Πραγματοποιήθηκαν τη Μ. Πέμπτη 29 Απριλίου, συναντήσεις του Υπουργείου Παιδείας με αντιπροσωπεία των ΔΣ των ΔΟΕ και ΟΛΜΕ. Η ηγεσία του ΥΠΑΙΘ στο θέμα των μόνιμων διορισμών των εκπαιδευτικών στη Γενική Αγωγή ανέφερε πως οι πίνακες θα είναι έτοιμοι μάλλον τον Ιούνιο και ότι ο φετινός προϋπολογισμός αφορά 5.250 διορισμούς.
«Oι μόνιμοι αυτοί διορισμοί, καλύπτουν σημαντικές ανάγκες του εκπαιδευτικού μας συστήματος», σημείωσε η υπουργός Παιδείας. Ούτε λίγο ούτε πολύ η ηγεσία του ΥΠΑΙΘ παρουσίασαν ως επιτυχία ότι η επόμενη σχολική χρονιά θα ξεκινήσει με περισσότερα κενά!
Γιατί η αλήθεια είναι ότι η σχολική χρονιά που έρχεται (2021/22) θα σπάσει κάθε ρεκόρ στον αριθμό κενών θέσεων στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια εκπαίδευση (Νηπιαγωγεία, Δημοτικά, Γυμνάσια, Λύκεια, ΕΠΑΛ).
Τα στοιχεία δείχνουν ότι φέτος αυξήθηκαν σημαντικά οι παραιτήσεις σε σύγκριση με προηγούμενες χρονιές, καθώς –σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία–εντός του 2021 θα έχουν φύγει περίπου 3.500 δάσκαλοι και νηπιαγωγοί και πάνω από 4.000 καθηγητές.
Δηλαδή, συνολικά, ο πληθυσμός των μονίμων εκπαιδευτικών αναμένεται να ελαττωθεί κατά 8.000 περίπου. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη έξοδο των τελευταίων περίπου 10 χρόνων που πριμοδοτείται τόσο από την πίεση που προκαλεί η ανασφάλεια των αντιασφαλιστικών νόμων αλλά και των αντιεκπαιδευτικών παρεμβάσεων όσο και από το μεγάλο βαθμό γήρανσης, κυρίως, των καθηγητών.
Είναι φανερό ότι οι 5.000 διορισμοί που έχει εξαγγείλει το Υπουργείο Παιδείας για το 2021 δεν μπορούν να καλύψουν ούτε μέρος των κενών που θα δημιουργήσουν οι φετινές παραιτήσεις.
Σχετικά με τις παραιτήσεις εκπαιδευτικών υπενθυμίζουμε ότι από το 2010 μέχρι και τον Μάρτη του 2021 οι συνολικές αποχωρήσεις των εκπαιδευτικών από την Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση ξεπερνούν τις 47.000 ενώ οι μόνιμοι διορισμοί την ίδια περίοδο (αν εξαιρέσουμε την ειδική αγωγή) μόλις κάλυψαν το 6% των αποχωρήσεων.
Ενδεικτικό της κατάστασης που επικρατεί είναι και ο αριθμός ρεκόρ των προσλήψεων αναπληρωτών εκπαιδευτικών την τρέχουσα σχολική χρονιά που ξεπερνά ήδη τις 44.000 παρόλο τους αλλεπάλληλους «κόφτες» προσωπικού στη δημόσια εκπαίδευση.
Οι μόνιμοι διορισμοί… σταγόνα στον ωκεανό!
«Oι μόνιμοι αυτοί διορισμοί, καλύπτουν σημαντικές ανάγκες του εκπαιδευτικού μας συστήματος», σημείωσε η υπουργός Παιδείας.
Ποιες, όμως, αλήθεια σημαντικές ανάγκες του εκπαιδευτικού συστήματος θα καλύψουν οι μόνιμοι διορισμοί 5.250 εκπαιδευτικών όταν τα κενά τη νέα σχολική χρονιά θα ξεπερνούν τις 50.000; Πόσο ακόμη μπορεί να αντέξει το εκπαιδευτικό μας σύστημα όταν ήδη το 26% του συνόλου των εκπαιδευτικών που υπηρετούν στην Εκπαίδευση της χώρας είναι αναπληρωτές; (Συγκεκριμένα, σε απόλυτους αριθμούς οι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί ανέρχονται σε περίπου 45.000 άτομα, ενώ οι μόνιμοι σε περίπου 131.000)
Είναι φανερό ότι η εξαγγελία της Υπουργού Παιδείας να πραγματοποιηθεί η πρώτη φάση διορισμών (5.250 από τις 10.500 προσλήψεις που προβλέπονται συνολικά) πριν την έναρξη του σχολικού έτους, δεν καλύπτει ούτε στο ελάχιστο τα πραγματικά κενά.
Για τη στοιχειώδη κάλυψη των πολύ σοβαρών κενών με μόνιμο προσωπικό πρέπει άμεσα να γίνουν σε μία φάση οι 10.500 διορισμοί και πριν την έναρξη του νέου σχολικού έτους για να περιοριστεί σε κάποιο βαθμό μόνο το μεγάλο πρόβλημα της έλλειψης μόνιμου εκπαιδευτικού προσωπικού.
Η εκπαίδευση των ελαστικών μορφών εργασίας
Βρισκόμαστε στην εποχή των αναπληρωτών «νομάδων εκπαιδευτικών», η επινόηση των οποίων καταργεί την παιδαγωγική σχέση και την αφοσίωση, που είναι απαραίτητες στην εκπαίδευση, η οποία είναι προφανέστατο ότι έχει ανάγκη από μόνιμους διορισμούς κι όχι από πλανόδιους εκπαιδευτικούς για να κλείνουν τρύπες του συστήματος.
Το σχολικό έτος 2011-2012 το ποσοστό των αναπληρωτών και ωρομίσθιων εκπαιδευτικών επί των μόνιμων εκπαιδευτικών ήταν 8%, για να φτάσουμε το 2015-2016 στο 14%, ενώ για τη νέα σχολική χρονιά το ποσοστό θα είναι στο τέλος της χρονιάς πάνω από 26%!
Έτσι η αναλογία μόνιμου και ελαστικά εργαζόμενου προσωπικού (αναπληρωτές-ωρομίσθιοι) μεταβάλλεται κάθε χρόνο και περισσότερο υπέρ των αναπληρωτών, δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο το εργασιακό μοντέλο που αργά και συστηματικά εμπεδώνεται στις σχολικές μονάδες.
Είναι φανερό ότι από το 2010 μέχρι σήμερα όλες οι πολιτικές ηγεσίες του υπουργείου Παιδείας έχουν επέμβει στις ζωές των αναπληρωτών εκπαιδευτικών, του πιο αδύναμου κρίκου στην αλυσίδα της εκπαίδευσης.
Στην τελευταία έκθεσή του ΟΟΣΑ «Για ένα λαμπρό μέλλον της εκπαίδευσης στην Ελλάδα» (2018) το ζήτημα των διορισμών και της διαχείρισης του εκπαιδευτικού προσωπικού έχει κεντρική θέση. Το παρακάτω απόσπασμα είναι ενδεικτικό της αντίληψης που έχει για το θέμα της στελέχωσης των σχολείων με εκπαιδευτικούς και για τον τρόπο επίλυσής του: «Η επίλυση του προβλήματος των λιγότερων οργανικών θέσεων ήταν ευφυής (!) και από διοικητική και από οικονομική άποψη. Η εναλλακτική λύση ήταν η χρήση αναπληρωτών εκπαιδευτικών, με τη συμφωνία και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. (…) Δεν μισθοδοτούνται κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, κι έτσι –από μια μακροοικονομική άποψη- δεν αποτελούν μια επιπλέον μακροχρόνια επιβάρυνση του εθνικού προϋπολογισμού».
Ο ΟΟΣΑ λοιπόν, διαφωνούσε με τον μόνιμο διορισμό εκπαιδευτικών «ως δαπανηρή επιλογή που αναπαράγει τις σημερινές “ακαμψίες” του μόνιμου εκπαιδευτικού προσωπικού που δεν αξιολογείται» και πρότεινε νέες, ακόμα πιο ευέλικτες και ελαστικές σχέσεις εργασίας. Ο ΟΟΣΑ είναι σαφής στην κυνικότητά του: «Οι ελληνικές αρχές πρέπει να χρησιμοποιήσουν την κρίση για την εφαρμογή μακροπρόθεσμων λύσεων, οι οποίες ενδέχεται να μην είναι διαθέσιμες υπό διαφορετικές συνθήκες. Δύο τέτοιες πιθανές λύσεις είναι: α. Εισαγωγή πολλών κατηγοριών δημοσίων υπαλλήλων, παράλληλα με την κατηγορία των οργανικών θέσεων, και β. Αλλαγή των ισχυόντων κανόνων όσον αφορά την απασχόληση των δημοσίων υπαλλήλων».
Οι ανομολόγητοι στόχοι
Ο στόχος είναι, πρώτον, με τις διαφορετικές εργασιακές σχέσεις στον ίδιο χώρο να παγιωθούν σταδιακά οι χειρότερες για όλους ως φυσικό γεγονός.
Δεύτερον, με το τέλος του ΕΣΠΑ και αφού έχει γίνει η «βρόμικη δουλειά», με ένα νέο «τέντωμα» του ωραρίου των εκπαιδευτικών, με μείωση των σχολικών μονάδων (μέσω των νέων συγχωνεύσεων αλλά και του εξοστρακισμού χιλιάδων μαθητών από Λύκεια και ΕΠΑΛ) και με τη γενίκευση της «κινητικότητας» να μειωθούν οι εκπαιδευτικοί που απαιτούνται για τη λειτουργία των σχολείων.
Πηγή: efsyn.gr – Χρήστος Κάτσικας