Μακρυά από το Παρίσι –το οποίο δεν επεσκέπτετο παρά μίαν ημέρα την εβδομάδα– σ’ ένα χωριό του Άνω Μάρνη, το Κολομπέ-Λε-Ντεζ-Εγκλίζ, κλεισμένος σ’ έναν πύργο μ’ έναν τεράστιο κήπο γύρω, με μόνη συντροφιά του τη γυναίκα του και μοναδικούς επισκέπτας μερικούς παλαιούς συναγωνιστάς του, έζησε τα τελευταία δέκα χρόνια ο στρατηγός Σαρλ-Αντρέ-Ζοζέφ-Μαρί Ντε Γκωλ. Περιστοιχισμένος από βιβλία, έγγραφα, αρχεία και φωτογραφίας που άλλον προορισμόν δεν είχαν, θα έλεγε κανείς, παρά να τροφοδοτούν τας αναμνήσεις του, και αντικρύζοντας το παρόν από την απόστασι που του εχάριζαν η γεωγραφία και η υπεροψία, εζούσε, καθώς έγραφε τα απομνημονεύματά του, τις δόξες ενός παρελθόντος, το οποίον έζησεν έντονα όσον ολίγοι, και περιφρονούσε ένα παρόν, το οποίον δεν έπαυσε να συγκρίνη με τις λάμψεις του παρελθόντος. Έτσι, ο Ντε Γκωλ διεμόρφωσε ένα χαρακτήρα, ένα παρουσιαστικό, μια νοοτροπία και διαθέσεις ελάχιστα προσαρμοσμένες στις συνθήκες του καιρού του, αλλά οι οποίες, ίσως γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγον, δεν άργησαν να προσλάβουν τις διαστάσεις ενός μύθου. Την ώρα που εγκατέλειπε την εξουσία, πικραμένος και απογοητευμένος ο ίδιος, αλλά και διαφωνών με όλα τα κόμματα και όλες τις παρατάξεις, ελάχιστοι εσκέπτοντο ότι θα επέστρεφε μίαν ημέρα στην αρχή. Το ρήγμα ανάμεσα στον Ντε Γκωλ και την Τετάρτη Δημοκρατία ήταν ρήγμα απόλυτο και αγεφύρωτο. Εκείνος δεν την αγαπούσε – την είχε καταπολεμήσει· εκείνη δεν τον έβλεπε παρά σαν ένα αντίπαλο και όχι σαν μία εφεδρεία. Η διαφωνία ήταν πλήρης: Αυτός έλεγε, σε όσους ήθελαν να ακούσουν, ότι δουλειά με αυτό το «σύστημα» δεν ημπορούσε να γίνη. Εγκατέλειψε τους φίλους του στην πολιτική έρημο, ηρνείτο να τους δώση την παραμικρή ενθάρρυνσι ή καθοδήγησι, μετεμορφώνετο σ’ έναν απόλυτο, αυστηρότατο κριτή των πάντων και επερίμενε. Τι; Την ώρα της κρίσεως, όταν όλα θα κατέρρεαν, όταν το καταραμένο «σύστημα» θα απεδείκνυε πανηγυρικώς την ολοσχερή αδυναμία του, και όταν ο λαός, ως «σύνολο», θα εστρέφετο και πάλιν προς αυτόν – τον σωτήρα του.
Όλα αυτά είναι ενδεικτικά μιας αληθείας: Ο Ντε Γκωλ, καθώς ζη, όπως ο ίδιος πιστεύει, στον κόσμο της Ιστορίας –με Ιώτα κεφαλαίο– δεν έχει την παραμικρή επαφή με την γύρω πραγματικότητα, με τα ρεύματα, τις ιδέες, τους συγκλονισμούς της εποχής του. Ο ίδιος την αλήθειαν αυτήν, την οποίαν δεν αρνείται, την μεταμορφώνει σε προτέρημα: Η εποχή του, εποχή ποταπή και «κάλπικη» –όπως την εχαρακτήρισε– δεν είναι η ιδική του. Την αντικρύζει από του ύψους του.
Το ύψος αυτό διαστρεβλώνει συχνά την προοπτική του. Αυστηρός, αγέρωχος, με κορμοστασιά υψηλή, σώμα που δύσκολα λυγίζει και που μετατρέπει και τις αυστηρές μονόχρωμες φορεσιές, τις οποίες φορά, σε στολές στρατιωτικού, ομιλητής που τρέφει μίαν προτίμησιν προς ένα ύφος απέριττο, με ελαχίστας εξάρσεις, και το οποίον, καθώς περνά ο χρόνος, γίνεται όλο και πιο σταράτο, συγγραφεύς που τείνει προς μίαν φράσιν όλο και πιο απότομη και «κοφτή», με περιφρόνησιν απροκάλυπτη δι’ όλους όσους «έπαιξαν το παιγνίδι» και εδέχθησαν να συμβιβασθούν με το «σύστημα», χαρακτηρίζει τον παλαιό του συνεργάτη κ. Μπιντώ «αγαπητόν ανθρωπάκον» και είπεν, όταν ο παλαιός του συμπολεμιστής στρατηγός Καινίγκ εισήρχετο διά πρώτην φοράν εις μίαν μεταπολεμικήν Κυβέρνησιν, ότι «από τότε που έκλεισαν οι οίκοι ανοχής, δεν είχε πού αλλού να πάη και εμπήκε εις την Κυβέρνησιν». Αυτά κάνουν τόσους και τόσους να ερωτούν μήπως ο Ντε Γκωλ κατέληξε να βλέπη τα πάντα με μίαν προοπτικήν η οποία, κατά τον επιεικέστερον χαρακτηρισμόν, δεν έχει πολλάς σχέσεις με την πραγματικότητα.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 18.5.1958, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ο κόσμος του Ντε Γκωλ είναι ο κόσμος του μύθου: Είναι ο κόσμος του γαλλικού ιπποτισμού, του γαλλικού μεγαλείου, των αγώνων της Ιωάννας ντ’ Αρκ, της «ανθρωπιστικής αποστολής» της Γαλλίας στους «ημιαγρίους λαούς», είναι ένας κόσμος όπου τάξεις κοινωνικαί δεν υπάρχουν, όπου συμφέροντα οικονομικά δεν συγκρούονται, όπου φιλοδοξίαι προσωπικαί δεν επιτρέπεται να καταλάβουν την σκηνήν, όπου τα κόμματα δεν έχουν λόγον υπάρξεως και τα κοινοβούλια έχουν ρόλον προκαθωρισμένον και σαφή, και όπου την εξουσία δεν κατέχουν μετριότητες, αλλά άνθρωποι που, σαν τους παλαιούς Ρωμαίους δικτάτορας, έχουν υπηρετήσει την πατρίδα εις τα πεδία των μαχών. Γύρω από ένα τέτοιο πρόσωπο, τέκνον της Γαλλίας και ταπεινόν πιστόν της Καθολικής Εκκλησίας, ολόκληρη η Γαλλία ημπορεί να ξεχάση τας «τεχνητάς» διαιρέσεις της σε τάξεις, κόμματα και παρατάξεις, και ημπορεί να επανεύρη τον «αληθινό» εαυτό της. Όλοι με μια πνοή θα εργασθούν, όλοι αδελφωμένοι θα αγωνισθούν και όλα τα προβλήματα θα λυθούν: Η Γερμανία –την οποίαν ο Ντε Γκωλ δύσκολα και με δυσφορίαν βλέπει σαν τον μεγάλο σύμμαχο των Αμερικανών στην Ευρώπη– θα καταλάβη και πάλι την θέσιν που της ανήκει –την δεύτερη– οι «μεγάλοι» θα δεχθούν και πάλι την Γαλλία σαν ίση των και οι λαοί των αποικιών που σήμερα έχουν εξεγερθή θα καταλάβουν, χωρίς βία, ότι η Γαλλία είναι η φίλη και σύμμαχός των, η χώρα με την οποία ημπορούν να ζήσουν αδελφικά σαν ομότιμοι πολίται μιας μεγάλης Γαλλικής Συνομοσπονδίας.
Το «πρόγραμμα» αυτό, που είναι περισσότερο μία διάθεσις και ένα καθρέφτισμα μιας νοοτροπίας και ενός χαρακτήρος παρά συνταγή διά την εξουσίαν, προσδιορίζει κατά τον καλύτερο δυνατόν τρόπο την αίγλη και τους περιορισμούς, την δύναμι και τις αδυναμίες, την μέθοδο και την ασάφεια του Ντε Γκωλ.
Την εποχή του πολέμου η στάσι εκείνη ήταν ίσως ό,τι εχρειάζετο. «Εγώ ο στρατηγός Σαρλ Ντε Γκωλ…» άρχιζε η μνημειώδης διακήρυξίς του στον γαλλικό λαό μετά την συνθηκολόγησιν του Πεταίν. Όταν ο Ρούσβελτ, μετά την διάσκεψι της Γιάλτας, περαστικός από την Καζαμπλάνκα, εζήτησε να τον δη, ο Ντε Γκωλ αρνήθηκε λέγων ότι αν ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών ήθελε να συνομιλήση μαζί του, έπρεπε να τον είχε καλέσει στην Γιάλτα. Τσώρτσιλ και Ρούσβελτ στον κώδικά των είχαν δώσει στον Ντε Γκωλ το όνομα «Ιωάννα ντ’ Αρκ»· το αστείο παύει να προκαλή την θυμηδία όταν προστεθή ότι ο ίδιος ο στρατηγός ήταν εκείνος που πρώτος έκανε τον παραλληλισμό και έλεγε στους πιστούς του ότι αισθανόταν μέσα του πως ήταν πραγματικά η ενσάρκωσις της θρυλικής ηρωίδος. Υπήρχαν άνθρωποι τους οποίους ενέπνευσε. Άλλοι στους οποίους έδωσε πίστι. Άλλοι πάλι έφυγαν όσο πιο γρήγορα ημπορούσαν από την έδρα του στο Λονδίνο. Ο ναύαρχος Μυζελιέ, από τους πρώτους συνεργάτας του, ευρέθηκε ένα καλό πρωί φυλακισμένος λόγω μιας «αυθαδείας». Στας αποικίας ευρήκε ανθρώπους που επίστευσαν σ’ αυτόν· και άλλους που ήσαν έτοιμοι να φθάσουν μέχρι εμφυλίου πολέμου διά να αποτρέψουν την ανάρρησίν του στην αρχηγία των «Ελευθέρων Γάλλων». Το κίνημα αντιστάσεως στην μητροπολιτική Γαλλία αρνήθηκε από την πρώτη στιγμή να τον αναγνωρίση· και όταν ακόμη τον ανεγνώρισε, ηρνείτο να δεχθή τας διαταγάς του.
Όταν ολίγας ημέρας μετά την απελευθέρωσι των Παρισίων ο Ζωρζ Μπιντώ, ως Πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου της Αντιστάσεως, του επαρουσίασε το πρόγραμμα δράσεως το οποίον είχε καταρτισθή από τα κόμματα του αντιστασιακού κινήματος διά το μέλλον, ο Ντε Γκωλ δεν ημπορούσε να καταλάβη περί τίνος επρόκειτο. Όλες αυτές οι «κοινωνικές μεταρρυθμίσεις» τού εφαίνοντο όχι κακές αλλά περιττές. Εφ’ όσον ο ίδιος ευρίσκετο εις την Αρχήν τι εχρειάζοντο τέτοια πράγματα; Ο λαός θα εύρισκε πάντα το δίκηο του από τον αρχηγό της Κυβερνήσεως. Όσο για τα κόμματα, ημπορούσαν να τον συμβουλεύουν – όχι και να του θέτουν όρους. Τα εργατικά σωματεία έπρεπε να επιβάλλουν την πειθαρχία στους εργαζομένους – όχι να προβάλλουν αξιώσεις.
Ο ενσαρκωτής της Γαλλίας θα εξακολουθούσε να διαχειρίζεται κυριαρχικά τας τύχας της και όπως έσωσε την τιμή της την εποχή του πολέμου, έτσι θα έσωζε τώρα και την οικονομικοκοινωνική της υπόστασι στον αναταρασσόμενο κόσμο της ειρήνης. Μα η ειρήνη δεν ήταν ο πόλεμος. Μόνος, τον καιρό του πολέμου, είχεν επιτύχει να δημιουργήση από το μηδέν την «Ελεύθερη Γαλλία», να την επιβάλη στους συμμάχους σαν δύναμι αυτόνομη, να διεκδικήση και να κατακτήση τα δικαιώματά της, να σταθή αντιμέτωπος στον Τσώρτσιλ, να αψηφήση τον Ρούσβελτ, να συνεννοηθή με τον Στάλιν. Στον κόσμο της ειρήνης όμως δεν ημπορούσε μόνος να κάνη τίποτα: Οι κομμουνισταί –πρώτο κόμμα της μεταπολεμικής Γαλλίας και με δύναμι τεραστία και σ’ αυτάς ακόμη τας δημοσίας υπηρεσίας– άρχισαν να φοβούνται τας δικτατορικάς τάσεις του Ντε Γκωλ. Ο Εδουάρδος Ερριώ επέστρεφε από τα στρατόπεδα της Γερμανίας, διά να ανακαλύψη κατάπληκτος ότι δεν αντιπροσώπευε τίποτε και ότι ο αρχηγός της «προσωρινής κυβερνήσεως» ηρνείτο και να τον δεχθή ακόμη. Ο Λεόν Μπλουμ –άλλος που έπαιρνε τον δρόμο του γυρισμού από τα ίδια στρατόπεδα– δεν ήργησε να επισημάνη στο Σοσιαλιστικόν κόμμα τους κινδύνους της παραμονής του Ντε Γκωλ στην εξουσία. Του έμεναν οι καθολικοί· επισήμως τού ήσαν πιστοί. Κόμμα όμως της αντιστάσεως και αυτοί, δεν ημπορούσαν να ανεχθούν την τάσιν του Ντε Γκωλ να θεωρή τον εαυτόν του μοναδικόν ηγέτην της Γαλλικής πολεμικής προσπαθείας, ούτε και τον υποβιβασμόν του κινήματος αντιστάσεως εις το εσωτερικόν ως απλούν υποκατάστημα των «Ελευθέρων Γάλλων» του Λονδίνου. Κανείς δεν τον ανέτρεπε· ήρχισαν όμως να τον περικυκλώνουν, να περιορίζουν τας δικαιοδοσίας του, να θέτουν φραγμούς εις την ελευθερίαν δράσεώς του, να του επιβάλλουν έλεγχον κοινοβουλευτικόν μέχρις ότου ο Ντε Γκωλ, ωρυόμενος ότι το «σύστημα» τον έπνιγε και δεν τον άφηνε να δημιουργήση, εγκατέλειψε την αρχήν. Ο καλύτερος συνεργάτης του, ο Μαντές-Φρανς, τον είχεν εγκαταλείψει ολίγους μήνας πριν: Πιστός και θαυμαστής του Ντε Γκωλ, ανεκάλυψεν ότι ο αρχηγός του ήτο ανίκανος να κατανοήση τα προβλήματα της οικονομικής πολιτικής και να δώση στα προβλήματα αυτά λύσεις ριζικάς, αλλά και στηριζόμενος εις κάποιαν γνώσιν των δεδομένων και εις μίαν επιστημονικήν ανάλυσιν των στοιχείων.
Το επεισόδιον Μαντές-Φρανς ήτο ενδεικτικόν. Ενσαρκωτής, έστω, της Ιωάννας ντ’ Αρκ εν καιρώ πολέμου, ο Ντε Γκωλ δεν είχε να προσφέρη κατά τα έτη της ειρήνης παρά τους μύθους της «παλαιάς Γαλλίας», των «υγιών παραδόσεων», της «εθνικής ενότητος», χωρίς να είναι εις θέσιν από διάθεσιν, ιδιοσυγκρασίαν, νοοτροπίαν και ελλιπή κατάρτισιν, να αναζητήση την συγκεκριμένην αντιμετώπισίν των εις την πραγματικότητα και να τους δώση σάρκα και οστά.
*Έξοχο κείμενο του αειμνήστου Λέοντος Καραπαναγιώτη για τον Σαρλ Ντε Γκωλ, που έφερε τον τίτλο «Ο μύθος του Ντε Γκωλ και ο Ντε Γκωλ του μύθου» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 18 Μαΐου 1958.
Κορυφαία πολιτική φυσιογνωμία της μεταπολεμικής Γαλλίας, ο Σαρλ ντε Γκωλ υπήρξε ο αρχιτέκτονας της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας.
Ο διάσημος στρατιωτικός, πολιτικός και συγγραφέας γεννήθηκε στην πόλη Λιλ στις 22 Νοεμβρίου 1890 και απεβίωσε στο χωριό Κολομπέ-Λε-Ντεζ-Εγκλίζ στις 9 Νοεμβρίου 1970.
Πηγή: in.gr