Γράφει ο Μιχάλης Χανιωτάκης*
Τα πρώτα μετακατοχικά χρόνια στην Πόμπια, ήταν πολύ δύσκολα από κάθε πλευρά.
Φτώχια και των γονέων!
Όλοι ημίγυμνοι και ξυπόλητοι…
Οι Γερμανοί άφησαν πίσω τους κρανίου τόπο.
Και πολύ ορφάνια…
Οι πιο πολλές γυναίκες που κρατούσαν και τα έθιμα φορούσαν μαύρα.
Σε κάθε σπίτι είχαν και ένα πένθος, αλλά και δυο και τρία!
Και μεγάλη θνησιμότητα νέων ανθρώπων…
Μαζεμένες αρρώστιες χωρίς θεραπεία!
Από τι;
Μπας και τους είχε δει γιατρός;
Ένα βαρύ κρυολόγημα και πάει αυτός ή αυτή.!
Ξεπάστρεμα κανονικό…
Ήταν μέρα που είχαμε και δυο κηδείες και πολύ συχνά….
Υπήρχε όμως και ένα πείσμα μια ανάτασης ψυχών να τα ξεπεράσουμε όλα αυτά και να φέρομε καλύτερες μέρες…
Και υπήρξε και η αλληλεγγύη σε μεγάλο βαθμό….
«Γιάννη έχω μια αίγα που βγάζει μιάμιση οκά γάλα στην αρμεγιά της και έχει δυο ρίφια σακασμένα! Έλα να πάρεις το ένα, να πίνουν γάλα το κοπέλια σου και ταχιά που θα γεννήσει θα μου δώσεις το δανεικό…
Και κουνέλια! Κάθε παλιόσπιτο ή αποθήκη γινόταν και κουνελώνας!
Και κότες ελευθέρας βοσκής…
Γεμάτα τα άδεια οικόπεδα αλλά και οι δρόμοι…
Η μάνα μου έβλεπε και πίσω από αυτά που φαίνονται…
Λέει στον πατέρα μου:
– Τον Ζαχάρη βλέπω δυο μέρες και γυρίζει στα καφενεία…Μάλλον ψάχνει για δουλεία και έχει να ταΐσει τέσσερα κοπέλια! Κάνε κάτι…
– Δηλαδή;
– Βρες καμιά δουλειά να σου κάνει, να του δώσεις το μεροκάματο…
– Ζαχαρίααααα έλα να σου πω!
Ίντα συμβαίνει Στρατή;
– Κάνε μου βρε Ζαχάρη μια χάρη! Κοντοσυμόνουνε τα συναμπατήματα του αδελφού μου του Γιώργη. Έλεγα να πάω στον Αη Γιώργη να ανάψω ένα κερί και να αφήσω κάτι για την ψυχή του… Να σου τα δώσω εσένα να πιάσουν και τοπο;
– Εντάξει…
Και του έδινε ένα καλό μεροκάματο….
– Μποστάνι έχεις;
– Μπα πού θα το βάλω;
Ήτανε ακτήμονας…
– Να πάρεις θες μια γαϊδάρα από τις δικές μου να πας στου Λιόντα να μαζέψεις από το μποστάνι μου ότι βρεις;
Του ‘πε πως να το βρει…
– Πάρε δυο τσουβάλια και κανένα καλάθι…Έχει καρπούζια πεπόνια, ξυλάγγουρα, ντομάτες, κολοκύθια πιπεριές, μπάμιες, φασόλια, αμπελοφάσουλα και τουρκοφασούλες.
Όλοι οι χωριανοί το έκαναν αυτό ή τουλάχιστον οι ποιο πολλοί!
Δεν είμαστε από τους πλουσίους του χωριού, περίσσευε όμως η αγάπη και το ενδιαφέρον για τον γείτονα, τον συγγενή, τον χωριανό, τον συνέλληνα ….
Αν έπιανε φωτιά κάνα σπίτι έπαιζε η καμπάνα της εκκλησίας….
Σε πέντε λεπτά κάναμε αλυσίδα ο ένας με το άλλον με σταμνιά και κουβάδες και σβήναμε την φωτιά…
Μέχρι να φτιαχτεί πάλι το σπίτι η οικογένεια έμενε σε συγγενικά ή φιλικά σπίτια και τα παιδιά…
Την άλλη μέρα ο πρόεδρος του χωριού και οι σύμβουλοι περνούσαν από το χωριό με ένα κάρο και έπαιρναν ότι χρειαζόταν για το στήσιμο του νοικοκυριού!
Και έδιναν όλοι, είχαν δεν είχαν ή ότι τους περίσσευε…
Η μάνα μου ήταν της εκκλησίας…
Όχι των γραπτών, αλλά της παραδοσιακής εκκλησίας που έλεγε ότι το χέρι που δίδει είναι ποιό άγιο από τα χείλη που ψέλνουν…
Ο πατέρας μου δεν πίστευε, ούτε στην μετά θάνατον ζωή, ούτε σε ψυχές…
Είχε μεγάλη αδυναμία στα παιδιά και στις οικογένειες με παιδιά!
– Αυτά είναι η ζωή, έλεγε! Χωρίς παιδιά η ζωή δεν συνεχίζετε…
Και γιατί τα κάνεις αυτά που κάνεις;
Ήξερα τι έκανε, γιατί πολλές φόρες με έκανε συνεργό…
Όσο και να σου φανεί παράξενο θα σου πω στον πόλεμο!
Ήταν Αλβανομάχος…
Εθελοντής πρωτοπόρος.
Την επομένη της ενάρξεως του πολέμου βρέθηκε από τις Σέρρες στο πλευρό του Δαβάκη στην Πίνδο σαν ιππέας ανιχνευτής.
Ο πόλεμος είναι ο μεγαλύτερος δάσκαλος, για να αγαπήσεις τον συμπολεμιστή σου και σε επέκταση τον συνάνθρωπό σου….
Λέτε επειδή έχουμε πολλά χρόνια ειρήνης να φτάσαμε εδώ που φτάσαμε;
Από πλευράς ανθρωπισμού;
Όχι, δεν το πιστεύω!
Αλλού είναι τα αίτια, αλλά και αλλού παπά ευαγγέλιο!
* Ο κ. Μιχάλης Χανιωτάκης είναι συνταξιούχος γιατρός από την Πόμπια του Δήμου Φαιστού – Φωτογραφίες από την Πόμπια του 1960