Γράφει ο Μιχάλης Στρατάκης*
Πρώτη μέρα της σχολικής χρονιάς σήμερα, κι εγώ αναστορούμαι.
Στην πρώτη δημοτικού, στις Μοίρες, είχα βρει έναν πολύ ωραίο τρόπο να ξεχωρίζω από τα άλλα παιδιά.
Η δασκάλα μας, η κυρία Ιωάννα, έμενε αρκετά μακριά από το σχολείο.
Πήγαινα λοιπόν κάθε μέρα και την έστηνα έξω από το σπίτι της και μόλις την έβλεπα να βγαίνει για να πάει στο σχολείο, έτρεχα κοντά της.
«Κυρία, κυρία, το κλειδί» της έλεγα.
Αυτή ήξερε.
Μου έδινε ένα μεγάλο κλειδί και εγώ έτρεχα αστραπή μέσα από τα χωράφια στο σχολείο και ξεκλείδωνα την πόρτα.
Την πόρτα του παραδείσου αν ξεκλείδωνα, τέτοια ευτυχία δεν θα αισθανόμουν.
Ένοιωθα ότι όλα τα παιδιά που ήταν συγκεντρωμένα έξω από το σχολείο, μόλις και μετά βίας αυτοσυγκρατούνταν και δεν σήκωναν στα χέρια για το απίστευτο κατόρθωμά που είχα κάνει.
Αυτό γινόταν κάθε μέρα. Κάθε μέρα γινόμουν ο ήρωας του σχολείου.
Απορούσα γιατί η κυρία μας συνέχεια μας μιλούσε για το κρυφό σχολειό και καμιά φορά δεν μας είπε τίποτα για το φανερό, η λειτουργία του οποίου οφειλόταν αποκλειστικά και μόνο σε εμένα τον κλειδοκράτορα.
Όλα όμως τελείωσαν μια βροχερή μέρα που ο Θεός είχε αποφασίσει να αδειάσει όλα τα φλασκιά του πάνω στις Μοίρες.
Παρά την καταρρακτώδη βροχή, εγώ ήμουν πάλι απίκο έξω από την πόρτα της κυρίας Ιωάννας. Δεν μπορούσα να εγκαταλείψω την αποστολή μου και το χρέος μου.
Αν δεν ξεκλείδωνα εγώ την πόρτα του σχολείου, πως θα μάθαιναν τα γράμματα και δεν θα έμεναν κούτσουρα απελέκητα τα παιδιά του χωριού;
Η δασκάλα, για ακόμα μια φορά μου απένειμε το κλειδί του σχολείου και εγώ άρχισα να ‘γλακώ μέσα από χωράφια που είχαν μεταβληθεί σε λασπότοπο. Παρά τις αντίξοες καιρικές συνθήκες και τα ακραία καιρικά φαινόμενα, έφτασα κάποτε στο σχολείο, ξεχωρίζοντας κυριολεκτικά από τα άλλα παιδιά.
Η διαφορετικότητά μου συνίστατο στο ότι τα άλλα παιδιά ήταν κανονικά παιδιά, ενώ εγώ ήμουν ένας σωρός λάσπης που περπατούσε.
Τι να κάνουμε όμως; Αυτά έχουν οι επικίνδυνες αποστολές.
Μόνο που σαν ετοιμάστηκα να ξεκλειδώσω την πόρτα, όλα τα αστροπελέκια του ουρανού έπεσαν στην κεφαλή μου.
Το κλειδί δεν βρισκόταν στην τσέπη μου. Φαίνεται ότι έτσι όπως έτρεχα πάνω στις λάσπες και οι λάσπες έτρεχαν πάνω σε μένα, μου ‘πεσε το κλειδί και άντε βρες το.
Μιλάμε για μεγάλη ξεφτίλα του κλειδοκράτορα του σχολείου. Ευχόμουν να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Τα αχάριστα παιδιά, οι συμμαθητές μου, που σ’ εμένα χρωστούσαν την -έστω μέχρι εκείνη την ημέρα- μόρφωσή τους ντε και καλά ήθελαν να με δείρουν.
Εμένα, τον ήρωά τους.
Ευτυχώς όταν έφτασε η κυρία Ιωάννα ηρέμησαν τα πνεύματα.
Με έναν τρόπο πολύ απλό.
Ναι μεν δεν υπήρχε κλειδί για να ξεκλειδώσει την πόρτα, όμως μια χαρά την άνοιξε σπρώχνοντας την λίγο παραπάνω.
Έτσι ήταν τότε οι κλειδαριές ασφαλείας.
Έκτοτε, στο σπίτι της δεν ξαναπήγα.
* Ο Μιχάλης Στρατάκης είναι συνταξιούχος Δημοσιογράφος με καταγωγή από τις Γκαγκάλες της Μεσαράς.