Το μεγάλο κλαμπ πέθανε, ζήτω τα μικρά, χαλαρά στέκια της κάθε γειτονιάς, εκεί όπου η εθνική ραστώνη διονυσιάζεται με ελληνικά αποστάγματα και μεζέ.
Τις καλές εποχές του lifestyle, οι ευρωπαϊκές εταιρείες έτριβαν τα χέρια τους, καθώς οι στατιστικές ήθελαν τους Έλληνες πρώτους καταναλωτές ουίσκι στην Ευρώπη, με μια τεράστια, επίσης, αγάπη για όλα τα ξενόφερτα αλκοόλ και την τεκίλα συνώνυμη του ελληνικού ξεφαντώματος. Την εποχή που ακόμη νιώθαμε Eυρωπαίοι, η ρακή ή το τσίπουρο επιβίωναν στη σκιά της επαρχίας, σε παραδοσιακούς καφενέδες και οικιακές μαζώξεις, χωρίς ποτέ να βλέπουν τα πρωτοσέλιδα. Κάπου εκεί, στις αρχές του νέου αιώνα, το ρακόμελο γίνεται για πρώτη φορά μόδα στα φοιτητικά στέκια του Ψυρρή: ένας φθηνός τρόπος να μεθύσεις, που συνάμα κατεβαίνει γλυκά και ευχάριστα στον άμαθο, νεανικό ουρανίσκο. Και αίφνης, μέσα σε λιγότερο από μια πενταετία, η ρακή, το τσίπουρο με ή χωρίς γλυκάνισο παρέα με το ρακόμελο, γίνονται έξη, γίνονται μόδα για όλες τις ηλικίες και όλες τις κοινωνικές τάξεις.
Το αναβαθμισμένο ελληνικό απόσταγμα
Παλιότερα το ούζο ήταν συνώνυμο του καταστροφικού, φθηνού μεθυσιού, ένα ποτό που δεν θα εμπιστευόταν εύκολα ο ποιοτικός καταναλωτής. Η αναβάθμιση του νέου ελληνικού αμπελώνα έφερε σαν επακόλουθο την ποιοτική απόσταξη αλλά και την εμφιάλωση, σε ένα ποτό που ως τότε το είχαμε συνηθίσει χύμα και δίχως ονοματεπώνυμο. Κάθε οινοποιός που σέβεται τη δουλειά του προσθέτει στο βιογραφικό του και ένα απόσταγμα φρέσκο ή παλαιωμένο, ή ένα ούζο, και τα εμφιαλωμένα τσίπουρα ανθούν από τη Θράκη ως τις Κυκλάδες – και όχι μόνο στη Θεσσαλία, όπου παραδοσιακά η τσιπουροκατάνυξη δεν έπαψε ποτέ της να ανθεί.
Πολλές εκδοχές για μια ρακοκατάσταση
Ρακή ή τσίπουρο βρίσκεις ακόμη και στα καλύτερα εστιατόρια, αλλά η χαρά του αποστάγματος γιορτάζεται εμπεριστατωμένη στα δικά της στέκια, τα οποία κυκλοφορούν σε εκδοχές για κάθε γούστο.