Της Χαριστή Φανουράκη Κουκουμπεδάκη
Πολύς, βουβός και αναπάντεχος ήταν ο πόνος σήμερα στα Ζωνιανά του Μυλοποτάμου που έγινε το σαρανταήμερο μνημόσυνο του Νεκτάριου Παρασύρη γιού του καλού φίλου Μανωλούκο.
Το κλίμα βαρύ όλοι μαυροφορεμένοι και ειλικρινά διαβάζοντας τους παρακάτω στίχους μου στην εκκλησία εραΐσανε και τα πετροχάρακα…
Οι μαντινάδες μου είναι αφιερωμένες στη μνήμη του και κάνω ευχή να μη ξαναπονέσαι γονέος με τον αδικοχαμό του παιδιού του… και οι νέοι να σέβονται στους δρόμους να μην τρέχουν… γιατί ποτέ η βιασύνη δεν αποβαίνει σε καλό…
Αφιερωμένο στη μνήμη του..
Γεννιά των Παρασύρηδω εζήλεψεν ο Χάρος
ο μακελάρης ο σκληρός
τση νειότης ο κουρσάρος…
Σαράντα μέρες
ο άπονος σκόρπισε τόσο πόνο
που δε θα γιατρευτεί ποτές
στον περασάρη χρόνο…
Γιατί σαϊτοκοντάρεψε νέο και παλληκάρι
και του θανάτου του μπηξε φαρμακερό κοντάρι…
Και τονε παραγάδευγε νύχτα χωρίς φεγγάρι
γιατί θελε στη σκοτεινιά τ’άδη να τονε πάρει…
Τα κάλλη ντου να φέγγουνε μες στο βαθύ σκοτίδι
γιατ’ ήλιος κάθα ταχινή εκειά ποτές δε δίδει…
Καρτέρι και παραχωσά στη στράτα του ‘χε στέσει
ούλο το δικολόι ντου
βαθιά να το πονέσει…
Τη μάνα και τον κύρη ντου να μαυροτζεμπερώσει
και στο βαθύ ωκεανό
του πόνου να τσι χώσει…
Και μια πληγή αθεράπευτη
τως άνοιξε στο μπέτη
και πως οι κακορίζικοι
να κάνουν καερέτι…
Κι άφηκεν ολομόναχους γυναίκα και κοπέλι
σαν το λαγό τσι μπέρδεψεν εις του καημού το τέλι…
Και η αδερφοσύνη ντου κι ούλο το δικολόι
έχουνε για χατήρι ντου στεμένο μοιρολόι…
Και δεν εξαναρνέψανε τα μάθια ντως καθόλου
λες και τως έπαιξες σκληρέ ριπή του πολυβόλου…
Κοντό δεν τσι λυπήθηκες Χάροντα βερεμιάρη
που ανάδια σου να ‘χε σταθεί κιανείς να σε κοντράρει…
Και να σου πάρει τ’ άρματα
να ιδώ την αντρειά σου
το ταίρι σου τον κύρη σου
τη μάνα τα παιδιά σου…
Να ιδείς είντά ‘ναι Χάροντα ν’ αντροϋνοξεχωρίζεις
και να πληγώνεις τσι γεννιές
και να τσι ξεκληρίζεις..
Είντα να πω πως να το πω…
κουράγιο κάνετ’ όλοι
Αναστασία μου καλή
και φίλε μου Μανώλη…
Σήμερο που τιμούμενε
τη μνήμη τη δική ντου
εύχομ’ ανάπαυση να βρει
κοντά στο Θιο η ψυχή ντου…
Να ‘ναι μ’ αγγέλων τάγματα να βρίχνεται στη μέση
και μέσα στον παράδεισο
να του ‘χει ο Θιός μια θέση…