Της Μαρίας Ταμιωλάκη
Ο Σόλων είχε το ποδηλατάδικό του σε μια γωνιά του κεντρικού δρόμου της γειτονιάς μας, πολύ κοντά στο σπίτι μας, μάλλον όμως ήταν γνωστό σ’ όλη την πόλη ή τουλάχιστον σε πολύ μεγάλη έκτασή της, αν κρίνω από την πελατεία του.
Μη φανταστείτε κανένα κατάστημα λαμπερό, με απαστράπτον, “της κούτας” εμπόρευμα! Μεταχειρισμένα ήσαν όλα, πολλές φορές παραιτημένα μάλιστα λόγω αχρηστίας πια, που τα μάζευε αυτός και με οίστρο περισσό σκυμμένος ώρες και μέρες από πάνω τους τα μερεμέτιζε παίρνοντας απ’ το ένα κι από το άλλο και συνδιάζοντας εξαρτήματα, για να βγει ένα τουλάχιστον λειτουργικό. Γι’ αυτό και συχνά έβλεπες άλλο χρώμα το μπροστινό κι άλλο το πίσω μέρος κάποιου ποδηλάτου.
Μικρασιάτης ο Σόλων, ψιλόλιγνη φιγούρα, σκυφτός και σκεβρωμένος τελικά από το πολύ σκύψιμο πάνω απ’ τα έργα του, που τα πονούσε και τα πρόσεχε, να τα βρίσκει η πελατεία δελεαστικά για αγορά ή ενοικίαση. Διότι τα ‘κανε και τα δυο: και μεταπουλούσε όσα τού ‘φερναν ν’ αγοράσει, με κέρδος μάλιστα, αφού τα επισκεύαζε και τα συνέφερνε αρκετά, αλλά και τα νοίκιαζε στους νεαρούς που δεν μπορούσαν ακόμη – ή και ποτέ – ν’ αποκτήσουν δικό τους.
Πελατεία του λοιπόν οι νεαροί από εφήβους κι απάνω. Συνήθως νοίκιαζαν για να γευτούν απλώς την ευχαρίστηση μιας βόλτας ή για τσάρκα με την παρέα, να “γυαλίσουν” στις κοπέλες που είχαν στο μάτι. Πελάτης του μέχρι κι ο Χρήστος Λεοντής στα πρώιμα νιάτα του, καθ’ ομολογία του ίδιου σε κάποια του συνέντευξη.
Περνώντας συχνά, μια που ήταν κι ο δρόμος μου για το σχολείο από ‘κει, τον άκουα με στεντόρεια φωνή – ήταν και ψάλτης στον Άγιο Φανούριο – είτε να δίνει οδηγίες πώς να φέρει πίσω το ποδήλατο σώο ο πελάτης, είτε ν’ απαιτεί αποζημίωση για το στράβωμα του τιμονιού ή το σκάσιμο του λάστιχου κι ο νεαρός να λέει τις ψευτιές του για να δικαιολογήσει την αδικαιολόγητη απροσεξία ή, συχνά, την άγνοιά του από ισορροπία κι οδήγηση. Ήξερε όμως ο Σόλων ότι θα πληρωνόταν τελικά για τη ζημιά, γιατί φρόντιζε να νοικιάζει σε άτομα που γνώριζε την οικογένειά τους, από τον πατέρα ή τη μάνα τους λοιπόν θα τα ζητούσε. Αυτό φυσικά ήθελαν ν’ αποφύγουν κι οι νεαροί, για να μην “τ’ ακούσουν” έπειτα στο σπίτι, γι’ αυτό και το μυξόκλαμα κι οι δικαιολογίες.
Με νοικιασμένο απ’ του Σόλωνα ποδήλατο είχα προσπαθήσει κι εγώ να μάθω το άθλημα, μόνο πως ο αδερφός μου, που θα μού μάθαινε, αποδείχτηκε άχρηστος δάσκαλος ή εγώ ανεπίδεκτη. Έπεσα δύο – τρεις φορές μέχρι που στραμπούληξα τον αστράγαλό μου και πήρε τέλος η επιχείρηση οριστικά.
Οι Μπιζόλιοι, συμπαθέστατες φιγούρες κι αυτοί της παιδικής μας γειτονιάς, ήσαν αδέρφια, άγνωστο αν και δίδυμοι, όπως παραπέμπει το παρατσούκλι τους. Ο Μιχάλης και ο Διομήδης. Αγαθές φυσιογνωμίες, ευγενικοί και καλόγνωμοι. Με το Μιχάλη να έχει υπό τη συνεχή προστασία του τον αδελφό του που ήταν αφελής, έκαναν θελήματα στη γειτονιά: τούς έστελναν οι νοικοκυρές, τον ένα ή τον άλλο, να πάνε ή να φέρουν το ταψί από το φούρνο, να τούς αγοράσουν ψωμί ή ο,τι άλλο χρειάζονταν, όταν οι δουλειές ήσαν πολλές και δεν προλάβαιναν οι ίδιες, διότι, εδώ που τα λέμε, ε, δεν πολυπερίσσευε και σ’ αυτές το πενηνταράκι ή η δραχμή, η αμοιβή των συμπαθέστατων θεληματάρηδων, ανάλογα με την απόσταση που θα έκαναν.
Στέκι τους ήταν το καφενείο του Βασιλάκη, λίγο παραπάνω από το ποδηλατάδικο του Σόλωνα, όπου έκαναν και στάση τα υπεραστικά λεωφορεία που έρχονταν από ανατολικά. Ήξεραν οι Μπιζόλιοι τις ώρες που περνούσαν αυτά, αραιότερα το χειμώνα, πυκνότερα το καλοκαίρι, και περίμεναν τί θα κατέβαζαν από τα χωριά: ντρουβάδες, σακιά, καφάσια, πότε – πότε και καμιά όρνιθα, πεσκέσια που προορίζονταν για τους εδώ συγγενείς των αποστολέων τους. Έπαιρναν λοιπόν καθένας, ο Μιχάλης και ο Διομήδης, από ένα στον ώμο, καμιά φορά κι άλλο στο χέρι, και το πήγαιναν στο σπίτι του προορισμού του κι εισέπρατταν τη δραχμούλα. Όλους σχεδόν τους ήξεραν, τόσες φορές που τους είχαν εξυπηρετήσει. Και τ’ αγαθά αδέρφια, αν υπήρχε μικρό παιδί στο σπίτι, δεν ξεχνούσαν ποτέ να τού πιάσουν κουβέντα, τί τάξη πάει, αν αγαπά το σχολείο, αν είναι καλό παιδί, και τελευταία, μ’ ένα φευγαλέο χάδι στο κεφαλάκι, τη συμβουλή “ν’ ακούς τη μαμά σου”.
Φωτογραφία: Αρχείο