Όταν όλη η Κρήτη διαμαρτύρεται για τη δακοκτονία και το γλοιοσπόριο ένας ελαιοπαραγωγός από το Καβροχώρι έκανε τη διαφορά.
Ο λόγος για τον κ. Μανώλη Αγγελιδάκη, ο οποίος δηλώνει υπερήφανα ότι άλεσε τις ελιές του με τις μετρήσεις να δείχνουν μόνο 5 γραμμές.
Ο κ. Αγγελιδάκης έχει 120 ρίζες ελιές στο Καβροχώρι. Παρόλο που τα λιόφυτα της περιοχής έχουν υποστεί μεγάλη ζημιά και δίνουν υψηλές οξύτητες, το δικό του λιόφυτο άντεξε απέναντι στον δάκο και τα ακόλουθά του.
«Ούτε ένα τσίμπημα από δάκο» δήλωσε ο ελαιοπαραγωγός στη “Φωνή του Μαλεβιζίου”.
Όλοι βέβαια αναρωτήθηκαν πώς είναι δυνατόν τα γύρω χωράφια να έχουν υποστεί τόση μεγάλη καταστροφή με τις ελιές να είναι στρωμένες κάτω σα “ψαθούρι”.
Η απάντηση έρχεται δια στόματος του κ. Αγγελιδάκη ο οποίος δήλωσε ότι: «Δεν άφησα κανένα εργολάβο να ψεκάσει. Ψέκασα μόνος μου δυο φορές. Μία φορά 16 Σεπτεμβρίου και μία πριν 20 μέρες. Μάλιστα, όταν οι δακοκτόνοι με έψαχναν για να ανοίξω την πόρτα να περάσουν για τον ψεκασμό, δεν άνοιξα. Ακολούθησα τις οδηγίες του γεωπόνου μου από το Τσαλικάκι και έκανα ό,τι μου είπε».
Συνεχίζοντας ο κ. Αγγελιδάκης θέλει να βοηθήσει κι αυτός από την πλευρά του τους ελαιοπαραγωγούς δηλώνοντας ότι “αυτή η αρρώστια καταπολεμείται μόνο με παγωνιά. Όταν είδαμε ότι έχουμε παρατεταμένη καλοκαιρία έπρεπε να ψεκάσουμε γιατί ο δάκος ευνοήθηκε από την πρωινή δροσιά και τη μετέπειτα ηλιοφάνεια”.
Ωστόσο, ο κ. Αγγελιδάκης δεν τελείωσε το λιομάζωμα, αφού έχει ακόμη πολλά φορτωμένα μουρέλα, τα οποία θα ραβδίσει όταν γινωθούν οι ελιές, περίπου δηλαδή στα τέλη του Δεκέμβρη, χωρίς φόβο!
Το θέμα που προκύπτει είναι πόσο τυχαία μπορεί να ήταν η επιλογή του κ. Αγγελιδάκη με τα ερωτήματα να είναι πολλά.
Πώς με μόνο δύο ψεκάσματα γλίτωσε τις ελιές ή ακόμα καλύτερα πώς είναι δυνατόν με 6-7 ψεκάσματα από τους δακοκτόνους γέμισαν οι ελιές με δάκο; Ίσως το θέμα πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω από τα αρμόδια υπουργεία, έτσι ώστε να μη μπορεί κανείς μελλοντικά να “χορεύει” στις πλάτες των αγροτών. Αρκετά έχουν υποστεί με τη δακοκτονία τόσα χρόνια τώρα!
Πηγή: fonimaleviziou.gr – Της Λίτσας Τσαντηράκη