Γράφει η Ζαμπία Λαζανάκη*
Ψιθυρίζουν άραγε τα αντικείμενα;
Μπορούν να πουν ιστορίες;
Να περπατήσουν τους δρόμους της μνήμης;
Να συλλέξουν στιγμές ιστορίας και πολιτισμού;
Σίγουρα μπορούν!
Το τραπέζι της γιαγιάς της Μαρίας προστέθηκε στο σκηνικό της παιδικότητας μου όταν η μάνα έψαχνε αντικείμενα από το πατρικό της σπίτι στην Παναγιά, ένα μικρό πανέμορφο χωριουδάκι κοντά στο Ζάρο.
Το σπίτι εγκαταλελειμμένο και ερειπωμένο πολλά χρόνια, χωρίς δώματα και χωρίσματα, με ριζωμένα δέντρα ανάμεσα στις γκρεμισμένες πέτρες του.
Ρώτησε και της είπαν ότι ένα τραπέζι που υπήρχε στο σπίτι το είχε πάρει μια γειτόνισσα.
Έτρεξε αμέσως η μάνα…
-Είναι της μάνας μου, είπε. Το θέλω….
Και το πήρε.
Το έφερε στο πόρτεγο, όπως το λέει ακόμα, του σπιτιού μας.
Σ’ αυτό το τραπέζι ζύμωνε το νοστιμότερο ψωμί της Κρήτης.
Τα κουλούρια της χαράς, του γάμου, της βάπτισης, που εκτελούσαν χρέη ψωμιού κι ας είχαν ζάχαρη μέσα.
Έπρεπε να είναι γλυκά όπως η στιγμή!!
Αμέτρητα γαμοκούλουρα πλάθηκαν σε εκείνο το τραπέζι για τις δικές μας χαρές!
Κάποια στιγμή η μάνα σταμάτησε να ζυμώνει και το τραπέζι στοιβάχτηκε μαζί με άλλα αντικείμενα σε μια γωνιά του πόρτεγου, με κομμάτια από τη ζύμη της χαράς ξεραμένα πάνω του.
Και τώρα έρχεται η δική μου η σειρά…
Έψαχνα παλιά αντικείμενα για το σπίτι που έφτιαχνα στο χωριό.
Το τραπέζι της γιαγιάς ήταν όμορφο, γιατί ήταν της γιαγιάς.
Άρχισα να το φτιάχνω, να το φέρω στα μέτρα της αισθητικής μου…
-Θα σου πω την ιστορία αυτού του τραπεζιού, μου είπε η μάνα μια μέρα που έτριβα με γυαλόχαρτο τα πόδια του.
-Την ξέρω μαμά…Ήταν της γιαγιάς, το πήρες μέσα από τα χέρια της γειτόνισσας που…..
-Οχι ,δεν είναι αυτή η ιστορία του. Την ιστορία του δεν την έζησα εγώ την άκουσα από τη γιαγιά σου..
Αφήνω κάτω τα γυαλόχαρτα και τις μπογιές…
Κάτι όμορφο μύριζε…
-Αυτό το τραπέζι ήταν προίκα της γιαγιάς σου, το έφτιαξε στο γάμο της. Δεν ήταν πολλά χρόνια παντρεμένη όταν ήρθε ο πόλεμος του 40. Οι Γερμανοί ήρθαν και στην Παναγιά και έπαιρναν τραπέζια και άλλα έπιπλα από τα σπίτια. Στα τραπέζια έκοβαν τα πόδια για να μπορούν να τρώνε καθισμένοι στο πάτωμα.
Έτσι ήρθαν και στο σπίτι μας και ζήτησαν το τραπέζι.
Η γιαγιά σου όμως εκείνη την εποχή έφτιαχνε μετάξι από μεταξοσκώληκες και είχε βάλει τους μεταξοσκώληκες πάνω στο τραπέζι.
Όταν οι Γερμανοί ξεσκέπασαν το σεντόνι που ήταν σκεπασμένο και είδαν τα σκουλήκια ξαφνιάστηκαν με το αηδιαστικό θέαμα και έφυγαν.
Αλλιώς.. άλλο τραπέζι θα έφτιαχνες τώρα!
Όποιος έρχεται στο σπίτι μου στον Αμπελούζο ,την ώρα που του φτιάχνω καφέ του ανιστορώ τους ψιθύρους και τις στιγμές του τραπεζιού της γιαγιάς…
Δεν ξέρω αν φταίει αυτό …αλλά μετά μου λένε ότι φτιάχνω τον ωραιότερο καφέ που έχουν πιεί!
* Η Ζαμπία Λαζανάκη είναι Νηπιαγωγός και Συγγραφέας και κατάγεται από τον Αμπελούζο του Δήμου Γόρτυνας