Γράφει ο Μιχάλης Στρατάκης*
Πώς να κοιμηθώ απόψε, με τη φωθιά να σέρνεται ωσάν τον όφι κι από το τα νότια του Ρέθυμνου να ‘χει φτάσει στα φυλλοκάρδια μου και να τα καρβουνιάζει;
Και μη μου πείτε «μακρυά από τη φωθιά είσαι, ίντα θες και γούζεσαι;», γιατί ανέ το πείτε, γη αθρώποι δεν είσαστε γη δεν κατέχετε ίντα θα πει να καίγεται ένα δαχτύλι του θεριού που κείτεται στη θάλασσα.
Ένα δαχτύλι να καίγεται, ολάκερο το θεριό πονεί.
Ναι, αλάργο από τη φωθιά βρίσκομαι και γι’ αυτό γυρεύω από δω κι από κει πληροφορίες και χαμπέρια, για τα ζάλα τση κατάρας, με την ελπίδα πως θ’ ακούσω κάποιο νέο που θα με μερώσει.
Μα νέα δεν γροικώ, τουλάχιστο από τα χείλια του κουβέρνου και των ακριβοπληρωμένων φαμέγιων του.
Λες κι έχουνε στο νου τους πως βγάζοντας τον απόλυτο σκασμό, κουκουλώνουνε τη φωθιά κι ετσά θα σβήσει.
Άχρηστοι, ανίκανοι κι όχι απλά επικίντυνοι, μα εγκληματίες.
Πώς να κοιμηθώ απόψε, με τη φαντασία μου να πετά απάνω από την επαρχία του Αγίου Βασιλείου και να παλεύει να μάθει αυτά που οι «αρμόδιοι» δεν μολογούνε;
Αλλά, δε βαριέσαι, η Κρήτη «δεν είναι δικιά μας, τι κι αν γενεί κάρβουνο…».
Ανάθεμα τους.
* Ο Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος, από τις Γκαγκάλες της Μεσαράς