Ητο μήν Απρίλιος του σωτηρίου έτους 1821, παραμοναί δε της μεγίστης της Χριστιανωσύνης εορτής, της Αναστάσεως του Κυρίου, και παρά ταις βορειοδυταικαίς της παλαιμάχου Κρήτης πλευραίς αντήχει ήδη από μηνός κατά θείαν ευδοκίαν η ηρωοτερπής των όπλων περί των όλων κλαγγή. Δέος και κατάπληξις κατείχε τας ψυχάς των εν ταις πόλεσι της νήσου ενοικούντων Χριστιανών εκ τε των γινομένων έξω αυτών και εκ της κατʼ ακολουθίαν αγριωπής και απειλητικής στάσεως των εν αυταίας Μουσουλμάνων, οίτινες μεθʼ όλας τας αγαθάς πολλάκις προσπαθείας των σουλτάνων και των βεζυρών αυτών δεν ήσαν τόσον, ως γνωστόν, ευμάλακτοι την ψυχήν και επιεικείς. Διεδίδετο μάλιστα μετʼ επιτάσεως τότε, ότι οι ξεκουκούλωτοι (Ούτως εκαλούντο οι αγριώτεροι και θηριωδέστεροι ούτοι των γενιτσάρων του κόσμου, διότι δεν έφερον κάλυμμα (κουκούλι) λεγόμενοι εβουλεύοντο να επιπέσωσιν, αρμπεντέ, ως έλεγον, ποιούντες, κατά των εν τοις ναοίς εκκλησιαζομένων ένεκα των αγίων παθών Χριστιανών, αφού ήθελεν επανέλθη από τον Μωριά το εκπεμφθέν πλοιάριον (το οποίον ειρήσθω εν παρόδω δεν επανέκαμψε χάριτι των Μανιατών), και ήθελε μάλιστα βεβαιώση τα κατά την Στερεάν επαναστατικά κινήματα. Οι αγαθοί εκείνοι Κρήτες Τούρκοι έπνεον μένεα κατά των συμπατριωτών αυτών Χριστιανών, ού μόνον διότι πλείστοι αυτών, ως πασίγνωστον, ήσαν νεόφυτοι, γυρίσματα, αλλά και διότι επεζήτουν πρόσφορον αφορμήν να εκδικηθώσι τελείως δια τα γενόμενα πρός τινα περιστολήν αυτών, ανοικονομήτων καταστάντων, πρότινων ετών υπό του ικανού και αξίου, δικαίου και αυστηρού Μικρασιανού Χατζή-Οσμάν-Πασσά.
Εν τοιαύτη δεινότητι πραγμάτων, επί ξυρού όντως ακμής αυτών εν Κρήτη ισταμένων, ένθεν μέν ηκούσθη, ότι εγένοντο άφαντοι οι καταζητούμενοι εκ Θερίσου της Κυδωνίας τρεις ηρωϊκοί αδελφοί Χάλιδες Βασίλειος, Ιωάννης και Στέφανος, οι κοινώς υπό των Μουσουλμάνων λαοταράκται και ραδιούργοι τότε αποκαλούμενοι και εις Σφακία δια τα περαιτέρω προσφυγόντες, ένθεν δε ότι έφθασεν εκ Μεσσαράς Ηρακλείου εις Χανία τίς; Ο Χουσεΐν-Αγάς.
Τίς ούτος ο Χουσεΐν-αγάς, ο εμψυχώσας και επενθαρρύνας τότε έτι μάλλον τους άλλως τε περιβοήτους και αρκούντως θρασείς των Χανίων ξεκουκουλώτους μας; Ουδέν πλέον, ουδέν έλασσον ή η κατά το φαινόμενον άκρα ξεκουκουλοσύνη, η κατά θαυμάσιον και απίστευτον τρόπον προσποιητή άκρα θηριωδία και αιμοδιψία. Ινα λάβη τις σαφή ιδέαν περί της φαινομενικής ποιότητος του εκ Γόρτυνος αγά τούτου, ως κοινώς αυτόν εθεώρουν ού μόνον οι Χριστιανοί (ελαχίστων πάνυ εξαιρουμένων, ως μεμυημένων εις τα κατʼ αυτόν), αλλά και οι εν πίστει πιστοί, αρκεί να ρηθή, ότι προηγείτο πάντοτε αυτού η φήμη, ότι έρχεται ο Χουσεΐν-αγάς, και ώφειλον πάντες, ενώ εισερχόμενος εις Χανίαν ήλαυνεν από ρυτήρος με την μαύρην του φοράδαν, την οποίαν τρέχουσαν μανιωδώς πολλάκις άφηνε να φεύγη υπό τα σκέλη του, ενώ αυτός έμενε και ίστατο όρθιος και απειλητικός, ώφειλον λέγομεν πάντες ού μόνον να παρεκκλίνωσι και παραμερίζωσιν από του ούτω δαιμονιώντος και διελαύνοντος γιανιτσάρου και κορυφαίου των ξεκουκουλώτων, αλλά και να κατακλείωσι πατείς με πατώ σε και εργαστήρια και παντός είδους καταστήματα, και αι οδοί να ερημώνται, διότι η εισέλασις αυτού εθεωρείτο συνήθως ως προάγγελος παρασκευαζομένης ή επικειμένης τινός συμφοράς και σφαγής. Ητο μέτριος το ανάστημα, μελάγχρους την όψιν και ωχρός, ούλην και μέλαιναν έχων την τρίχα, στρογγύλον δε μάλλον το πρόσωπον, και ούτω τους μύς του σώματος συνεστραμμένους και νευρώδεις, ώστε εκ της άκρας αυτών δραστηκότητος και ευκινησίας διωλίσθαινεν απιστεύτως ως έγχελυς ή όφις πανταχού και εν οφθαλμού ριπή. Το δη μέγιστον, εφημίζετο και ήτο πλουσιώτατος των κατά την ανατολικήν και κατά τινας και καθʼ άπασαν την Κρήτην Μουσουλμάνων και Χριστιανών, και το σπουδαιότατον, ηρίθμει εν τω μεγάλω και πολυκλάδω αυτού οίκω, ού εθεωρείτο γενάρχης, υπέρ τους εβδομήκοντας καθεστηκότας ήδη άνδρας, ενιδρυμένους εν τη κώμη της Μεσσαράς Κουσέ και τοις περί αυτήν.
Τί δε εζήτει και ήθελεν από του άκρου της Κρήτης εις Χανία ο Χουσεΐν-αγάς εν ούτω χαλεποίς καιροίς; Περί τούτου άλλοι αλλʼ αντʼ άλλων έλεγον, όπως έκαστος περί αυτού είχε γνώμης και γνώσεως. Ουδείς όμως εγίνωσκε τα διαβούλια του θερμουργού και ρέκτου ανδρός, ειμή οι μετʼ αυτού ολίγοι μεμυημένοι εις τα μυστήρια της υψηλής και μεγάλης υποθέσεως, οποία ήτο η ανάστασις έθνους, το οποίον φθονηθέν και μυριοτρόπως και κακεντρεχώς καταδιωχθέν και κακωθέν, αφείθη να ποδοπατηθή τοσούτον χρόνον αναξίως της ανθρωπότητος και των μεγάλων εκδουλεύσεων και υπηρεσιών, τας οποίας προς αυτήν προσήνεγκεν. Ο Χουσεΐν-αγάς εζήτει τέλος μετά τοσαύτας μέχρι τούδε αποπείρας, καθʼ ά η αληθής του Ελληνισμού και της Κρήτης ιστορία διαλαμβάνει, να άρη όπως όπως τον σταυρόν πλέον επʼ ώμων, τον οποίον μέχρι τούδε ενέκρυπτεν ές απολύτου ανάγκης και πολλάκις υπʼ άλλων πιεζόμενος εν τη καρδία του στήθους. Ηλθεν εγγύτερον εις το θέατρον του αρξαμένου εθνικού δράματος, όπως ακούση εκ του σύνεγγυς τους γλυκυφθόγγους της Λαύρας ήχους, όπως ενωτισθείς αυτούς, πεισθή περί της προσδοκωμένης από τούτου χρόνου απολυτρώσεως και επιγείου αναστάσεως του έθνους αυτού. Εις Χανία ερχόμενος έδιδε προς τούτοις την χείρα εις τους περί τον Καλλίνικον και τον Μελχισεδέκ και τους άλλους τους εν τη πόλει φιλικούς, συνεννοείτο δε μετά των εν Ρίζαις και Σφακίοις ετοιμοπολέμων στρατιωτών της πίστεως και της πατρίδος.
Η σπουδαία αύτη μέριμνα και επιμονή προς ασφαλή και βεβαίων εξιχνίασιν παντός προς την υπόθεσιν σχετικού κατέλαβε τον Χουσεΐν-αγά εν Χανίοις την μεγάλην του Πάσχα ημέραν. Ωφειλε δʼ εκ παντός τρόπου να κοινωνήση των Αχράντων Μυστηρίων, και επί τούτω δε εδίστασε να υπεισδύση εις τον μοναδικόν εν τη πόλει και πενιχρόν των Αγίων Αναργύρων ναόν, παρατηρήσας την εν αυτώ εν τη νυκτί εκείνη εκ του φόβου ερημίαν. Εν τούτοις οι εκκλησιαζόμενοι ευάριθμοι, ιδόντες αυτόν, ήρξαντο οι μεν να τρέμωσι και σταυροκοπώνται, οι δε να αποσύρωνται και απέρχωνται, θεωρήσαντες αυτόν πρόδρομον εφόδου γενικωτέρας και καταστροφής. Αλλʼ ο Χουσεΐν-αγάς διωλίσθησεν, είρπησεν ούτως ειπείν αφανής και αόρατος μέχρι της αριστεράς του ιερού πύλης. Ενταύθα στας εξέβαλε τα εν τη οσφύϊ αυτού όπλα, και θείς αυτά ησύχως και αψοφητί χαμαί και συσταλείς εν τη γωνία, προεκάλει δια νευμάτων, προτείνων την κεφαλήν συνεχώς εντός του ιερού μετʼ επιτηδείας προφυλάξεως, τον ιερουργούντα Κυδωνίας Καλλίνικον, όπως κοινωνήση αυτόν. Τούτου τέλος επιτηδείως και ούτως ειπείν αοράτως γενομένου, απέπτη σχεδόν ο τέως νομιζόμενος φοβερός και τρομερός και κορυφαίος των ξεκουκουλώτων γενιτσάρων Χουσεΐν-αγάς, αφείς καταπλήκτους τους εκκλησιαζόμενους, ών οι μεν ενόμιζον ότι είδον όραμα, οι δʼ ότι κατασκεοπεύσας απήλθεν, όπως οδηγήση εις τον ναόν τους ορτάκιδες και αρκαντάσιδές του.
Αλλʼ ο Χουσεΐν-αγάς εξελθών του ναού δεν ενόει να απέλθη ή αφού τελείως και τυπικώς ήθελε τελέση πάσας τας κατά το Πάσχα και κατʼ οίκον τελουμένας διατυπώσεις, ως έθος ήν και αυτώ εν Κουσέ, όπου εν ναοίς και αγιαστηρίοις υπογείοις και αποκρύφοις ύμνει τον Θεόν των πατέρων, και εν τω ηγεμονικώ αυτού οίκω διεξήγε πάντα τα κατά τας χριστιανικάς εορτάς ειθισμένα. Εν Χανίοις τότε δεν κατώκουν πολλαί χριστιανικαί οικογένειαι, πολλά αυτών εκ μαύρων και πικρών χρόνων ή εξαφανισθείσαι ή εις την αλλοδαπήν εκφυγούσαι ή και εν αγροίς έσω το πολύ διαιτώμεναι, ως η του Ρικάκη, του Μανώλα, του Ζιμβρακάκη και άλλαι.
Εντός της πόλεως παρέμενον συνεσταλμέναι και ανά πάν βήμα του αμειλίκτου συμπολίτου ξεκουκουλώτου υποτρέμουσαι πάνυ ολίγαι αλλά τα μάλα διαπρεπείς, οίαι η του Χατζή-Νικολού, του Γραμματικού, του ντετοράκη Ν. Ρενιέρη, του Ηλιάκη, του Σποντή, του Δανέζη, των Κυδωνάκιδων, του Χατζή-Τζαννή, Ρενιέρου και τούτου την καταγωγήν, και άλλων τινών. Αι πλείσται δʼ αυτών ήσαν συνωκισμέναι περί την επισκοπήν και τον ειρημένον μικρόν των Αγίων Αναργύρων ναόν. Ο Χουσεΐν-αγάς λοιπόν τούτο γινώσκων, και μη θέλων να εκθέση εις κίνδυνον προφανέστερον τον αοίδιμον Κυδωνίας Καλλίνικον, παροικούντα και αυτόν εκεί ωσαύτως, και την προτεραίαν μετʼ εξομολόγησιν πνευματικήν τε και φιλικήν δόντα εις αυτόν την ευλογίαν και τον τελευταίον ασπασμόν, αναπηδήσας έκρουσε μυστηριωδώς την θύραν του τελευταίου εκ των ανωτέρω. Οι ένοικοι έλειπον έτι εν τω μετʼ ολίγα βήματα παρακειμένω ναώ, δεν παρέμενε δε ειμή οικονόμος ή υπηρέτριά τις εν τη οικία. Αυτή προκύψασα εκ του παραθύρου διετάχθη επιτακτικώς να ανοίξη την θύραν, όπερ και έπραξαν εκ φόβου και μηχανικώς· αλλʼ ανακράξασα μετά την είσοδον του φοβερού και ως αστακού καθωπλισμένου επισκέπτου, απεστομίσθη, διαταχθείσα απειλητικώς να μη εκβάλη άχναν, ο δε αγάς ημών έπειτα εκάθισεν σταυροποδητί αναμένων επί του σοφά ως καλός νοικοκύρης, και η υπηρέτρια ανεσκίρτα εις παν βήμα αντηχούν εν τη οδώ, διότι ήν πεπεισμένη, ότι εγένετο προδότις καιπερ ακουσίως, και αιτία επικειμένης αναποδράστου καταστροφής.
Ούτως είχον εν τω οίκω του γηραιού Χατζή-Τζαννή τα κατά τον Χουσεΐν-αγάν, ότε μετά τινα λεπτά εκρούσθη η θύρα, και η υπηρέτρια διετάχθη να ανοίξη, αλλά μηδέν είπη ή νεύμα ποιήση, και τούτο προς αποφυγήν ταραχής, θρήνων και ξεφωνητών λίαν επικινδύνων.
Δύναταί τις να φανασθή την θέσιν της δυστυχούς εκείνης, καθʼ ήν στιγμήν ήνοιγε την κατʼ αυτήν θύραν μάλλον του θανάτου, αλλʼ ο αγάς μας δεν κατέλιπεν αυτήν επί πολύ εν τη τοιαύτη αγωνία· διότι άμα τη εισόδω του κυρίου της οικίας αναπηδήσας ως αίγαγρος από του σοφά, και διʼ ενός άλματος ευρεθείς αίφνης προ του μη αναγνωρίσαντος αυτόν και ενεού απομείναντος γέροντος φιλικού, προέτεινεν εις αυτόν την χείρα επειπών εν χαμηλή αλλʼ ικανώς ζωηρά προσφωνήσει το χαρμόσυνον το γλυκύ και παρήγορον “Χριστός ανέστη”. Και ο μέν γέρων Χατζή-Τζαννής και η παρεπομένη οικογένεια αυτού ήρξαντο να ποιώσι το σημείον του σταυρού, και τρέμοντες να ψελλίζωσι το “μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου”, ο δε Χουσεΐν-αγάς λαβόμενος τον γέροντα εκ των χειρών, και περιπτυσσόμενος αυτόν εν συγκινήσει και δακρύοις, είλκεν εις τα ενδότερα της οικίας, όπου ήν εστρωμένη η πασχάλιος τράπεζα, και ικέτευε να συνέλθωσιν και σιωπήσωσι, διότι είνε γνωστός, είνε αδελφός. Κατορθώσας τέλος μετά πάλην και αγωνίαν να καθησυχάση την οικογένειαν εν τω εστιατορίω, ήρξατο ποιών εν συντριβή καρδίας το σημείον του σταυρού, και απαγγέλων το “Χριστός ανέστη”, αφού απεκαλύφθη και εξεσφενδόνησε μακράν το σαρίκιον της κεφαλής. Τότε μόλις συνελθόντος του γέροντος φιλικού Χατζή- Τζαννή και αναγνωρίσαντος αυτόν, ήρξατο άλλη συγκινήσεων και δακρύων σκηνή, μετά την κατεύνασιν της οποίας εξέφρασεν ο ούτω παράδοξος ξένος την επιθυμίαν να ποιήση μετʼ αυτών το Πάσχα λαμβάνων ολίγον ζωμόν και έν ωόν. Ούτω καθεσθέντες τέλος περί την τράπεζαν εποίησαν εν πολλή τη βία το Πάσχα, διότι ηπείγετο ο ξενιζόμενος να εξέλθη της πύλης του φρουρίου προ της ανατολής του ηλίου, και τούτου γενομένου απεχωρίσθησαν, αφού εν κατανύξει ηυχήθησαν κατʼ επανάληψιν να ποιήσωσιν εν τω επιόντι έτει την ζωηφόρον ανάστασιν εν τω κατά την πλατείαν Σπλάντζαν τεμένει, τω ποτε ευρυχώρω και μεγαλοπρεπεί ναώ του Αγίου Νικολάου!
Απελθών ο Χουσεΐν-αγάς εις Μεσσαράν, ανεπέτασε πάραυτα, συμπαραστατούντων και των αειμνήστων αυτού συνεπαρχιωτών και αμιμήτων γενναίων ανδρών Κόρακα, Ρωμάνου, Μαλικούτη, Σκουντή και άλλων πολλών, μετά την δέουσαν συνεννόησιν μετά των εν Χανίοις και Σφακίοις αδελφών φιλικών, την σημαίαν του σταυρού και της ελευθερίας· οπλίσας δε το περί αυτόν πολύ πλήθος, και επιβιβάσας αυτό εις πλοίον, έπλευσε δια του Λιβυκού πελάγους εις Σφακία, όπου μετά των άλλων αρχηγών και προϋχόντων διετάχθησαν τα κατά την επανάστασιν της Κρήτης, και κατηρτίσθησαν αι νόμιμοι προς τούτο αρχαί. Απητείτο το κύρος του Χουσεΐν-αγά προς την μεγάλην και μοναδικήν επιχείρησιν δια τε το γένος αυτού, την ανδρείαν και περίνοιαν και τους πόρους, τους οποίοιυς διετίθει. Ο ιερός δε αγών εύρεν αυτόν πρόθυμον ειπέρ τινα και άλλον πανταχού και πάντοτε. Εις επίτευξιν δʼ αυτού ουδενός εφείσθη· πάσαι αι απέραντοι αυτού κτήσεις κατεστράφησαν, πλήθος πολύ των εαυτού προσηνέχθη θύμα εις τον υπέρ ελευθερίας βωμόν της πατρίδος, ο αγαπητός αυτού υιός Δημήτριος, στρατηγών εν Φαλήρω μετά Καλλέργου των Κρητών, έπεσεν εν τη πανωλεθρία εκείνη ηρωϊκώς μαχόμενος, αυτός δʼ ούτος, ο άλλοτε απολαύων εν αφθονία μεγάλη πάντων των αγαθών της γης, κεκμηκώς και πενέστατος απεβίωσεν εν Υδρα επι ψιάθου, και ετάφη υπό του Κουντουριώτου, πριν ίδη ό,τι επί τοσούτον επόθησε και ωνειροπόλησεν!
Ο αγάς ούτος ήτο ο μέγας της Κρήτης και της Ελλάδος πατριώτης Μιχαήλ Κουρμούλης, η σύζυγος του οποίου Μαρία, μόλις απέζη προ τινος χρόνου εξ ευτελούς τινος συντάξεως, οικούσα παρά τω ναώ των Αγίων Θεοδώρων. Εκ του μεγάλου Κουρμούλη περισώζεται αμέσως και απ΄ευθείας μόνον η θυγάτηρ αυτού, η πολύκλαυστος Αννα Γ. Γιαννακάκη. Δια τοιούτων και τηλικούτων θυσιών ανέστη η πατρίς· δια τοσούτων ιδρώτων, δακρύων και αιμάτων ηρδεύθη το τηλέφυλλον της ελευθερίας ημών δένδρον.
Βασίλειος Ψιλάκης
Πηγή: archive.patris.gr