε και στη Μακρόνησο…”
ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΜΑΝΟΥΣΟΣ ΜΑΝΟΥΡΑΣ
Ο Μανούσος Μανουράς γεννήθηκε το 1913 στ’ Ανώγεια Μυλοποτάμου, όπου έζησε μέχρι που τέλειωσε το Δημοτικό Σχολείο. Μικρό παιδί, στα 12 χρόνια του, εγκαταστάθηκε μόνος του στο Ηράκλειο για να συνεχίσει τις σπουδές του στο Δημόσιο Γυμνάσιο Ηρακλείου.
Το 1931 εισάγεται με εξετάσεις στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εγγράφεται στο τμήμα Φιλολογίας. Προκειμένου να εξασφαλίσει τα έξοδα των σπουδών του εργάζεται στα φοιτητικά του χρόνια ως τυπογράφος στο τυπογραφείο του Ελευθερουδάκη. Η κοινωνική του ευαισθησία και οι πολιτικές του ανησυχίες, που έχουν ήδη αρχίσει από τα μαθητικά του χρόνια, τον οδηγούν στην οργάνωση τυπογράφων του ΚΚΕ και σε συνδικαλιστική δράση, εξαιτίας της οποίας απολύεται από τον Ελευθερουδάκη και εργάζεται στη συνέχεια σε άλλα τυπογραφεία. Τα καλοκαίρια επιστρέφει στ’ Ανώγεια, συνομιλεί με τους νέους του χωριού, μεταφέρει τις σοσιαλιστικές του ιδέες και το όραμα για μια δικαιότερη κοινωνία και δημιουργεί τον πρώτο πυρήνα «συμπαθούντων το ΚΚΕ» το 1933-34. Ήδη από το 1933 έχουν αρχίσει οι συλλήψεις. Το 1936, στη δικτατορία του Μεταξά, συλλαμβάνεται, φυλακίζεται και εξορίζεται στη Λέρο και στη συνέχεια στη Γαύδο.
Η κήρυξη του πολέμου τον βρήκε εκτοπισμένο από τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου στη Γαύδο. Ζήτησε τότε να καταταγεί στον στρατό και να πολεμήσει για την πατρίδα. Δεν του το επέτρεψαν όμως, καθώς η εντολή ήταν να μην κατατάσσονται οι κομμουνιστές. Τότε δραπέτευσε, μαζί με άλλους πολιτικούς κρατούμενους, από τη Γαύδο, ήρθε παράνομα στο Ηράκλειο και από εκεί έφυγε στη Θεσσαλονίκη. Παρουσιάσθηκε ως εθελοντής στη μονάδα εφοδιασμού μεταφορών του Κιλκίς. Στην κατάρρευση του μετώπου το 1941 βρέθηκε στα οχυρά.
Μετά την υποχώρηση, παρέμεινε στη Βόρεια Ελλάδα, πήρε μετεγγραφή στη Φιλοσοφική Σχολή της Θεσσαλονίκης, απ’ όπου απέκτησε και το πτυχίο του, ενώ συγχρόνως εργαζόταν σε ποικίλες αγροτικές δουλειές. Εντάχθηκε στο ΕΑΜ, με την ίδρυσή του, και, όταν ιδρύθηκε ο ΕΛΑΣ, κατατάχθηκε πρώτα στον ΕΛΑΣ του Κιλκίς και ύστερα της Θεσσαλονίκης υπό τον Μάρκο Βαφειάδη.
Το 1946 επιστρέφει στην Κρήτη πτυχιούχος της Φιλολογίας και εργάζεται στο Ιδιωτικό Γυμνάσιο Αλικιανού Χανίων. Παρέμεινε όμως εκεί μόνο ένα χρόνο, διότι με το ξέσπασμα του δεύτερου αντάρτικου άρχισε να δέχεται απειλές για τη ζωή του. Μεταβαίνει στο Ηράκλειο και ανοίγει, μαζί με άλλους καθηγητές, το 1947-48, ένα από τα πρώτα φροντιστήρια.
Τα έτη 1948-1951 εξορίζεται στη Μακρόνησο και τον Σεπτέμβριο του 1951 μεταφέρεται στον Αϊ- Στράτη, όπου παραμένει εξόριστος μέχρι το 1956 και μοιράζεται την ίδια σκηνή με τον Μενέλαο Λουντέμη και τον Μάνο Κατράκη. Τα σκληρά χρόνια της εξορίας τα αξιοποιεί για την αυτομόρφωσή του (μαθαίνει ρωσικά και τελειοποιεί τα γαλλικά και τα αγγλικά του) και για τη μόρφωση των συνεξορίστων του, στους οποίους διδάσκει φιλολογικά μαθήματα και γαλλική γλώσσα. Το 1953, στον Αι Στράτη, τού εστάλη ο διορισμός του ως φιλολόγου καθηγητή στο δημόσιο σχολείο. Δεν τον αποδέχτηκε όμως, διότι είχε ως προϋπόθεση τη δήλωση ¨μετανοίας ¨.
Το 1956 επέστρεψε στο Ηράκλειο και το 1957 παντρεύτηκε τη Λευκοθέα Μανουρά, η οποία επίσης είχε μόλις επιστρέψει από την εξορία, και έκαναν πέντε παιδιά.
Ασχολήθηκε με ιδιωτικά μαθήματα σε φροντιστήριο, το οποίο ίδρυσε το 1957, χωρίς να λάβει ποτέ άδεια λειτουργίας, εξαιτίας των πολιτικών του φρονημάτων. Το φροντιστήριο αυτό, από τα πρώτα και τα λίγα της εποχής, συνέχισε να λειτουργεί ως το 1980, με ορισμένα διαλείμματα εξορίας: το 1959-1960 στον Αϊ-Στράτη και το 1967-1968, επί χούντας, στη Γυάρο.
Κάνοντας πράξη τις ανθρωπιστικές του ιδέες, συνέχισε να διδάσκει, ως τον θάνατό του το 1986, δωρεάν τους φτωχούς μαθητές, ενώ επί μεγάλα διαστήματα φιλοξενούσε στο σπίτι του μαθητές από χωριά, οι οποίοι χρειάζονταν ενίσχυση στα μαθήματα. Όταν συναντούσε μαθητές με διάθεση για μάθηση, δεν λογάριαζε ούτε τον κόπο ούτε τον χρόνο. Άνθρωπος ευρυμαθής, με μεγάλη ανθρωπιστική παιδεία, δίδαξε γράμματα και ήθος, με τον λόγο και κυρίως με το παράδειγμά του, σε εκατοντάδες μαθητές, ενώ δεν εγκατέλειψε ποτέ τις ιδέες του για μια κοινωνία δικαιότερη.
*Στην φωτογραφία του 2017 από αριστερά προς τα δεξιά. Αντώνης Περαντωνάκης, Αννα Σαλούστρου, Ιφιγένεια Μανουρά, τα παιδιά του Μανούσου Μανουρά: Κώστας Μανουράς, Ντίανα Μανουρά, Κατερίνα Μανουρά, ο γιός της Ιφιγένειας Αλέξιος Τουπής και η Ειρήνη Ξυλούρη- Μανουρά, στο φροντιστήριο του στην οδό Μακράκη στο Ηράκλειο.
Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια έχουν φύγει από τη ζωή τρία από τα παιδιά του Μανούσου Μανουρά, η Ντιάνα, ο Άρης και ο Απόλλωνας.
**Στοιχεία για το βιογραφικό του αντλήσαμε από παλαιότερο κείμενο του Γιώργη Αεράκη του Νταρολευτέρη.
Πηγή: anogi.gr