«Σε όλη την ιστορία υπήρξαν κατά καιρούς τύραννοι και δολοφόνοι που για λίγο έμοιαζαν ανίκητοι, αλλά στο τέλος πάντα έπεφταν. Πάντα». Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στον Μαχάτμα Γκάντι. Και είναι εύκολο να καταλάβει κανείς, από αυτά τα λόγια, την πολιτική θεώρηση του συγκεκριμένου ανθρώπου.
Ο Γκάντι ήταν ένας επαναστάτης. Έγινε ο ίδιος η σπίθα που άναψε τη φωτιά η οποία οδήγησε στην κατάρρευση της αποικιοκρατίας. Ήταν ο πολιτικός ακτιβιστής που εφηύρε την έννοια της μη βίας. Τελικά, ωστόσο, ο ίδιος έπεσε νεκρός από μια βίαιη ενέργεια που είχαν σαν στόχο τον ίδιο.
«Η ζωή μου είναι το μήνυμά μου»
Γεννήθηκε στις 2 Οκτωβρίου 1869 στο Πορμπαντάρ της υπό αγγλική κυριαρχία Ινδικής επαρχίας Γκουτζαράτ. Το πραγματικό όνομα ήταν Μοχάντας Καραμτσάντ Γκάντι. Το «Μαχάτμα» (που σημαίνει «Μεγάλη Ψυχή» στα σανσκριτικά), του τον απέδωσε το 1915 ο συμπατριώτης του νομπελίστας ποιητής και στοχαστής Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ.
Η οικογένειά του λάτρευε τον θεό Βισνού και ήταν επηρεασμένη από το θρησκευτικό κίνημα των Ζαϊνιστών, οι οποίοι αρνούνταν να σκοτώσουν ακόμη και μυρμήγκι. Ο τρόπος ζωής της οικογένειας, επηρέασαν βαθιά τον Γκάντι αν και σε νεαρή ηλικία έκανε τη δίκη του (πρώτη) επανάσταση δηλώνοντας άθεος, ενώ έκανε μικροκλοπές, κάπνιζε και το… χειρότερο απ’ όλα: έτρωγε κρέας!
Σπούδασε νομικά στην Αγγλία όπου είχε πολλές επαφές με διανοούμενους της εποχής. Όταν αποφάσισε να επιστρέψει στην Ινδία (το 1891) δεν μπόρεσε να βρει δουλειά και έφυγε για τη Ν. Αφρική. Εκεί γνώρισε από πρώτο χέρι και ένιωσε στο πετσί του τι σημαίνει ρατσισμός, κάτι που σημάδεψε τη μετέπειτα πορεία του.
Έφαγε άγριο ξύλο από τον οδηγό ενός λεωφορείου επειδή δεν παραχώρησε τη θέση του σε έναν λευκό επιβάτη. Στο δικαστήριο που έγινε δε βρήκε το δίκιο του ενώ ο δικαστής απαίτησε να βγάλει το τουρμπάνι που φορούσε στο κεφάλι του. Από εκείνο το σημείο και έπειτα ο Γκάντι αποφάσισε πως δε θα ανεχόταν την αδικία, εμπνεύστηκε την πολιτική της μη βίας, επέστρεψε στην Ινδία και μέσα σε λίγα χρόνια είχε καταφέρει να γίνει η σημαντικότερη πολιτική μορφή της χώρας του. Στόχος του ένας: Η άμεση απελευθέρωση της Ινδίας από τη βρετανική κυριαρχία.
Για τη δράση του ο Γκάντι φυλακίστηκε και βασανίστηκε πολλές φορές, ωστόσο, ο ίδιος ποτέ δεν χρησιμοποίησε βίαια μέσα. Το μοναδικό του όπλο ήταν η απεργία πείνας. Ο Γκάντι έκανε απεργία πείνας ακόμα και να ενώσει Ινδουιστές και Μουσουλμάνους συμπατριώτες του που άρχισαν να «φαγώνονται» όταν είδαν πως η υπόθεση της ανεξαρτησίας θα μπορούσε να κερδηθεί.
«Είμαι έτοιμος να πεθάνω, αλλά δεν υπάρχει σκοπός για τον οποίο να είμαι έτοιμος να σκοτώσω»
Αυτό για το οποίο ο Γκάντι αφιέρωσε σχεδόν ολόκληρη τη ζωή του, η ανεξαρτησία της Ινδίας, δηλαδή, έγινε πραγματικότητα το καλοκαίρι του 1947. Αλλά όχι δίχως απώλειες. Οι Βρετανοί πριν εγκαταλείψουν την Ινδία την είχαν διαμελίσει επικαλούμενοι την έκρηξη του μουσουλμανικού εθνικισμού. Το όνειρο του Γκάντι για μια ενιαία Ινδία στην οποία ινδουιστές και μουσουλμάνοι θα συνυπήρχαν ειρηνικά.
Τα δυο νέα κράτη που δημιουργήθηκαν, η Ινδία και το Πακιστάν, είχαν βαθιά ριζωμένο το μίσος μέσα τους. Κανείς δεν έμεινε ικανοποιημένος και στο τέλος, όλοι μαζί, μίσησαν τον Γκάντι.
Μια ημέρα σαν σήμερα, στις 30 Ιανουαρίου 1948, ενώ ο Γκάντι κατευθυνόταν προς τον τόπο της βραδινής του προσευχής στο Δελχί, δολοφονήθηκε από τον 39χρονο φανατικό ινδουιστή Νατουράμ Γκότσε, ο οποίος θεωρούσε την πολιτική Γκάντι πολιτική κατευνασμού, κατά την αντίληψή του, ως προς τους μουσουλμάνους της χώρας και άρα υπεύθυνη για τη δημιουργία μουσουλμανικού κράτους σε ινδουιστικό έδαφος. Ο θάνατός του βύθισε στο πένθος ολόκληρη την Ινδία και έτυχε ευρείας κάλυψης σε παγκόσμια κλίμακα. Έπεσε θύμα «βίας». Ενός μέσου επίτευξης πολιτικών στόχων του οποίου υπήρξε πάντοτε πολέμιος.
Λίγη ώρα πριν ο Γκάντι πέσει νεκρός από τις σφαίρες του δολοφόνου του, μια Αμερικανίδα δημοσιογράφος του «Life» τον ρώτησε τι πρέπει να κάνει ένας σατιαγκράχι τη στιγμή που μια ατομική βόμβα πέφτει πάνω από την πόλη του, για να πάρει την απάντηση: «Να σηκώσει τα μάτια στον ουρανό και να προσευχηθεί για τον πιλότο»…
Πηγή: reader.gr/