του Αντώνη Κουκλινού
Για την Έμμα….
Πώς να βαστάξει η καρδιά, τση μάνας σου το (μ)πόνο,
χάθηκες τόσο άδικα, στα εικοσιένα μόνο.
Πριν λίγες μέρες ήσουνε, στου κύρη σου το σπίτι,
και πχοιός να το περίμενε, μη φύγεις απ’ τη Κρήτη.
Εσπούδαζες καμάρι μου κι έπρεπε να γυρίσεις,
τα γράμματα και το σχολειό, πάλι να συνεχίσεις.
Η μαύρη ώρα έτυχε, άναντρο να παντήξει,
στο δρόμο εκειά που σάλευγε, στσι ρόδες να τη ρίξει.
Δε ν’ έφτανε η μνιά φορά, που εμπόργιε να γλυτώσει,
τη ν’ εχτυπά και δεύτερη, να την αποτελειώσει.
Ο άτιμος τη ν’ άφηκε, στο αίμα να σφαδάζει,
κι έφυγε σα ντο κύριο, κι επάτησε το γκάζι.
Για τ’ άλλο περιστατικό, Θέ μου δε βρίχνω λέξη,
πχοιός τόλμησε τη τσάντα σου, ν’ ανοίξει να σε κλέψει.
Από τη μνιά νε ο φονιάς κι ο κλέφτης απ’ τη ν’ άλλη,
μνιά μπαλοτέ αξίζετε και λίγο θα ναι πάλι.
Έφυγες κι όμως άφηκες, το αποτύπωμά σου,
ζωή σε τέσσερις ψυχές, δώσαν τα όργανά σου.
Η μάνα σου στο (μ)πόνο τζη, δείχνει την αθρωπχιά τζη,
να δώσει αλλονώ χαρά κι ας σκίζεται η καρδιά τζη.
Έμμα… καμάρι τω Χανιώ, εβούρκωσε η πλάση,
το χώμα να ναι ελαφρύ, απού θα σε σκεπάσει…