Γράφει ο Μιχάλης Στρατάκης*
Ξεμένουμε κι από στάρι…
Από το στάρι, που το ‘χαμε στα σπίθια μας και το παρατήσαμε, γιαί ‘θελε πολύ ιδρώτα να μεστώσει κι ελόγου μας άνυδροι ήμασταν και τον ίδρω μας δεν τονε χαλαλίζαμε μπλιό σ’ ετσά κοπιαστικές καλλιέργειες.
Εγώ, επρόφταξα το χωριό μου να χρυσαφίζει ανάμεσα στα σταροχώραφα.
Η κάθε φαμελιά, είχε και το χωραφάκι της σπαρμένο με στάρι, κι αυτό το στάρι την ανέσταινε.
Θυμούμαι τα καλοκαίρια που εβοήθουνα κι εγώ στο θέρος, με το δρεπάνι να ‘ναι πλιό μεγάλο από τη χέρα μου που το βάστα και το ανέμιζε πέρα δώθε, λες κι ήθελα να κόψω τση κεφαλές ολλονών των δράκων του ντουνιά.
Θυμούμαι τση θημωνιές αραδιασμένες τη μια πλάι στην άλλη, μια αγκαλιά η κάθε μια, θυμούμαι το κουβάλημα στο αλώνι, όλα έρχονται στο νου μου το ‘να σέρνοντας τ’ άλλο, εδά που ξαναγιαγέρνω ετόσους σας χρόνους οπίσω.
Θυμούμαι τον βολόσυρο με τση τσακμακόπετρες από κάτω, εκείνες σας τση μπιμπικωτές πέτρες απού χωνόμουνα ποκάτω από το κρεβάτι, στη σκοτεινιά, και τση χτύπουνα τη μια με την άλλη, για να θωρώ τση σπίθες που εβγάζανε και να θαρρώ πως εταξίδευα στσ’ ουρανούς.
Θυμούμαι και τον γαϊδουράκο που έσερνε τον βολόσυρο απάνω στα στάχυα και τα ‘κανε χουμά κουτάλια, για να μπορούμε να ξεχωρίσομε τ’ άχερα από τον καρπό.
Κι εκείνος σας ο βολόσυρος, απού τον έσερνε ο γάιδαρος, ήτανε το πρώτο μου «αυτοκίνητο».
Ω Θε μου Μεγαλοδύναμε, κι ίντα σερμπετιασμένη γλύκα δεν με τράτερναν εκείνες οι γυροβολιές στο αλώνι, όντας θρονιασμένος απάνω στον βολόσυρο.
Κι ύστερα, θυμούμαι το λύχνισμα, που το ‘κανε η θειά μου η Βαγγελιά κι εγώ την εξάνοιγα κι αναρωθιούμουνε πώς το ‘κανε εκείνο το μαγικό κι έπεφτε το στάρι ομπρός της σωρός και τα θρυματισμένα στάχια επετούσανε κι εφεύγανε μακρυά.
Όλα τα θυμούμαι.
Και τη μύτη μου που ήτανε σαφί γεμάτη σκόνες και στάχυα θυμούμαι, και τα ρούχα μου που όλο με τσιμπούσανε θυμούμαι.
Μα πιότερο θυμούμαι τη νύχτα, που εκοιμούμουνε στο αλώνι, απάνω στα σακιά με το στάρι, για να μην έρθουνε κλέφτες και μας τα πάρουνε.
Κι αιστανόμουνε μεγάλος και τρανός, απού εφύλαγα το στάρι μας και τον βολόσυρο και τον γάιδαρο, άσχετα αν όλη τη νύχτα δεν έκλεινα μάτι αφού εξιπούμουνε σε κάθε τραβάγια που εγροίκουνα κι εθάρρουνα πως ήσανε οι κλέφτες που ‘τοιμαζότανε για την κλεψά.
Ολόκληρη ιεροτελεστία ήτανε το θέρος στση Γκαγκάλες και φαντάζομαι σ’ ολάκερη την Κρήτη, εκείνανα τα βλοημένα χρόνια της αυτάρκειας και της ολιγάρκειας.
Και θυμούμαι, σαν κι εδά, ίσαμ’ απάνω ξέχειλο το μεγάλο πιθάρι με τον βλοημένο καρπό, και στην απάνω μπάντα στρωμένα δαφνόφυλλα που μοσκοβολούσανε.
Κι ύστερα, εκόπιασε ο «πολιτισμός» κι έσερνε μαζί του όλα τα συμπράγκαλα του.
Ανάμεσα σ’ αυτά και το έτοιμο ψωμί, το χάσικο, του γερμανικού φούρνου.
Αυτό ήτανε και ο θάνατος του σταριού.
Κι ακλουθήσανε κι άλλα, κι άλλα θανατικά.
Ανάμεσα σ’ αυτά και τα όνειρα μου απάνω στον βολόσυρο και η ξωμονή μου στα σακιά με τον καρπό.
Πάνε κι αυτά τα όνειρα.
Εποθάνανε.
Εκαήκανε στση γερμανικούς φούρνους.
* Ο Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος με καταγωγή τις Γκαγκάλες της Μεσαράς