Του Δημήτρη Σάββα
Όχι κυρία Ρεπούση, δεν επρόκειτο για απλό συνωστισμό ταξιδιωτών. Μη παίζετε με τους κατατρεγμένους, με τους διωγμένους, με τους απελπισμένους συνανθρώπους μας. Με την καταστροφή ενός ολόκληρου λαού, με την καταστροφή του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας τον Αύγουστο του 1922.
Κοπάδια άνθρωποι, γυμνοί και ξυπόλητοι, πεινασμένοι πορεύονται στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Άνδρες που αφανίζονται στην άκρη του δρόμου, γυναίκες που σέρνονται βίαια, παιδιά που κλαίνε νηστικά και τρομαγμένα. Εκατοντάδες οι αιχμάλωτοι κλεισμένοι μέσα σε κλειστούς και ανήλιαγους χώρους, βρώμικους και υγρούς, καταδικασμένοι στο θάνατο.
Η πείνα και η μαστίγωση, οι αρρώστιες και τα βασανιστήρια είναι σε ημερήσια διάταξη. Και ό,τι απέμεινε από τον Ελληνισμό που τόσο ανθούσε στα παράλια της Ιωνίας, κατάντησαν να είναι πρόσφυγες, χωρίς οικογένεια, χωρίς πόρους ζωής, δίχως σπίτι…
Η μόνη τους περιουσία ένας μπόγος στον ώμο και μερικά κουρέλια. Γιατί; Τι έφταιξαν αυτοί οι συνάνθρωποί μας; Ποια μέρα τους έφερε σ’ αυτήν την θέση;
Έτσι η χώρα μας έφτανε στην ενοποίηση των Ελληνικών πληθυσμών, όχι με την απελευθέρωση πια των εδαφών όπου από αιώνες κατοικούσαν, αλλά με την αναγκαστική, την τόσο σκληρή και βίαιη αναδίπλωσή τους στο υπάρχον ελληνικό κράτος.
Εικόνες ολοκαυτώματος, ερείπια και εγκατάλειψη! Σμύρνη, η τόσο ζωντανή πρωτεύουσα της Ιωνίας, καμμένη και έρημη. Τι άλλο θέλουμε να δούμε, να διαβάσουμε που να επισφραγίζει μια τέτοια καταστροφή;
«Λιμάνι Σμύρνης… Μα όχι. Δεν υπάρχει πια Σμύρνη! Υπήρξεν. Είναι ένας τόπος φλεγόμενος και καπνίζων τώρα, γεμάτος από βοήν και αλαλαγμό, από κοπετούς και θρήνους, από τους σπαραγμούς του θανάτου, από φρικώδη ερείπια. Η απαισιωτέρα κόλασις επάνω εις την γην. Μη μου ζητήσετε περιγραφές. Από την γέφυρα του πλοίου, επάνω στο οποίο ευρίσκομαι αυτήν την ταραχώδη Σεπτεμβριανήν νύχτα εδώ κάτω, όπου με παρέσυρε το δημοσιογραφικόν καθήκον και η στοργική ανάμνησις της αγαπημένης Σμύρνης, έχω τα μάτια μου πεταγμένα έξω από τις κόγχες των εκ της φρίκης. Και όμως δεν βλέπω!». Απόσπασμα από το Ελεύθερον Βήμα, με ημερομηνία 17η Σεπτεμβρίου 1922.
Επτά ημέρες αργότερα, η ίδια η εφημερίδα μας ενημερώνει για τη μεταφορά των προσφύγων!
«Το υπουργείον της περιθάλψεως απεφάσισεν όπως αποστείλει εισέτι ατμόπλοια εις Σμύρνην δια την παραλαβήν των υπολοίπων προσφύγων. Σχετικώς συνεργάσθη χθες ο Διευθυντής του υπουργείου κ. Ροϊλός, μετά του επιτελούς κ. Εξαδακτύλου. Επίσης πλοία θα αποσταλώσιν εις Μυτιλήνη, όπως μεταφέρουν εκ των εκεί συγκεντρωθέντων προσφύγων περί τας 20 χιλιάδες εις Εύβοιαν, Κρήτην και Κυκλάδας».
Πράγματι, η καθημερινή τοπική εφημερίδα «Νέα Εφημερίς» στο φύλλο της με ημερομηνία 14η Σεπτεμβρίου 1924 μας ενημερώνει ότι πριν από λίγες μέρες είχε αποσταλεί στη Σμύρνη το Νορβηγικό πλοίο «Βέρα» για να παραλάβει πρόσφυγες. Και συνεχίζει… η όψη της Σμύρνης παρουσιάζει αφαντάστως οικτρόν θέαμα. Από τα γραφεία της εταιρείας της προκυμαίας μέχρι τον κινηματογράφον Πάλλας, όλα τα κτήρια μη εξαιρουμένων ουδέ των προξενείων ως και ξένων ιδρυμάτων, εγένοντο παρανάλωμα του πυρός.
Από το «Πάλλας» μέχρι τη «Μπέλα Βίστα» ολίγα σπίτια εκάηκαν, μετά δε τη «Μπέλα Βίστα» παραμένουν άθικτα. Αλλά σε όλο το εσωτερικό τετράγωνο από το»Πάλλας» μέχρι του τέλους της συνοικίας της Αγίας Αικατερίνης και σιδηροδρομικού σταθμού Ρασμαχανέ, εκείθεν μέχρι του Τελωνείου κατοικία δεν υπάρχει!
Ολόκληρος η Χριστιανική συνοικία Ελληνική, Αρμενική, Ευρωπαϊκή, Εκκλησία, σχολεία, νοσοκομεία, μετεβλήθηκαν εις τέφραν. Όλος ο πληθυσμός ανερχόμενος εις πλέον 250-300 χιλιάδες ανθρώπων, συσσωρεύθη εις την παραλίαν από την προκυμαία μέχρι του προαστείου της Αγίας Τριάδας. Όλοι τους άστεγοι, γυμνοί, άσιτοι, μέσα σε υγρό και ελώδες έδαφος, βασανιζόμενοι από ανεκδιήγητες κακουχίες και τυραννίες. Οι χριστιανοί, χωρίς να ξέρουν πού θα πάνε για να σωθούν καίγονταν όπως μας αναφέρει η ίδια η εφημερίδα στο απόσπασμα που ακολουθεί:
«Το αφηγηθέν πρόσωπο διηγείται προσέτι ότι είδε πολλούς Χριστιανούς Έλληνες και Αρμενίους, μεταφερομένους κατά χιλιάδες. Ιδίως την νύχτα προς το μέρος του Διοικητηρίου, οίτινες ως επληροφορήθη εγκλειόμενοι εις τα διάφορα χάνια κ.λπ εκείοντο δια πετρελαίου. Μεταξύ αυτών παρετήρησα και μικρά παιδιά φερόμενα εις τους αγκάλας και τους ώμους των ανδρών».
Τέτοιες μέρες το μυαλό μας πηγαίνει στην ολέθρια αυτή καταστροφή, στους ανθρώπους της Σμύρνης που τόσα δεινά υπέμειναν, στους ταλαιπωρημένους και ξεριζωμένους πρόσφυγες της μικράς Ασίας. Κανείς δεν έμεινε ασυγκίνητος από το δράμα τους!
Ηράκλειο 13 του Σεπτέμβρη 1922. Ο Εμπορικός σύλλογος Ηρακλείου ανοίγει κατάλογο εράνων υπερ του εν Ηρακλείω Μικρασιατών προσφύγων. Στη συνέχεια θα μας δοθεί η ευκαιρία να δημοσιεύσουμε αυτόν τον πίνακα με τα ονόματα του εράνου. Η κοινωνία του Ηρακλείου, αλλά και της Κρήτης γενικότερα, εκτός των εράνων, προέτρεπον τους διάφορους συλλόγους και σωματεία να διαθέσουν ό,τι μπορούν, συστάθηκαν επιτροπές για να βοηθήσουν τους πρόσφυγες, να τους βρουν δουλειά, μερίμνησαν για τον άρτιον στεγασμό τους, φρόντισαν για την αποστολή σιταλεύρων και άλλων αγαθών.
Τέλος ιδιαίτερης φροντίδας έτυχαν τα ορφανά και οι χήρες. Ας δούμε όμως τον προαναφερόμενο κατάλογο εράνου, τα ονόματα των εμπόρων και τα αντίστοιχα ποσά:
Γεώργιος Μιτσοτάκης 3.000 δρχ.
Στυλιανός Βογιατζάκης 1.000 δρχ.
Ιωσήφ Δοκιμάκης 1.000 δρχ.
Γεώργιος Φουντουλάκης 1500 δρχ.
Ιωάννης Τριανταφυλίδης 1500 δρχ.
Ανωγειανάκης Γεωργιάδης 1.000 δρχ.
Αδελφοί Γεωργιάδου 1.000 δρχ.
Στυλιανός Στεφανίδης 1.000 δρχ.
Νικόλαος Ιωαννίδης 1.000 δρχ.
Ε. Χαμαράκης 1500 δρχ.
Γ. Τζουλάκης 500 δρχ.
Χρ. Ανερράψης 1.000 δρχ.
Γεώργιος Κωνστανταράκης 1.000 δρχ.
Ξενάκης- Λιανάς 2.000 δρχ.
Επ. Τζαμπλάκος 500 δρχ.
Παν. Πρατικάκης 1500 δρχ.
Καρουζος – Ανεμογιάννης 3.000 δρχ.
Κ.Θ. Κουφάκης και ΣΙΑ 1500 δρχ.
Αφοι Λιαναντωνάκη 1.000 δρχ.
Ιωάννης Παπαδάκης & Υιος 1.000 δρχ.
Παν. Ταλιάνης 1.000 δρχ.
Υιοί Καστρινάκη 1.000 δρχ.
Αδελφοί Ανδρεαδάκη 1.000 δρχ.
Νικόλαος Γιαλεράκης 1.000 δρχ.
Νικόλαος Μακράκης 1.000 δρχ.
Μύρων Μακράκης 500 δρχ.
Ν. Αμεμογιάννη 1.000 δρχ.
Λεων. Χατζιδάκης 500 δρχ.
Ακρατος και Βασιλάκης 5.000 δρχ.
Γ. Κοπακάκης 1.000 δρχ.
Ανδρ. Λιναρδάκης και υιοί 500 δρχ.
Ι.Γ. Παπαδάκης 500 δρχ.
Γ. Χασάς 300 δρχ.
Κ. Σηφάκης 1.000 δρχ.
Γ. Θεοδωράκης 300 δρχ.
Ν. Σταθάκης 200 δρχ.
Χρ. Αθανασιάδης 500 δρχ.
Γ. Φωτάκης 500 δρχ.
Δρακοντίδης-Ανεμογιάννης 1.000 δρχ.
Αδελφοί Δημάκη 1.000 δρχ.
Κ. Λιοπυράκης 3.000 δρχ.
Ι. Αδάμης 500 δρχ.
Αδελφοί Μπουρνέλλου 300 δρχ.
Περικλής Μαστρογιαννάκης 500 δρχ.
Αφοί Παπουτσάκη 300 δρχ.
Γεώργιος Λιαπάκης 4.000 δρχ.
Χαιρέτης – Παπαδάκης 500 δρχ.
Γ. Διαλυνάς 1.000 δρχ.
Ι. Περδικογιάννης 1.000 δρχ.
Δεν θα πω τίποτα άλλο γι αυτό το γεγονός που τόσο αμαύρωσε την ιστορική πορεία του Έθνους μας. Αφήνω ένα απόσπασμα που μιλά μόνο του μια μαρτυρία του Θεόδωρου Λουκίδη «Η έξοδος, τεύχος Α’.
Αθήνα 1980
«Είχε γεμίσει η παραλία. Ήταν πήχτρα. Ήμασταν σαν πατσά. Περιμέναμε τον οίκτο των συμμάχων να μας γλυτώσουν. Μάζευαν τ’ αγόρια και τα κορίτσια. Για να γλυτώσω έπεσα κάτω κι απάνω μου κάθισαν οι δύο αδερφές μου και μια φίλη τους Θρεψιάδου. Ήταν αρχές Σεπτεμβρίου κι έκανε ζέστη αβάσταχτη.
Όλο έπαιρναν οι Αγαρηνοί. Όλο και καθάριζαν. Άναβαν τα καράβια, τους προβολείς, που πότε κάναν κακό, πότε καλό. Πολλοί σκοτώθηκαν την ώρα που κολυμπούσαν για να σωθούν. Τους πυροβολούσαν στη θάλασσα οι Τούρκοι, ή τους χτυπούσαν οι σύμμαχοι με υποκόπανους, με κλωτσιές, τους περιχούσαν με βραστά νερά σαν κόντευαν να πιαστούν και να σωθούνε.
Όταν ρίχναν το φως για λίγη ώρα ο κόσμος γλύτωνε, ως κανένα τέταρτο. Υστέρα οι Τούρκοι το κακό το κάναν».