Παλιά συνήθεια ήταν τότε στά χωριά της Κρήτης, όταν γύριζε τό δειλινό ό άντρας άπό τά χωράφια, νά του ‘χει η γυναίκα ετοιμάσει χλιαρό νερό, νά σκύβει και νά του πλένει τά πόδια.
Ένα δειλινό γύρισε ό παππούς μου κατακουρασμένος από τη δουλειά, κάθισε στην αυλή,
κι ήρθε η γυναίκα του με μια λεκάνη χλιαρό νερό, γονάτισε μπροστά του κι άπλωσε να του πλύνει τα σκονισμένα πόδια.
Ό παππούς μου τήν κοίταξε μέ συμπόνια, είδε τά χέρια της πού τά ‘χε φάει η καθημερινή λάτρα του σπιτιού, είδε τά μαλλιά της πού είχαν αρχίσει κι άσπριζαν, γέρασε πιά η κακομοίρα, συλλογίστηκε, άσπρισαν τά μαλλιά της στά χέρια μου, τή λυπήθηκε.
Σήκωσε τό πόδι, έδωκε μιά στή λεκάνη το νερό και τήν αναποδογύρισε.
«Άπό σήμερα και πέρα, γυναίκα» είπε «δέ θά μου πλένεις τά πόδια- δέν είσαι μαθές δούλα μου, γυναίκα μου είσαι και κυρά μου»
“Ό Θεός νά συχωρέσει τήν ψυχή της”, τόν άκουσα νά λέει μιά μέρα.
“Ποτέ δέ μου χάλασε χατίρι. Μονάχα μιά φορά…”
Σώπασε, αναστέναξε, και σε λίγο:
“Κάθε δειλινό μαθές έβγαινε στο κατώφλι και μέ περίμενε νά γυρίσω άπό τά χωράφια- έτρεχε, μου ‘παίρνε τά σύνεργα από τον ώμο, να με ξαλαφρώσει, και μπαίναμε μαζί στο σπίτι…
Μά ένα δειλινό τό ξέχασε, δέν έτρεξε, κι η καρδιά μου ράγισε… ”
Και πια, κάθε πού έρχουνταν ό παππούς μου στο σπίτι έφερνε τήν άθιβολή της και τά μάτια του βούρκωναν.
Τήν αγαπούσε και τή σέβουνταν.
Νίκος Καζαντζάκης
«Αναφορά στον Γκρέκο»
Κεφ. Γ΄. «Μάνα»