Στα πλαίσια του διαγωνισμού του συλλόγου «Οι φίλοι του Μουσείου Γ. Δροσίνη» με θέμα: Η προσφορά των εκδόσεων του συλλόγου στο έργο του Γ. Δροσίνη, η Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη έλαβε τον Β΄ Έπαινο.
Το σχετικό κείμενο που βραβεύτηκε το έγραψε και το επιμελήθηκε ο προϊστάμενός της, Δημήτρης Χ. Σάββας.
Στο συγκεκριμένο διαγωνισμό που γίνεται κάθε χρόνο συμμετέχουν οι Βιβλιοθήκες όλης της χώρας αλλά και της Κύπρου.
Το κείμενο του κ. Δημήτρη Σάββα που βραβεύτηκε:
Ο Δροσίνης στον κόσμο!
Από τον «Παγασίτη»
Σαν της κουκουβάγιας μάνας το παιδί… που κατά τη γνώμη της ήταν το ομορφότερο όλων, παρόμοιες σκέψεις και μνήμες, θύμησες και στοχασμοί, με πηγαινοφέρνουν στα παιδικά μου χρόνια και μού θυμίζουν με νοσταλγία το χωριό μου, τον Λαύκο. Ανάλογα και τα δικά μου συναισθήματα… Μα ποιος δεν επαινεί τον τόπο του; Τη γενέθλια γη του; Ένα από τα 24 χωριά του Πηλίου είναι το χωριό μου ο Λαύκος, πάνω στο βουνό των Κενταύρων, βουνό που ύμνησε με το δικό του μοναδικό τρόπο, αλλά και με υπέρμετρο λυρισμό ο ποιητής Γιώργος Δροσίνης. Ο ίδιος λάτρεψε τα βουνά, τους κάμπους και τα λιβάδια και στάθηκε με το έργο του στις ομορφιές της φύσης. Παράλληλα υπήρξε και τραγουδιστής των πουλιών και των λουλουδιών και φυσικά ανέδειξε όσο κανείς άλλος την ανθισμένη αμυγδαλιά. Μεγάλη και η λατρεία του για τη θάλασσα, ένας πραγματικός φυσιολάτρης, αλλά και ερασιτέχνης ψαράς που αρέσκετο ν’ απλώνει τα δίχτυα του στην καταγάλανη θάλασσα του Χορευτού. Με το Πήλιο ο ποιητής, ο κυρ Γιωργάκης, όπως τον έλεγαν οι Πηλιορείτες, είχε στενή σύνδεση, όχι τόσο εξαιτίας της συζύγου του Μαρίας Κασσαβέτη, την οποία παντρεύτηκε το 1891, η οποία κόρη του Δημητρίου Κασσαβέτη, γνωστής οικογένειας, ορμώμενης εκ Ζαγοράς, αλλά γιατί ο Δροσίνης είχε ένα ιδιαίτερο συναισθηματικό δέσιμο με το μαγικό και θεϊκό βουνό. Το ψάρεμα για τον ποιητή, όπως προαναφέρθηκε ήταν ό,τι το πιο ευχάριστο ειδικά, όταν τον συνόδευαν και φίλοι του, όπως ο Νίκος Χριστόπουλος, δεινός ψαράς και ιδιοκτήτης του ταρσανά στα Πευκάκια του Βόλου, ο πολιτικός Τοπάλης που είχε διατελέσει και υπουργός Δικαιοσύνης στις αρχές του 20ού αιώνα και ο σημαντικότερος Έλληνας πεζογράφος, ο Σκιαθίτης Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Στο τέλος της ψαριάς επεδείκνυαν τους χάνους, τα λιθρίνια και τα χονδρά σκορπίδια, που αφθονούσαν στα Αιγαιοπελαγίτικα Πηλιορείτικα βαθυγάλανα και ταραγμένα νερά. Πάντα είχε να διηγείται ο κυρ Γιωργάκης για τις μοναδικές ακρογιαλιές εκφράζοντας την αγάπη του για τη θάλασσα. Πάντα αναπολούσε το ηλιοβασίλεμα, αλλά και το γκρίζο σούρουπο κάποιας αμμουδιάς, που διάλεγε για να ξεκουραστεί. Η άγρια ομορφιά του Πηλίου, η ποικίλη του βλάστηση και το φυσικό του κάλλος, η σώφρων σοφία και οι μαντικές ικανότητες του γιου του Κρόνου και της νύμφης Φιλύρας, Χείρωνα, μαζί με τα 24 χωριά, που είχαν αποκτήσει ειδικά προνόμια από τον Τούρκο κατακτητή, επηρέασαν το Δροσίνη, αποτυπώνοντας στη σκέψη του τα ίχνη τους, προκαλώντας και δημιουργώντας στον ίδιο μία ανεξιχνίαστη πηγή μία ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης. Ακόμα ήταν αδύνατο να μην το συγκινήσει το σχολείο του Ρήγα Φερραίου στη Ζαγορά, η σπουδαία βιβλιοθήκη του Ανθίμου Γαζή στις Μηλιές, η πνιγμένη στις καστανιές και οξιές Τσαγκαράδα και το αρχοντικό Τρίκερι, ένα ακραίο ψαροχώρι της Χερσονήσου της Μαγνησίας. Σ’ όλα αυτά έρχονται να προστεθούν η λαϊκή τέχνη του Πηλίου με τα κάθε λογής μακρότεχνα έργα σε συνδυασμό με την περιβάλλουσα πλάση του. Ο ποιητής δεν χάνει το χρόνο να τα υμνήσει όλα αυτά με τον ξεχωριστό δικό του τρόπο.
Όταν ο πόνος μυστικά τα σπλάχνα σου σπαράζει,
Του πόνου αχνάδα η καταχνιά την όψη σου σκεπάζει,
Κι όταν παλεύης με στοιχειά κι από θυμό ξανάφτης,
Θεριεύεις, ανταριάζεσαι, σειέσαι, βροντάς, αστράφτεις-
Πανώριο στη νεροποντή και στην ανεμοζάλη,
Πανώριο και στην ξαστεριά, που σε φωτίζει πάλι.
Κι όταν ατόφυο και βαρύ και παγωμένο χιόνι
Από τα πόδια ως την κορφή πέφτει και σε πλακώνη,
Μαρμαρωμένο φαίνεσαι, καθώς στα παραμύθια…
Μα έχεις κρυμμένη τη ζωή στα παγωμένα στήθια,
Κι άμα προβάλλη ολόφεγγος ο ήλιος απ’αγνάντια,
Το μάρμαρο σπα και γεννά σμαράγδια και διαμάντια:
Απλώνονται, σκορπίζονται, χύνονται ολόγυρά σου
Χαρίσματα αξετίμητα και δώρα ευλογημένα
Στα εικοσιτέσσερα Χωριά, που κρέμονται από σένα,
Και δίνεις στις ζωές ζωή, φέρνεις στις χάρες χάρη,
Περήφανο και σπλαχνικό Βουνό-βουνών καμάρι.
Αντίστοιχα η νοσταλγία του Δροσίνη και για τις Γούβες της Ιστιαίας όπου δεσπόζει ο πύργος του παππού του, ο οποίος έχει μείνει σαν Πύργος του ποιητή Γιώργου Δροσίνη. Πολλά ποιήματα εγράφησαν από τον ποιητή, ο οποίος έμεινε σ’ αυτόν.
Ήταν νύχτα της 2ας προς 3η Ιανουαρίου του 1951 όταν ο ποιητής της «ανθισμένης αμυγδαλιάς» έκλεισε τα μάτια του στην όμορφη Κηφισιά. Εκεί ζούσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Ο συγγραφέας της «Αμαρυλλίδας» έφυγε από τον κόσμο αυτό για το μεγάλο του ταξίδι. Στις 4 Ιανουαρίου την επομένη του θανάτου του του ποιητή ο αθηναϊκός τύπος αφιέρωσε πολλές στήλες για να περιγράψει το έργο του και τη ζωή του. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι πολλοί προσπαθούσαν να διορθώσουν μια παράλειψη που είχε γίνει στο παρελθόν, όσο ακόμα ζούσε ο Δροσίνης. Θα λέγαμε πως βρισκόμαστε μπροστά σε μια μετά θάνατον αναγνώρισή του, ένα φαινόμενο, που δυστυχώς στον τόπο μας εμφανίζεται πολύ συχνά.
Όταν χάθηκε ο Αθηναίος ποιητής τότε συνειδητοποίησαν όλοι ότι, αν και μικρότερος σε δημιουργική έκταση από τον συνοδοιπόρο του Κωστή Παλαμά, ο Δροσίνης ταρακούνησε ευχάριστα και δόνησε με πολλή ευαισθησία και μεγαλύτερη δύναμη τη λαϊκή ψυχή. Ποιος μπορεί να ξεχάσει την «Ανθισμένη Αμυγδαλιά»; Ποιος ήταν εκείνος που στα πρώτα χρόνια της εφηβείας του δε συγκινήθηκε από το ρομαντικό αίσθημα της χαριτωμένης «Αμαρυλλίδας» που συνέγραψε λίγο μετά τα είκοσί του χρόνια στον πύργο, που προαναφέραμε, στη Βόρεια Εύβοια. Κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος μία νεαρή Ελβετίδα, που ζούσε με την οικογένειά της κοντά στον πύργο του ποιητή στη Βόρεια Εύβοια. Η μόρφωση, η καλλιέργεια, η αγάπη στη φύση και στην Ελλάδα, χαρίσματα της ταλαντούχας ζωγράφου, ήταν τα πρώτα κεντρίσματα στο να αναζητήσει και να πλάσει την ιδανική γυναίκα. Ήταν ο συνοδοιπόρος του Κωστή Παλαμά, που κάποτε του είχε απαντήσει σε μία αφιέρωση του βιβλίου του με τους γνωστούς στίχους:
«Συνοδοιπόροι ναι, μαζί κινήσαμε
στης Τέχνης
στο γλυκοξημέρωμα –όμως,
με του καιρού το πέρασμα χαράχτηκε
του καθενός μας χωριστός
ο δρόμος».
Απ’ αυτό το πρώτο τετράστιχο της «απόκρισης του Παλαμά» του Δροσίνη θα πρέπει να ξεκινήσει, όποιος θα θελήσει να παρακολουθήσει από την αρχή της την εξέλιξη του ποιητή της «παλιάς Αθήνας». Ο Γεώργιος Δροσίνης ήταν ένας σιγανόφωνος τργουδιστής. Ο ίδιος έχει αναφέρει πως δε ζήτησε το «Ωραίο μες στα μεγάλα» σαν Τον Παλαμά, παρά «στα ταπεινά και στ’ απορριμμένα». Ο Δροσίνης σίγουρα δε γύρεψε ν’ ανέβει στις «αλπικές βουνοκορφές», όπως ο Παλαμάς. Είναι τόσο ήσυχος και ευχαριστημένος που στάθηκε στις «λιόφωτες ραχούλες».
Κι αν του Παλαμά τις μούσες τις βλέπει «αρχόντισσες και ρήγισσες», τις δικές του τις βλέπει «ψαροπούλες και βοσκοπούλες» και καμαρώνει για αυτές:
Όπως κι εκείνες θα καμαρώνουν τον δικό τους ποιητή, που τις ύμνησε και τις ανέδειξε μέσα από τα αιγαιοπελαγίτικα βαθυγάλανα νερά του Πηλίου και της Βόρειας Εύβοιας, αλλά και από τις πυκνόφυτες ραχούλες και ρεματιές του βουνού των Κενταύρων.