Για τον Αντώνη Ξυλούρη ή Ψαραντώνη έχουν γραφεί πολλά. Και για τον ίδιο και για τη μουσική του. Όσα και να έχεις διαβάσει όμως γι’ αυτό τον μεγάλο Κρητικό δάσκαλο τίποτε δεν συγκρίνεται με τον λιτό και αληθινό προφορικό του λόγο.
Οταν μιλάει για τη μουσική που όλα αυτά τα χρόνια τον ταξιδεύει στο αλώνι της. Και μαζί μ’ αυτόν κι εμάς που τον ακούμε. Με αφορμή τη συναυλία του στο Καλλιμάρμαρο το Documento έκανε μια μικρή συζήτηση με τον Ψαραντώνη, συζήτηση που θα μπορούσε να είναι ένα μεγάλο μάθημα για όσους θέλουν να αφοσιωθούν στην τέχνη που μιλάει με τον Θεό.
Aς ξεκινήσουμε από παλιά. Τι ήταν αυτό που σας μάγεψε στη μουσική;
Η ίδια η μουσική με μάγεψε, γιατί δεν υπάρχει άλλο καλό σ’ αυτό τον κόσμο, τόσο ωραίο σαν τη μουσική. Είναι ένα πάθος κι αν ξεκινήσεις μαθαίνεις πολλά απ’ αυτή. Και για την παράδοση και για τη ζωή την ίδια, και βλέπεις ότι απ’ αυτήν ξεκίνησαν όλα.
Πότε νιώσατε πρώτη φορά το κάλεσμά της;
Απ’ το δημοτικό σχολειό. Εμάθαινε ο Νίκος να παίζει, τραγούδαγε κιόλας και είχε ένα χάρισμα, έπαιζε ωραία. Τον άκουγα λοιπόν κι έτσι μπήκα κι εγώ μέσα στο αλώνι. Ο Νίκος πήγαινε σχολείο, εγώ δεν είχα αρχίσει ακόμη. Αλλά τον άκουγα να παίζει κρυφά με τις ώρες. Αργότερα, άρχισα να γρατζουνάω κι εγώ, και μ’ άκουσε μια μέρα και κατάλαβε ότι μου άρεσε η λύρα. Μ’ άφησε λοιπόν να παίξω με τη δικιά του. Αλλά πάντα μου έλεγε να την προσέχω, να μην της κάνω ζημιά. Εμένα μου άρεσε να ακούω τους άλλους, αλλά μετά που άρχισα να μαθαίνω μόνος ένιωσα πιο ωραία και να ευχαριστιέμαι πιο πολύ. Γιατί έτσι είναι, όταν παίζουν καλά οι άλλοι μπορούν να σε πάρουν μαζί τους και να σου δείξουν πράγματα. Αλλά όταν παίζεις εσύ καλά χαίρεσαι εσύ πιο πολύ απ’ όλους (γέλια).
Σε τι ηλικία κάνατε την πρώτη σας εμφάνιση; Τι θυμάστε ότι νιώσατε εκείνη τη φορά;
Ενιωσα μια μεγάλη χαρά γιατί ήμουνα 13 χρονών κι έπαιξα σ’ έναν γάμο στα Ανώγεια κι αυτό δεν το ξεχνώ ποτέ μου. Αυτή η χαρά μού έδωσε πολύ μεγάλη δύναμη κι από εκείνο το βράδυ δεν ήθελα να σταματήσω κι έτσι συνέχισα τον δρόμο μου.
Από τον Νίκο τον αδερφό σας τι άλλο θυμάστε πιο πολύ;
Ααα, τον Νίκο μας. Θυμούμαι αυτό που ήταν ο Νίκος γιατί ο Νίκος δεν ξεχνιέται, παιδί μου. Για όλους όσοι τον γνωρίσανε δεν φεύγει απ’ το μυαλό τους. Αλλά και προπαντός για εμάς που ήταν δικός μας, αδερφός μας. Απ’ αυτόν πήραμε, μάθαμε, αυτός με έμαθε να παίζω, όπως είπα. Τον άκουγα και μάθαινα και μετά στα κρυφά έπαιζα κι εγώ και εκείνος χαιρότανε που με έβλεπε να θέλω να μάθω μουσική. Μόνοι μας μάθαμε όλοι μουσική. Ακούγαμε τον Καλομοίρη στα Ανώγεια, τον δικό μας τον λυράρη τον πιο παλιό, τον Μανουρά τον Μανώλη, τον Πασπαράκη τον τυφλό και ήταν όλοι τους ωραίοι παίκτες. Απ’ αυτούς παίρναμε πράξη. Και μετά καθόμαστε και μαθαίναμε. Ο Νίκος πρώτος και πιο μετά εμείς.
Σήμερα τι είναι εκείνο που συνεχίζει να σας δίνει δύναμη για να συνεχίσετε αυτό το ταξίδι που ξεκινήσατε από 13 χρόνων;
Μόνο η μουσική, παιδί μου. Με βοηθάει και με κρατάει και αυτή με τραβάει στον δρόμο μαζί της. Η παράδοσή μας, βλέπεις, έχει ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο, η μουσική μας έχει φτάσει σε όλο τον πλανήτη. Και αυτήν τη μουσική την έχουνε πάνω απ’ όλα «περισπωμένη». Μια λύρα μου την πήρανε σε ένα μεγάλο μουσείο στην Αριζόνα στην Αμερική και την έχουνε πρώτη πρώτη, κοντά στην είσοδο, και περνάνε παιδιά και σχολειά και χιλιάδες κόσμος και βλέπουνε τα όργανα του κάθε λαού. Αυτήν τη λύρα την έβαλαν πρώτη πρώτη, την έχουνε αρχηγό. Γιατί αυτό είναι η λύρα: του Θεού το όργανο. Ετσι το λένε.
Εχετε παίξει σε πολλά ξένα φεστιβάλ και τους έχετε εντυπωσιάσει όλους. Πολλοί σπουδαίοι καλλιτέχνες μιλούν με θαυμασμό για εσάς.
Σε φεστιβάλ έξω, εκεί που παίρνουν έναν από κάθε χώρα, τον καλό όπως λένε, αυτόν που τον ακούς και χαίρεσαι γιατί έχει ψυχή, ζητούν εμένα απ’ την Ελλάδα – συνέχεια, παιδί μου. Και με πολλούς μουσικούς έχω καλή σχέση και μ’ αγαπούνε και τόσες φορές, όταν είμαι έξω, με φωνάζουν για να παίξω μαζί τους και στα δωμάτιά τους με φωνάζουν για να παίξω λύρα. Γιατί θέλουν και η λύρα να κάμει συζήτηση μαζί τους (γέλια). Μόλις την ακούσουν τη λύρα, την πιάνουν και τη φιλούνε και λένε του Θεού το όργανο. Ο Νικ Κέιβ, ο Ισπανός, ο Κινέζος, όλοι. Είναι μεγάλος δάσκαλος η λύρα. Είναι το πιο ιστορικό όργανο και έξω, να ξέρεις, εκτιμούν την ιστορία της πιο πολύ. Εδώ βλέπεις δεν τη μαθαίνουμε καλά την ιστορία μας, έξω τη μαθαίνουμε καλύτερα. Από εδώ ξεκίνησαν όλα… Δραβίδες Μινωίτες κάποτε είχανε στόλο μεγάλο και ήξεραν μουσική και θέατρο και φύγανε λέει με τον στόλο από την Ελλάδα και γυρίσανε τον κόσμο όλο. Και λένε ότι αυτοί ταξίδεψαν πρώτοι και έφτασαν σε μακρινά μέρη και η μουσική έφτασε κι αυτή μαζί τους. Κι έπαιζε κι ο Ορφέας κι ο Απόλλωνας μετά μαζί με τα τύμπανα των Κουρήτων και τους αυλούς· όλοι απ’ αυτήν τη λύρα γνώρισαν τη μουσική. Τα λένε στα φεστιβάλ αυτά, εδώ κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν, γιατί δεν θέλουν να μας πούνε σωστά την ιστορία μας. Μας την κρύβουνε.
Γιατί λέτε;
Εεε, έτσι είναι εδώ, παιδί μου. Αλλά η αλήθεια είναι ότι αυτοί οι αρχαίοι γυρίσανε τον κόσμο και μας δώσανε το φως του πολιτισμού. Η παράδοσή μας είναι πολύ δυνατή. Δεν νερώνεται. Είναι πάντα μαζί μας. Την κυνηγάνε βέβαια κι εδώ στην Ελλάδα γιατί ο κόσμος θέλει αυτά τα καινούργια, τα εύκολα τραγούδια, αλλά μετά έρχεται πάλι εκείνη, τα σπρώχνει με περιφρόνηση και είναι πάλι κοντά μας η παράδοση.
Κι εσείς ταξιδεύετε μαζί της και δίνετε ένα πολύ δυναμικό «παρών» στη μουσική σκηνή της χώρας μας. Τι σας δίνει δύναμη να συνεχίσετε αυτό το ταξίδι;
Εντάξει, ό,τι μπορούμε κάνουμε. Η δύναμη, παιδί μου, είναι στη μουσική. Η μουσική δεν έχει άκρη. Δεν έχει μέτρο η μουσική· που λένε μέτρα και κανόνες, αυτά είναι ψευτιές, μπορούν να τα μαθαίνουν όλοι. Οταν παίζεις ένα κομμάτι μουσική, δεν σκέφτεσαι πού τελειώνει, γιατί δεν έχει τέλος. Εχει ταξίδι, έχει στολίδια, έχει αυτοσχεδιασμούς, τρέλες έχει, όλα χρειάζονται. Αν είναι αυτό που λένε, από εδώ μέχρι εκεί, τότε αυτό είναι περιορισμός, δεν είναι χαρά. Αυτά, σου είπα, τα μαθαίνουν όλοι. Την ψυχή της μουσικής όμως θα τη μάθουνε; Το να είσαι καλλιτέχνης όμως, να αυτοσχεδιάζεις, να γεμίζεις, να στολίζεις, να φέρνεις ήχους άλλους μέσα στη μουσική, να παίζεις και να χαίρεσαι, αυτό πρέπει να το έχει ο άνθρωπος. Και πώς το έχει; Αυτά δεν μαθεύονται, δεν γράφονται στο χαρτί.
Το ταξίδι της μουσικής καμιά φορά είναι μοναχικό…
Το ταξίδι της μουσικής δεν έχει τέλος. Στον δρόμο βρίσκεις και φίλους, και προβλήματα, και μπορεί να είσαι και μονάχος σου. Χρειάζεται δύναμη για να αντέξεις, αλλά είναι ωραίο πράγμα η μουσική, το πιο ωραίο, και σε κρατάει αν την αγαπάς.
Πιστεύετε στον Θεό;
Θεός είναι η φύση, ο παλμός, ο ρυθμός. Δηλαδή η μουσική, γιατί χωρίς παλμό δεν υπάρχει τίποτε. Ούτε ζωή, ούτε νερό να πιούμε, ούτε τίποτε. Δεν υπάρχει χαρά χωρίς μουσική. Αμα μπορώ να βλέπω τη φύση κάθε μέρα ξέρω ότι θα πάρω και θα δώσω. Μουσική, ή κάτι να πούμε, να γράψουμε και να το δώσουμε να το διαβάσουν ή να το ακούσουν κι άλλοι. Αυτή είναι ο Θεός. Η φύση τα δίνει όλα. Ποιος άλλος;
Τι έχετε αγαπήσει παράφορα στη ζωή σας;
Αααα, τη φύση (γέλια).
Ποια εποχή σας αρέσει πιο πολύ;
Αααα, εμένα μ’ αρέσουν όλες οι εποχές. Και το να βρέχει και να χιονίζει. Γιατί εμάς δεν μας χιονίζει τον χειμώνα και μ’ αρέσει πολύ το χιόνι. Το χιόνι είναι ευλογία. Είναι καθαρό και αγνό πράμα. Και έρχεται και καθαρίζει τα πάντα.
Από τις χώρες που έχετε ταξιδέψει ποια σας έκανε πιο πολύ εντύπωση;
Να σου πω, όλες μου αρέσουν, καμία δεν θέλω να ξεχωρίσω. Η καθεμιά έχει τις ομορφιές της, παντού υπάρχουν ωραία μέρη. Αλλά θα πρέπει να σου πω ότι σκέφτομαι πως η Ελλάδα είναι στο καλύτερο σημείο του κόσμου. Είμαστε μια πανέμορφη χώρα, η πιο ιστορική, γεμάτη ομορφιές που όλοι θαυμάζουν.
Μιας και μιλάμε για την Ελλάδα, τη σημερινή κατάσταση της χώρας πώς τη βλέπετε;
Ε, μα δεν τα βλέπεις κι εσύ, τι να σου πω εγώ; Ολοι παραπονιούνται. Αυτά βλέπω και δεν μ’ αρέσουν. Δεν ξέρω πού θα πάει όλο αυτό.
Εσείς έχετε κάποιο παράπονο;
Ε, αφού παραπονιέται ο κόσμος με κάνουν κι εμένα να παραπονιέμαι γι’ αυτούς. Τι να σου πω, παιδί μου; Δεν ξέρω αν θα αλλάξουν τα πράγματα. Μπορεί ναι… Μακάρι, αυτό λέω μόνο. Θα το δούμε. Δεν θέλω να αλλάξει τίποτε, δεν παραπονιέμαι για τίποτε, θέλω μόνο να μείνει ο κόσμος ήσυχος, να μη στενοχωριέται και να μη δημιουργούνται προβλήματα σ’ αυτήν τη χώρα. Ναι, πάντα υπήρχαν τα προβλήματα αλλά σήμερα όλοι παραπονιούνται ότι υπάρχουν τόσα πολλά, πιο πολλά από παλιά. Αυτά ακούω κι αυτά σκέφτομαι. Και δεν μ’ αρέσουν…