Του Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου
Συμπληρώνονται σήμερα 28 χρόνια από τήν οσιακή κοίμηση τού αγίου Γέροντα Ιακώβου Τσαλίκη, ό οποίος έζησε στήν ιερά μονή Οσίου Δαυΐδ τού Γέροντος στήν Εύβοια.
Ό γέροντας εκοιμήθη στίς 21 Νοεμβρίου, ημέρα κατά τήν οποία ή Εκκλησία τιμά τά Εισόδια Τής Θεοτόκου, αλλά εορτάζει μία ημέρα μετά, στίς 22 Νοεμβρίου.
Ό γέρο-Ιάκωβος εγεννήθη τό 1920 στά ματωμένα χώματα τής Μικράς Ασίας, είς τό Λιβίσι τής Μάκρης, απέναντι από τή γειτονική μας νήσο Ρόδο.
Ένεκεν αυτής τής γειτονίας ένιωθε πάντοτε μ8α ιδιαίτερη αγάπη γιά τήν Κύπρο.
Ή μάνα του Θεοδώρα, όταν ήθελε νά παρακαλέσει Τήν Παναγία, εγύριζε κατά τά βουνά τού Κύκκου καί φώναζε: «Παναγία τού Κύκκου μου. Φύλαγε τά παιδιά τού κόσμου καί τά δικά μου». Αυτή τή σχέση τής μάνας του μέ Τήν Παναγία τού Κύκκου, μέ τήν Κύπρο, θά τήν κληρονομήσει ό γέροντας μαζί μέ όλη τή μικρασιατική παράδοση καί θά τήν μεταφέρει πρόσφυγας τό 1922 στήν βόρεια Εύβοια.
Όταν τά καράβια τής προσφυγιάς έφτασαν τό 1922 στόν Πειραιά, μέ τούς πονεμένους πρόσφυγες νά παρηγορούνται μέ τή σκέψη ότι θά τούς αγκάλιαζε ή μητέρα Ελλάδα, τότε άκουσαν τούς ανθρώπους τού λιμανιού νά βρίζουν Τόν Χριστό καί Τήν Παναγία: «Γιά τούς δικούς μας ανθρώπους», έλεγε ό γέροντας, «ήταν πρωτάκουστα ακούσματα καί όλοι φωνάξαμε, παρά νά βρίζουν Τόν Χριστό καί Τήν Παναγία μας, καλύτερα πίσω στούς Τούρκους».
Οί κυνηγημένοι πρόσφυγες ήταν φορείς μιάς άλλης παράδοσης, αυστηρής, καλογερικής. Καί ό γέροντας ένιωθε πάντοτε ότι ήταν απόγονος αγίων ανδρών, αφού άκουε από τή μάνα του ότι καταγόταν από εφτά γενεές ιερέων.
Ένας από αυτούς ήτο ασκητής στά Ιεροσόλυμα, τήν ίδια δε τή μάνα του Θεοδώρα τή χαρακτήριζε ώς ασκήτρια. Είχε τόση αρετή ή ευλογημένη αυτή γυναίκα, πού προείδε τόν θάνατό της πολλές μέρες πρίν καί τόν ανακοίνωσε στά παιδιά της, γιά νά τά προετοιμάσει.
Τήν προσφυγική οικογένεια τού Αγίου Ιακώβου Τσαλίκη τή δέχτηκαν τά φιλόξενα χώματα τής βορείου Ευβοίας, συγκεκριμένα τό χωριό Φαράκλα.
Εκεί έμαθε τά πρώτα γράμματα στό δημοτικό σχολείο τού χωριού, τά οποία ήσαν καί τά τελευταία.
Δέν συνέχισε ό γέροντας στό γυμνάσιο.
Ό πατέρας του ένεκεν τής φτώχειας, πού είχαν τότε, τόν έβγαλε από τό σχολείο καί τόν έπαιρνε μαζί του στά κτίσματα, γιά νά τόν βοηθά.
Ή μάνα τού Γέροντα, Θεοδώρα.
Ή μητέρα του Θεοδώρα «διετήρει πάντα τά ρήματα ταύτα έν τή καρδία αυτής», καί βλέποντας αυτά τά σημεία στόν Ιάκωβό της, αντελήφθη ότι τό παιδί αυτό έχει ιερά αποστολή νά επιτελέσει.
Ή μάνα τού γέροντα δέν ήτο μιά οποιαδήποτε συνηθισμένη γυναίκα τού λαού.
Ό ίδιος ό γέροντας τήν αποκαλούσε ασκήτρια. Περνούσε τή ζωή της μέ υπομονή στίς θλίψεις, συνεχή νηστεία, αδιάλειπτη προσευχή, χαμαικοιτία.
Μικρασιάτισσα. Γυναίκα τής Ανατολής. Γιά τόν Άγιο Ιάκωβο ήτο ή γερόντισσά του, κι υποτασσόταν σ’ αυτή μέχρι τήν κοίμησή της.
Μιά μέρα βροχερή τής είπε: «Μάνα πάλι βρέχει!». Καί ή αυστηρή γερόντισσα τού απάντησε επιτιμητικά: «Παιδί μου, Θεός είναι, ότι θέλει κάνει».
Ή μάνα Θεοδώρα προείδε τό θάνατό της πολλές μέρες πρίν καί προετοίμασε τά παιδιά της, γιά νά μήν λυπηθούν υπερβαλλόντως.
Παρ’ όλα αυτά ό ευαίσθητος π. Ιάκωβος κόντεψε νά ξεψυχήσει καί αυτός πάνω στόν τάφο τής αγίας μητέρας του.
Ένεκεν αυτής του τής στάσεως στόν θάνατο της μάνας του πάντα μάς τόνιζε νά είμεθα εγκρατείς στίς θλίψεις καί ότι ή υπερβολική στενοχωρία ή λύπη είναι αμαρτία.
Τό 1952, αφού υπηρέτησε τήν στρατιωτική του θητεία, ό γέροντας ήλθε στό μοναστήρι τού Οσίου Δαβίδ, όπου έμεινε επί τριάντα εννέα έτη, δηλαδή μέχρι τής κοιμήσεώς του.
Είχε ήδη περάσει τό τριακοστό έτος τής ηλικίας ό γέροντας, όταν έφτασε στό μοναστήρι τού Οσίου Δαβίδ.
Εδώ έμελλε νά επιτελέσει τήν ιερά αποστολή του κατά τά προφητικά λόγια τής μάνας Θεοδώρας.
Στήν είσοδο τής μονής τόν περίμενε ό ίδιος ό Όσιος Δαβίδ. Όπως ή Αγία Παρασκευή υποσχέθηκε στόν μικρό Ιακωβάκο μία ουράνια τύχη, έτσι καί τώρα ό μέγας Γέροντας Δαβίδ υποδεχόταν τόν αρτιγέννητο γέρο Ιάκωβο μέ τήν υπόσχεση: «Άν φυλάξεις ακτημοσύνη, παρθενία καί υπακοή, παραμένοντας άχρι τέλους στή μονή, θά σέ προσκυνήσουν αρχιερείς, οί πατριάρχες θά σέ ευλαβούνται, πλούτος πολύς θά περάσει από μπροστά σου, αλλά δέν θά τόν αγγίξεις».
Αυτή ή πρώτη συνομιλία μέ τόν Όσιο Δαβίδ έμοιαζε μέ ακολουθία κουράς, όπου ό γέροντας εισάγει τόν υποτακτικό στό μυστικό κήπο τής βασιλείας Τού Θεού.
Ό Όσιος Δαβίδ θά είναι πλέον ό γέροντας τού πατρός Ιακώβου, όπως άλλοτε ή μάνα του Θεοδώρα.
Εξάλλου έτσι ήταν καί είναι γνωστός ό όσιος σ’ όλη τήν Εύβοια: Ό Γέροντας. Καί τό μοναστήρι του ή μονή τού Οσίου Δαβίδ τού Γέροντος.
Ή μονή είναι κτισμένη τόν 16ο αιώνα, ένα αιώνα καρποφόρο γιά τήν Εκκλησία, παρόλα τά δύσκολα χρόνια τής Τουρκοκρατίας.
Ό αιώνας αυτός προσέφερε πολλούς αγίους – Άγιο Γεράσιμο, τόν Διονύσιο έν Ολύμπω, τόν Τιμόθεο Πεντέλης, τήν Φιλοθέη Αθηναία, τόν Όσιο Δαβίδ – καί άλλους, οί οποίοι έκτισαν μοναστήρια, απ’ όπου αντλούσε ό λαός Τού Θεού πίστη καί ελπίδα.
Άγιε Τού Θεού, πρέσβευε υπέρ ημών τών αμαρτωλών.