Δημοσιεύουμε τα συναξάρια των Αγίων της ημέρας σήμερα Σάββατο, 22 Φεβρουαρίου 2025.
Μνήμη των εν τοις Ευγενίου ευρεθέντων Μαρτύρων
Όταν ο αγιότατος Πατριάρχης Θωμάς ήταν στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης (607 – 610 μ.Χ.), βρέθηκαν τα τίμια λείψανα μερικών αγίων μαρτύρων, κρυμμένα κάτω από τη γη. Αμέσως έγινε ή ανακομιδή τους με ευλάβεια και σεβασμό, και με συνοδεία πολύ λάου. Κατά τη διάρκεια της ανακομιδής, πολλές και διάφορες ασθένειες θεραπεύτηκαν.
Αφού δε πέρασαν πολλά χρόνια, ο Θεός αποκάλυψε σ’ ένα άνθρωπο κληρικό και καλλιγράφο, το Νικόλαο, ότι στον ίδιο τόπο εκείνο τον καλούμενο Ευγενίου, βρίσκονται κρυμμένα και τα άγια λείψανα των Αποστόλων Ανδρόνικου και Ιουνίας, τους οποίους αναφέρει ο Απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή του, ως έξης: «Ἀσπάσασθε Ἀνδρόνικον καὶ Ἰουνίαν τους συγγενεῖς μου καὶ συναιχμαλώτους μου, οἵτινές εἰσιν ἐπίσημοι ἐν τοῖς ἀποστόλοις, οἱ καὶ πρὸ ἐμοῦ γεγόνασιν ἐν Χριστῷ» (Ρωμ. ιστ´ 7).
Ο Άγιος Αρίστων ο θαυματουργός, επίσκοπος Αρσινόης Κύπρου
Ο Άγιος Αρίστων έζησε στην Κύπρο κατά τα τέλη του 4ου και αρχές του 5ου αιώνα μ.Χ. Κατά την εποχή εκείνη στην επαρχία της Πάφου υπήρχαν δύο Επίσκοποι. Ένας στην περιοχή της Πάφου με έδρα τη Νέα Πάφο και άλλος στην περιοχή της Αρσινόης με έδρα την Αρσινόη, εκεί που βρίσκεται η πόλη Χρυσοχούς. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει ο Άγιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος, ο Άγιος Αρίστων είναι ο δεύτερος κατά σειράν Επίσκοπος Αρσινόης. Πρώτος αναφέρεται κάποιος Νικόλαος. Ακολουθεί αυτός και ύστερα οι Άγιοι Νίκων και Αρκάδιος. Και οι τρεις αυτοί Άγιοι, Αρίστων, Νίκων και Αρκάδιος, θεωρούνται κατά τον Όσιο Νεόφυτο ισάξιοι των τριών μεγάλων Πατέρων και Ιεραρχών της Εκκλησίας μας, του Μεγάλου Βασιλείου, του Γρηγορίου του Θεολόγου και του Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
Ο Άγιος Αρίστων καταγόταν από ευσεβείς γονείς, οι οποίοι εφρόντισαν για την κατά Θεόν παιδεία και ανατροφή του υιού τους. Η αρετή και η κατά Χριστόν πολιτεία ήταν ο σκοπός της ζωής του Αγίου Αρίστωνος. Η ολοκληρωτική αυτοπαράδοσή του στον Κύριο τον εβοήθησε να αποκτήσει την αρετή της πραότητος και την βασιλίδα των αρετών, την ταπείνωση, και από αυτή την αγιότητα. Με έργα και λόγια έγινε φλογερός διδάσκαλος της ευσέβειας και της ορθοδόξου πίστεως, προστάτης των ορφανών, παρήγορος άγγελος των πτωχών και ασθενούντων, πατέρας στοργικός για όλους. Ο λόγος της Παλαιάς Διαθήκης «ὅσῳ μέγας εἶ, τοσούτῳ ταπεινοῦ σεαυτόν, καί ἔναντι Κυρίου εὑρήσεις χάριν» (Σοφ. Σειράχ 3,18), βρήκε την εφαρμογή του στο πρόσωπο του Αγίου. Ο Άγιος Θεός τον αξίωσε και του χαρίσματος της θαυματουργίας. Η γραφίδα του Οσίου Νεοφύτου γράφει για τον Άγιο Αρίστωνα ότι ήταν «κατά δαιμόνων ἄριστος ἀριστεύς».
Ο Άγιος Αρίστων εκοιμήθηκε με ειρήνη.
Οι Άγιοι Εννέα Μάρτυρες της Κολά εν Γεωργία
Το μαρτύριο των εννέα παιδομαρτύρων έγινε τον 6ο αιώνα μ.Χ.στη Γεωργία.
Σε ένα μεγάλο χωριό της νοτιοδυτικής Γεωργίας, στην πεδιάδα Κολά, όπου βρίσκονται οι πηγές του ποταμού Κύρου, ζούσαν ελάχιστοι Χριστιανοί. Οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν ακόμη ειδωλολάτρες. Τα παιδιά των Χριστιανών έπαιζαν με τα παιδιά των ειδωλολατρών και μόλις ο ιερεύς κτυπούσε την καμπάνα για τον Εσπερινό, άφηναν το παιχνίδι και έτρεχαν στην Εκκλησία. Τα ακολουθούσαν όμως πάντοτε εννέα από τα παιδιά των ειδωλολατρών: ο Γουαράμ, ο Αταρνέρσε, ο Μπακάρ, ο Βάτσε, ο Μπατζίμι, ο Τάτσι, ο Τζουανσέρι, ο Ραμάζι και ο Παρσμάν. Μα σαν έφθασαν στην πύλη του ναού, οι Χριστιανοί δεν επέτρεπαν σε αυτά να εισέλθουν στο ναό. Αυτό έγινε αρκετές φορές. Τα παιδιά επέμεναν και αποφάσισαν να βαπτισθούν Χριστιανοί.
Ο ιερεύς του χωριού, ένας σεβάσμιος και άγιος λευΐτης, τα κατήχησε και τα δίδαξε τις ευαγγελικές εντολές. Δεν τολμούσε όμως να τα βαπτίσει την ημέρα, διότι φοβόταν τους ειδωλολάτρες. Μια νύχτα, λοιπόν, τα πήρε μαζί του και τα οδήγησε στον ποταμό. Πολλοί Χριστιανοί τον ακολούθησαν. Την εποχή εκείνη το ποτάμι ήταν παγωμένο. Μα μόλις τα παιδιά μπήκαν μέσα, για να βαπτισθούν, το νερό, με τη δύναμη του Θεού, έγινε ζεστό. Το εξαίσιο αυτό θαύμα το ακολούθησε ένα άλλο θαυμαστό γεγονός: Άγγελοι από τον ουρανό κατέβηκαν και να ένδυσαν με λευκούς χιτώνες.
Την επόμενη ημέρα οι ειδωλολάτρες γονείς αναζήτησαν τα παιδιά τους. Τα βρήκαν στα σπίτια των Χριστιανών και πληροφορήθηκαν τι είχε συμβεί. Έγιναν έξαλλοι και οργίσθηκαν. Άρχισαν να τα κτυπούν και να προσπαθούν να τα πείσουν να αρνηθούν τον Χριστό. Εκείνα όμως ομολογούσαν με αθωότητα και ανδρεία την πίστη τους στον Κύριο.
Έτσι αποφάσισαν να τα φονεύσουν, προς παραδειγματισμό και των υπολοίπων συγχωριανών τους. Με επικεφαλής τον ηγεμόνα πήγαν κοντά στον ποταμό και έσκαψαν ένα βαθύ λάκκο, όπου έριξαν μέσα τους μικρούς Αγίους. Ήσαν όλοι από επτά μέχρι εννέα χρόνων.
Πηγή: saint.gr