Του Αντώνη Κουκλινού
Πρωί ήτονε….
Εκειά κατά τις έντεκα…
28 Μαρτίου του 2012….
Ο ξάδερφος μου ο Κανάκης ο Κουκλινός ετοίμαζε να κυκλοφορήσει τη νέα ντου δισκογραφία και του έφτιαχνα τσι φωτογραφίες στο μηχάνημα να τσι τυπώσω.
Ο Κανάκης έστεκε δίπλα μου….
Ξαφνικά χτυπά το κινητό ντου…..
Ήτανε η αδερφή ντου η Ελένη από το χωργιό μας τη Γρηγοριά.
Με το που ξεκίνησε να τση μιλεί και να τση λέει πως είναι μαζί μου στο Ασήμι, το νε βλέπω και βγαίνει όξω από το μαγαζί και πρόλαβα να ακούσω να τση λέει ψιθυριστά…
-Έλα πέ μου μα δε γροικά…..
Εκακόβαλα ντελόγω πως κάτι συμβαίνει….
Περιμένοντας με τη ψυχή στο στόμα, να τελειώσει με το τηλέφωνο ο Κανάκης να ρωτήξω να μάθω, χτυπά τση κεράς μου το κινητό.
Ήτονε ο γαμπρός μου ο Γιάννης από τσι Βώρους.
Έπερνε τηλέφωνο από το χωράφι απου εκλάδευγε και γροικά στο ράδιο πως εγίνηκε στη Γρηγοριά κακό μεγάλο και αγλακούνε τα ασθενοφόρα και πάνε, μόνο να πάρω τηλέφωνο να ρωτήξω ιντά νε, ίντα συμβαίνει, για να του πούμε να μάθει κ’ αυτός.
Με το που γροικώ το γαμπρό μου να μου λέει για κάτι κακό και το Κανάκη να μη τελειώνει από ξω με το τηλέφωνο εντακάρανε τα πόδια μου να τρέμουνε.
Ανοίξαμε το ράδιο….
Δε ν’ εγροίκας άλλο πράμα, μόνο τηλεφωνήματα να λένε για πολλούς τραυματίες και πως τα ασθενοφόρα δε προλαβαίνουνε να σφυρίζουνε πάνω κάτω.
Εβγήκα όξω και φωνιάζω του Κανάκη να μπεί μέσα στο μαγαζί ντελόγω να μου πει…
Με το που τον αντίκρισα του αρπάζω το τηλέφωνο….
Ήτονε η αμπλά ντου η Ελένη και εμούγκριζε να κλαίει….
-Ελένη ο Αντώνης είμαι….
Πες μου κοντεύω να τρελαθώ ίντα εγίνηκε στο χωργιό….
-Αχιιι Αντώνη και ίντα να σου πω….
Κηδεία έχομε στο χωργιό και έπεσε ένα αυτοκίνητο απάνω στο κόσμο και τσαλοπάτησε πολλούς….
-Πες μου την αλήθεια Ελένη…. Γιάντα εζήτηξες του Κανάκη να πάει όξω να μιλήσει για να μη το νε γροικώ….πές μου τη ν’ αλήθεια..!!!!!
-Έλα να σου πω…. Δε γατέχω γιατί τα χω χάσει εντελώς, μα στους χτυπημένους είναι και το Γιωργιό σας, γιατί εκλούθα λέει από πίσω από τη νεκροφόρα.
-Πε μου Ελένη την αλήθεια…!!!! Για να ζητήξεις του Κανάκη να βγεί όξω, ο αδερφός μου είναι σκοτωμένος..???
-Όη Αντώνη δε ν’ είναι μα θα τη βγάλει δύσκολα όπως το ν’ είδανε….
Έχασα τη Γή από τα πόδια μου….
Επήρα το Γιώργη το γαμπρό μου τηλέφωνο να ‘ρθει να πάμε στο νοσοκομείο, να προλάβουμε….
Στη διαδρομή, επαντήξαμε δυό τρία ασθενοφόρα να τρέχουμε με τσι σειρήνες ανοιχτές…
Σαν εφτάξαμε στα επέιγοντα και μπήκαμε μέσα, ήτονε ούλο το χωργιό ανεμαζωμένο…
Εκείνη την ώρα άνοιξε η πόρτα και βγήκε το φορείο….
Ήσουνε ξαπλωμένος απάνω γεμάτος αίματα, και οι τραυματιοφορείς να φωνιάζουνε να κάνει ο κόσμος στην άκρη γρήγορα.
Έστεσα το φορείο και είχες ανοιχτά τα μάθια σου…
Ήρθα από πάνω σου με το Γιώργη το γαμπρό μου….
Εσήκωσες τη χέρα σου και μα σε γνέφεις στο κούτελο, ιντά ‘παθες…..
Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα σου ζωντανός…..
Εμάθαμε πως εχτύπησε το αμάξι τη νεκροφόρα, σε βρήκε ανάμεσα και σ’ έβαλε από κάτω….
Από το χτύπο έσπασε ο παπάς τα μούτρα ντου στο μπαμπρίζ και πως εθέρησε αρκετά άτομα…. εσένα όμως δε σου χαρίστηκε…..
Εικοσιέξε μέρες στην εντατική….
Έφυγες τη ν’ ημέρα τση γιορτής σου τ’ Άη Γιωργιού 23 τ’ Απρίλη…
Ο κάθε χρόνος που περνά είναι και μνιά μαχαιργιά στη ψυχή μου.
Απο την ν’ ημέρα που χάθηκες ποτέ δε ν’ είμαι ο ίδιος, ποτέ μου δε θα ξεπεράσω το χαμό σου και με τον τρόπο που έγινε.
Η ψυχή μου είναι ακόμη εκειά στη πόρτα της εντατικής, να περιμένω να βγείς ζωντανός και όρθιος Γιώργη….
Το ξέρεις…. πως για αρκετό καιρό, μετά που έφυγες επήγαινα, στο νοσοκομείο και καθόμουν στη πόρτα της εντατικής απόξω για αρκετή ώρα….
Δεν ήθελα δε μπορούσα να πιστέψω πως έφυγες…
Στο μυαλό μου δεν ήθελα να το αποδεχτώ….
Τότε είχα γράψει…..
ΤΕΤΑΡΤΗ 28 ΜΑΡΤΙΟΥ 2012
Σαν σήμερο, του δώδεκα, περίπου μεσημέρι,
με πήρανε τηλέφωνο, να μάθω, το χαμπέρι.
Σ’ ένα χωργιό εγίνηκε, γροικώ, κακό μεγάλο,
οδήγα και παρέσερνε, το ν’ένα μετά το ν’άλλο.
Σε μια κηδεία, εκούσανε, λέει, πως έχει πέσει,
πάνω στσ’ αθρώπους, οδηγός κι έχει πέντέξε, αλέσει.
Ρωτώ να μάθω το χωργιό, που το κακό εγίνη,
κιανείς δε ντο μολόγανε, να πάρει τη ν’ευθύνη.
Εντάκαρε και μούδιαζε, το αίμα και το σώμα,
φαντάσου δεν εκάτεχα, πως χτύπησες ακόμα.
Απ’ τα πολλά τηλέφωνα, μέσα σε λίγη ώρα,
έμαθα πιχιό νε το χωργιό, που πάν τ’ασθενοφόρα.
Χάμε θωρείς να κοίτουνται, αθρώποι σκορπισμένοι,
βοήθεια να φωνιάζουνε, ούλοι μισερωμένοι.
Όφου ντουμάνι και καημός, πχιό να πρωτοξανοίξεις,
απού’ ναι μες τα αίματα και πώς να βοηθήσεις.
Απάνω που εφτάξανε, γιατροί και νοσοκόμοι,
στ’ασθενοφόρα εμπήκανε κι ανοίξανε οι δρόμοι.
Σε μια στιγμή φωνιάξανε, ΣΤΑΘΕΙΤΕ είναι κι’ άλλος,
κάτω απ τ’αμάξι, σπαρταρά, όφου καημός μεγάλος.
Γλακούνε και σηκώνουνε, ούλοι μαζί τ’ αμάξι,
και στέκανε από πάνω σου, πού’χανε μπλιό τρομάξει.
Ήσουνε μες το αίμα σου και μ’ανοιχτά τα μάθια,
και ψέλιζες.. ιντάπαθα.. πως γίνηκα κομμάθια.
Τ’αδέρφια μας μουγκρίζανε, στη θέα σου, αδερφέ μου,
δεν έτυχα για να σε ιδω, στα χάλια σου, καλέ μου.
Ιντα να πω, σαν έφταξα στη πόρτα πρίν ανοίξει,
με το φορείο για να βγείς και πχιός να με κρατήξει.
Δέκα νομάτοι σέρνουνε, τα χέρια μη σ’αγγίξω,
τη τελευταία σου μαθιά, πρόλαβα να ξανοίξω.
Εμπήκες στην εντατική, κι αρχίζει, ο Γολγοθάς σου,
αίμα να βρούμενε, πολύ και γλήγορα φαντάσου.
Εισ’ τη ν’ Αθήνα ευτυχώς μια φίλη μας, κατέχει,
τα κατατόπχια κι άρχιξε, μαζί μ’εμάς να τρέχει.
Ματίνα λέω να μου βρείς, αίμα να το νε σώσω,
να μη χαθεί ο Γιώργης μας κι εγώ θα σε χρυσώσω.
Έκαμε ότι μπόρεσε, νάστε καλά οι φίλοι,
το λέω μέσα απ’τη ψυχή, με τση καρδιάς τα χείλη.
Τραύματα είχενε πολλά, κι ετσά πληγές να γιάνεις,
το αίμα κι’αν ευρέθηκε του χάρου δε (μ)προκάνεις.
Σα ντο θεργιό επάλεψες, εικοσιέξε μέρες,
κι έκανα προσευχές, σταυρούς και με τσι δυό μου χέρες.
Απόξω απ’την εντατική, σάμε να ξεψυχίσεις,
αζωντανός, περίμενα, αδέρφι να πορίσεις….
ο αδερφός σου ο αντώνης……..
………………………………………………………………………………………….
Το τραγούδι που έγραψα για σένα αγγίζει κάθε πονεμένη ψυχή και συγκινεί κάθε ευαίσθητο άνθρωπο που έχασε δικό ντου αγαπημένο.
Ο Γιώργος Μανωλιούδης έκανε κατάθεση ψυχής να αποδώσει το πόνο μου…
Το πόνο μου για σένα αδερφέ μου…..!