Απόσπασμα από κώδικα της Μονής Γωνιάς Κισσάμου:
“……Ο δε δυστυχής και άθλιος βασιλεύς, με/ δάκρυα μεγάλα επαρακάλει τ(ον) θ(εό)ν/ και τους στρατιώτας να στέκουσι ανδρειωμένα κ(αι) ο/ θ(εό)ς θέλει τούς βοηθήσι. Αλλά ούτε βοήθεια ήτον/ πλέον ούτε ελπίδ(α) σ(ωτη)ρίας. Και αυτός ο βασιλεύς/ ιδών έτζι κεντρίσας το άλογον έφθασεν εκεί/ όπου ήτο το πλίθος τον Τουρκών κ(αι) έκαμεν ωσάν/ ο σαμψών εις τους αλλοφύλους. Διότι ένας/ σαρακινός εισέβι μέσα από τα τιχία κ(αι) ωσάν γί-/γαντας έκαμεν εις τους αθλίους χριστιανούς/ καβαλάρις: κ(αί) όλοι θεωρώντ(ας) αυτόν έφευγαν/ απαντού, διότι ήτον πολύ φοβερός καί πολλήν φόνον/ και χαλασμόν έκαμνεν εις αυτούς. αυτόν κ(αι) ο/ ελεεινός βασιλεύς θεορώντας έτζι εκ του θ(εο)ύ δυνα-/μούμενος// με ανδρεί(αν) κ(αί) κρού-/οντας αυτόν μέ το σπαθί, εθανάτωσεν αυτόν κ(αί)/ τό άλογον του κ(αί) όχι μόνον, αλλά κ(αι) άλλους/ πεντακοσίους κ(αι) περισοτέρους οπού ήτον μέ αυτόν/ καί τους λοιπούς εγκρέμισεν από τά τιχία κάτω/ κ(αί) ήτον να ιδή τινάς, πράγμα θαυμαστόν κ(αί) παρά-/ξενον ότι ωσάν λεοντάρι εβρυχάτον κ(αί) κρα-/τώντας τό σπαθί εις τό χέρι του πολλούς από τους εχθρούς/ κατέσφαξεν κ(αί) τό αίμα αυτών έτρεχεν ως πο-/τάμι από τάς χέρ(ας) κ(αί) πόδας αυτού……”.
Κείμενο – Φωτογραφία: Μιχάλης Ανδριανάκης