Του Ἀντώνη Κουτεντάκη, Λειτουργιολόγου, ὑπ. Διδάκτωρα Ιστορίας
Ἡ ἑορτὴ τοῦ Πάσχα εἶναι εὐρύτερα γνωστὴ καὶ συναντᾶται ἀρχικῶς στὸν Ἰσραηλιτικὸ λαό. Ὡς λέξι προέρχεται ἀπὸ τὴν ἐβραϊκὴ «Πεσάχ» ἡ ὁποία σημαίνει «πέρασμα». Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Ἰσραηλίτες ἐπέλαξαν νὰ δώσουν αὐτὴ τὴν ὀνομασία στὴν ἐπετειακὴ ἀνὰ χρόνο ἑορτή τους ποὺ γινόταν καὶ γίνεται, σὲ σταθερὴ σεληνιακὴ ἡμερομηνία, μὲ συγκεκριμένο συμβολικὸ τελετουργικό, εἰς ἀνάμνησιν τῆς ἐξόδου τῶν Ἐβραίων, ἡγουμένου τοῦ Μωυσέως, ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ τὸ πέρασμα τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης. Αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ πέρασμα εἶναι γιὰ ἐκείνους τὸ πέρασμα ἀπὸ τὴν δουλεία πρὸς τὴν ἐλευθερία.
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ὡς Ἐβραῖος στὸ θρήσκευμα καὶ τὸ γένος, σύμφωνα μὲ τὶς μαρτυρίες τῶν ἱερῶν Εὐαγγελιστῶν, κάθε χρόνο μετεῖχε στὴν ἑορτὴ αὐτή, ἀκολουθώντας κὶ Ἐκεῖνος κατὰ γράμμα τὸ τελετουργικὸ αὐτό. Μόνον κατὰ τὸ τελευταῖο πάσχα δὲν ἀκολούθησε τὸ γράμμα τοῦ νόμου, ἀφοῦ σκοπὸ εἶχε νὰ καταργήσῃ τὸν νόμο καὶ νὰ φέρῃ τὴν χάρι.
Κατὰ τὸν πολὺ Νικηφόρο Κάλλιστο Ξανθόπουλο, ὁ ὁποῖος μὲ εὐαγγελικὴ ἀκρίβεια καὶ περισσῆ σοφία ἔχει ὑπομνηματίσει τὰ συναξάρια τοῦ Τριωδίου καὶ τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, ὁ Κύριος τὸ τελευταῖο πάσχα δὲν τὸ ἑώρτασε κατὰ τὴν Παρασκευή, ἀλλὰ τὸ βράδυ τῆς Πέμπτης, ἀφοῦ κατὰ τοὺς Ἐβραίους ἐλογίζετο ὡς μία ἡμέρα. Ἔπρεπε ὁ τύπος νὰ προηγηθῇ τῆς οὐσίας. Τὸ νομικὸ πάσχα δηλαδὴ ἔπρεπε νὰ προηγηθῇ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Τότε, ἀφοῦ ἑώρτασε τὸ πάσχα μὲ τὸ δεῖπνο ποὺ ὥριζε ὁ μωσαικὸς νόμος, ἐτέλεσε τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο μὲ τὰ γνωστὰ σὲ ὅλους περιστατικὰ ποὺ ἔλαβαν ἐκεῖνο τὸ βράδυ χώρα μέχρι τὴν σύλληψι στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆς.[1]
Ἀκολούθησε ἡ παραπομπὴ στὸν ἀρχιερέα, ἡ παράνομη δίκη, οἱ ἐμπαιγμοί, ἡ σταύρωσι τὴν τρίτη ὥρα τῆς Παρασκευῆς, ἡ παράδοσι τῆς θείας ψυχῆς κατὰ τὴν ἐννάτη ὥρα τῆς ἰδίας ἡμέρας, ὁ λογχισμός, ἡ ἀποκαθήλωσι καὶ ὁ ἐνταφιασμὸς στὸν καινούριο τάφο τοῦ Ἰωσὴφ κατά τὴν νύκτα τῆς Παρασκευῆς, ξημερώνοντας Σάββατο, τὸ ὁποῖο ἦταν μεγάλη ἀργία γιὰ τοὺς Ἐβραίους. Ἔτσι καὶ ὁ Κύριος κατέπαυσε κατ’ αὐτὴν τὴν ἡμέρα στὸν τάφο ὅπως εἶχε καταπαύσει καὶ κατὰ τὴν ἑβδόμη ἡμέρα μετὰ τὴν δημιουργία τοῦ κόσμου.
Κατ’ αὐτὸν τὸν ἀτιμωτικὸ τρόπο ὁ Θεάνθρωπος Κύριος παρεδόθη στὸν θάνατο γιὰ νὰ τὸν καταργήσῃ. Εἰσῆλθε στὸν Ἅδη γιὰ νὰ τὸν συλλήσῃ. Ἡ θεότητα τοῦ Κυρίου, μὴ περιοριζομένη τοπικά, συνέχισε νὰ εἶναι συγχρόνως μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τῆς Παναγίας καὶ Ζωαρχικῆς Τριάδος μὴ διαιρουμένης. Στὸν Παράδεισο μὲ τὸν σεσωσμένο ληστή, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν ἐγκαινίασε μετὰ τὴν ἔξωσι τοῦ Ἀδάμ. Στὸ νεκρὸ σῶμα, τὸ ὁποῖο δὲν ἔπαυσε στιγμὴ νὰ εἶναι ἑνωμένο μὲ τὴν θεότητα, καὶ ὡς ἐκ τούτου νὰ μὴν ὑποστῇ διαφθορά, ἤτοι ἀλλοίωσι. Καὶ ἐπίσης μὲ τὴν ψυχὴ ποὺ εὑρίσκετο στὸν Ἅδη παντοδύναμη νὰ τὸν συντρίψῃ.
Ἀπὸ τὸν Ἅδη ἐξερχομένη ἡ ψυχὴ καὶ ἑνουμένη πάλι μὲ τὸ ζωοποιούμενο καὶ ζωοποιοῦν θεῖο σῶμα συνανήλκυσε μαζί της ὅλες τὶς ψυχὲς τῶν δικαίων ποὺ περίμεναν τὴν ἔλευσι τοῦ Κυρίου καὶ τὶς ψυχὲς ποὺ εἶχαν μετανοήσει λόγῳ τοῦ κηρύγματος τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, ἡ ψυχὴ τοῦ ὁποίου ἐκήρυττε μετάνοια καὶ στὸν Ἅδη γενόμενος καὶ ἐκεῖ Πρόδρομος τοῦ Κυρίου, καὶ τὶς εἰσήγαγε στὸν Παράδεισο.
Ἡ Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου προφητεύεται καὶ ὀνομάζεται τριήμερη ὡς ἑξῆς: Πρώτη ἡμέρα λογίζεται τὸ ἀπόγευμα τῆς Παρασκεῦης,δεύτερη ἡμέρα θεωρεῖται ἀπὸ τῆς δύσεως τῆς Παρασκευῆς ἕως τῆς δύσεως τοῦ Σαββάτου,τρίτηδὲ ἡμέρα ἐκλαμβάνεται ἡ νύχτα ἀπὸ τῆς δύσεως τοῦ Σαββάτου ἕως τοῦ μεταμεσονυκτίου τῆς Κυριακῆς, κατὰ τὸ ὁποῖο ἐπραγματοποιήθη καὶ ἡ ζωηφόρος Ἀνάστασι. Ἂς μῆν ξεχνοῦμε τὸν τρόπο μετρήσεως τοῦ ἡμερονυχτίου τῆς ἐποχῆς, τὸ ὁποῖο ξεκινοῦσε ἀπὸ τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου τῆς προηγουμένης καὶ πὼς «ἀπὸ τοῦ μέρους τὸ ὅλον λογίζεται». Μία ἄλλη ἑρμηνεία περὶ τῆς τριημέρου Ἀναστάσεως εἶναι τὸ ὅτι ὁ Κύριος, παρὰ τὶς γραφές, δὲν μποροῦσε νὰ περιμένῃ τὴν παρέλευσι τριῶν ὁλοκλήρων εἰκοσιτετραώρων καὶ ἀνέστη νωρίτερα θέλοντας νὰ εὐεργετήσῃ γρηγορότερα τὸ ἀνθρώπινο γένος.[2]
Ἡ πρώτη ἡ ὁποία ἔμαθε περὶ τῆς ἀναστάσεως ἦταν ἡ Κυρία Θεοτόκος. Ἐκείνη ποὺ δὲν ἐγατέλειψε τὸν μονάκριβο Υἱό Της καθ’ ὅλο τὸ πάθος ἔπρεπε καὶ νὰ βιώσῃ πρώτη τὴν χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως καθημένη ἀπέναντι τοῦ τάφου μαζὶ μὲ τὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνή[3]. Μετὰ τὸ μεσονύκτιο, καὶ συγκεκριμένα περὶ τὴν ἑβδόμη ὥρα τῆς νυκτός, βάσει τῆς ἑρμηνείας τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου στὸν ΠΘ΄ (89) κανόνα τῆς ΣΤ’ Οἰκ. Συνόδου[4], ἔγινε σεισμὸς καὶ Ἄγγελος κατέβηκε καὶ κύλησε τὸν λίθο ἀπὸ τὴν θύρα τοῦ μνημείου. Οἱ φύλακες δὲ ἔντρομοι ἐτράπησαν σὲ φυγή. Ἀκολουθοῦν οἱ λοιπὲς μυροφόρες, οἱ ὁποῖες πῆγαν στὸν τάφο τοῦ Κυρίου τους, ὅταν ἀνέτειλε πλέον ὁ ἥλιος[5].
Οἱ μυροφόρες ἔγιναν ὅλες αὐτόπτες καὶ αυτήκοοι μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως. Ἦταν ἐκεῖνες πού, μαζὶ μὲ τὴν Ὑπέραγνο Μαρία, πρῶτες εἶδαν τὸν κενὸ τάφο καὶ τοὺς λευκοφορεμένους Ἀγγέλους, ἄκουσαν τὸ «Ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε»[6] ἀπὸ τὸν Ἄγγελο καὶ τὸ «Χαίρετε»[7] ἀπὸ Αὐτὸν τὸν Ἀναστάντα Κύριο. Ἐκεῖνες διέδωσαν στοὺς κρυμμένους καὶ φοβισμένους μαθητὲς καὶ τὸν Πέτρο τὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν σειρά τους ἔτρεξαν νὰ δοῦν τὸν κενὸ τάφο καὶ τὰ σουδάρια[8].
Ὁ Ἀναστὰς Κύριος συνομιλεῖ ἀρχικὰ μὲ τὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνὴ[9] καὶ τὸ ἀπόγευμα τῆς Κυριακῆς μὲ τοὺς δέκα Μαθητὲς ἀπόντος τοῦ Θωμᾶ.[10] Συνολικὰ δὲ οἱ καταγεγραμμένες ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστάντος Κυρίου μέχρι τὴν ἀνάληψι εἶναι ἕνδεκα, ποὺ σκοπὸ ἔχουν τὴν τράνωσι τοῦ γεγονότος τῆς ἐγέρσεώς Του καὶ τὴν φροντίδα πρὸς τοὺς μαθητές Του.
Ἡ Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου, ὡς αδιαμφισβήτητο γεγονὸς ἀποτελεῖ τὴν πεμπτουσία τῆς πίστεώς μας καὶ τὸν θεμέλιο λίθο ὅλου τοῦ οἰκοδομήματος τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος θέλοντας νὰ δείξῃ τὴν σημασία τῆς Ἀναστάσεως ὡς ἱστορικὰ πραγματικοῦ γεγονότος ἐμφαντικὰ θὰ πεῖ «εἰ δὲ ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ ἔστιν, οὐδὲ Χριστὸς ἐγήγερται· εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, κενὸν ἄρα τὸ κήρυγμα ἡμῶν, κενὴ δὲ καὶ ἡ πίστις ἡμῶν»[11].
Τὸ μεγαλεῖο τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου δὲν ἔγκειται σὲ αὐτὸ τοῦτο τὸ ἱστορικὸ γεγονός. Ἄλλωστε δὲν εἶναι ἡ πρώτη, ἀλλὰ ἡ ἑβδόμη καταγεγραμμένη ἀνάστασι τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Μὲ τὴν βασικὴ διαφορὰ βεβαίως πὼς οἱ πρὸ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ἀναστάντες κατέληξαν πάλι στὸν θάνατο, ἐνῷ ὁ Κύριος ὄχι.
Ἡ σημασία τῆς Ἀναστάσεως εὑρίσκεται στὰ ἀποτελέσματά της. Μὲ τὴν Ἀνάστασι τοῦ δευτέρου Ἀδάμ συνανασταίνεται ὁ πρῶτος Ἀδάμ καὶ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Καταπατεῖται ὁ διάβολος, καταργεῖται ὁ θάνατος, ἀνοίγει ὁ παράδεισος ξανὰ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἀποκαθίσταται ἡ διασαλευμένη σχέσι τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸνΔημιουργὸ καὶ Ἀναδημιουργό του. Ἡ δὲ ἀνάστασι ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν νεκρῶν γίνεται δόγμα καὶ προσδοκία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Ἀνάστασι γίνεται τὸ καινούριο Πάσχα. Τὸ πέρασμα ἀπὸ τοῦ θανάτου στὴν ζωή. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀποτελεῖ τὴν μεγίστη ἑορτὴ τῆς ὀρθοδόξου καθολικῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἑορτάζεται μόνη αὐτὴ ἐπὶ 40 ἡμέρες καὶ κάθε Κυριακὴ ὅλο τὸν χρόνο,ἐνῷ εἶναι στεφανωμένη μὲ τὰ πιὸ ὄμορφα καὶ σπάνια ἄνθη τῆς ὑμνολογίας. «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος», διότι
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
[1]Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάς, Ἐκδ. Βασ. Ῥηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 20044, σ. 168 κ.ἑξ.
[2] Αὐτόθι, σ.354 κ.ἑξ.
[3] Βλ. Ματθ. Κζ΄ 61.
[4]Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πηδάλιον, Ἐκδ. Βασ. Ῥηγοπούλου, Θεσσαλονίκη, σ.297-298.
[5] Βλ. Μᾶρκ. Ιστ΄.
[6] Μᾶρκ. Κζ΄ 6.
[7] Ματθ. Κη΄9.
[8] Βλ. Λουκ. Κδ΄12.
[9] Βλ. Μᾶρκ. Ιστ΄
[10] Βλ. Ἰωάν. Κ΄19.
[11] Α΄Κορ. Ιε΄13-14.
Πηγή: arxon.gr