Του Απόστολου Πηρουνάκη
Στη μνήμη του Παπαγιώργη Ραπτάκη της Ενορία Αγίων Δέκα
Με τό’ να χέρι το μυστρί,
με τ’ αλλο ανεμπουκώνεις τ’ αντερί,
σύμβολο τσ’ αγιοσύνης , αγάπης ένδυμα,
χριστιανικής ψυχής ,
και πανωσάλλο
να φορείς,
ρούχο χαράς και λύπης ,
και να θωρείς
με τ’ αναστάσιμο κερί.
Πεντάσκεπη εκκλησά ‘χτιζες,
και πλάκωσαν χινόπωρα και χειμωνιές,
μαύρα σύννεφα κι ομίχλες σκέπασαν όλες ,
του τοίχου τις γωνιές .
Τον ήλιο κρύψανε
κι έσβησε το γέλιο
απ’ τα χείλη σου ,
και λίγανε η χαρά σου ,
που ένοιωθες , πίστευες
κι ικέτευες
στην προσευχή
της λειτουργιάς ,
να χει υγειά κι αγάπη
η σπιθιά σου.
“Πατέρα!” άκουγες
κι έκανε
πεταλωτούς παλμούς
κι άνοιγε η καρδιά σου
και ξύπνας απ’ τ’ όνειρο
κι έψαχνες τα παιδιά σου ,
μα ήταν οι πιστοί
που φώναζαν
τ’ όνομά σου!
‘Ερμη κι ολομόναχη η μοναξά
εκράτειε σου παρεα
και γρήκα
τους χτύπους της καρδιάς
π’ έπεμπε στον αέρα.
ευήκοα αυτιά
να βρει η λέξη σου
” παιδιά μου”,
και το ντελόγω πίσω
γλυκιά λαλιά
απ’ τα χείλη τους ,
ψιθύρισμα ψυχής,
ήλπιζες
να’ταν το άκουσμα “Πατέρααα”!
Πεθυμιά στερνή σου
ήτανε,
με της καρδιάς την αγκαλιά ,
να τ’ αποχαιρετήσεις
και να γενεί
ο πόνος σου χαρά
γι’ αυτά,
μην τα στεναχωρήσεις .
Δακρύβρεχτοι όλοι
σ’ αποχαιρέτησαν ,
μα ακριβοπληγωμένοι ,
κανείς δεν ξέρει, πόσοι;
μόνο
η κρίση του Θεού
που λάτρευες ,
απάντηση θα δώσει.!
Καλό παράδεισο!
Πρέσβευε υπέρ ημών!