Της Χαριστής Κουκουμπεδάκη
Είντα κοντό να σκέφτεσαι κι ο νους σου που να τρέχει
και γιάντα να ‘σαι αμοναχή μάνα κι ο Θιός κατέχει…
Είντα κοντό να βάνει ο νους και κλαις και δεν αρνεύγεις
και χρόνους έχεις τσι καημούς και τσι χαρές νηστεύγεις…
Κι άφτεις κερί στην Παναγιά και το σταυρό σου κάνεις
είντα καημός να σε τρυγά και ποιόν αναθυβάνεις…
Κι αμίλητη τση Παναγιάς το κόνισμα ξανοίγεις
και πολεμάς σαν το θεριό κάθα καημό να πνίγεις…
Γιάντα κοντό μαυροφορείς κι είσαι τζεμπερωμένη
Και κιανενούς δε λες ποτές είντα να σου συμβαίνει…
Πόσα κοπέλια νέθρεψες κι αμοναχή ξωμένεις
κι αργά ταχιά δίχως να θες το μοιρολόι στένεις
Για ποιόν προσεύχεσαι σαφί και σπαρταρά η καρδιά σου
και δεν αλλάζ’η η λήτη σου και λες για τα παιδιά σου…
Και με βαρύ αναστεναμό ξανοίγεις γύρου γύρου
λες κι είσαι στα μεσόσπεζα ενούς θολού ονείρου….
Και λες…..Παιδιά ‘χα κι έφυγαν κι είναι στα μαύρα ξένα
και γράμμα δεν επήρα μπλιό μούδε για όρκο ένα…
Και ζουν, δε ζουν ρωτώ σαφί όπου θωρώ διαβάτη
και θέτω κι όμως δεν μπορώ μούδε να κλείσω μάτι….
Για δεν κατέχω λήτη ντως καλά ‘ναι γ-ή κακά ‘ναι
και τα παντέρμα βάσανα κι οι πόνοι θα με φάνε…
Κι είμαι σαν έρμη καλαμιά στση μοναξάς το κρύο
απ’ όντεν εμισέψανε και μου ‘πανε αντίο…
Κι αργά ταχιά παρακαλώ τη μάνα Παναγία
να ‘ναι καλά και φώτιση να ‘χουνε μα κι υγεία…..
Κι ας μ’ έχει η γ-έρμη μοναξά εις τα μιτόχτενά τζη
κι ας είμαι χιλιομπέρδεχτη στα κρουσσοζώναρά τζη….