Σε αντίθεση με ό,τι μπορεί να πιστεύουν κάποιοι, ο εορτασμός του νέου έτους την 1η Ιανουαρίου εν μέσω της ψυχρότερης περιόδου του χειμώνα είναι στην πραγματικότητα μία από τις πιο παλιότερες παγανιστικές παραδόσεις, ευρέως διαδεδομένη σε διάφορα μέρη του πλανήτη. Το έθιμο του εορτασμού της Πρωτοχρονιάς πάει τουλάχιστον 4.000 χρόνια πίσω και έχει τις ρίζες του στην αρχαία Βαβυλώνα στη Μεσοποταμία.
Οι Μεσοποτάμιοι λάτρευαν τον ήλιο τουλάχιστον 2.000 χρόνια πριν από τη γέννηση του Χριστού και αυτά τα ειδωλολατρικά έθιμα μεταβιβάστηκαν στην αρχαία Ελλάδα απευθείας από εκείνους.
Πριν έρθουν σε επαφή αυτοί οι δύο πολιτισμοί, οι αρχαίοι Έλληνες δεν ήταν και τόσο γνωστοί για τον εορτασμό του νέου έτους. Αντίθετα, γιόρταζαν την “ορατή νέα σελήνη” ως την αρχή κάθε νέου μήνα. Αυτή η αρχή του μήνα ονομαζόταν “νουμηνία” και εφάρμοζαν αυτό το έθιμο προς τιμήν της Σελήνης, του Απόλλωνα, της Εστίας και μερικών ακόμη θεών, που γνώριζαν σημαντική οικιακή λατρεία.
Ωστόσο, μια επιγραφή που ανακαλύφθηκε στην Αθήνα αναφέρεται σε μια θρησκευτική τελετή που γινόταν στην αρχή της Πρωτοχρονιάς ή στην πραγματικότητα, την τελευταία ημέρα του απερχόμενου έτους.
Η γιορτή ήταν στην πραγματικότητα μια θυσία που έκαναν μόνο οι απερχόμενοι αξιωματούχοι της πόλης, την οποία πρόσφεραν στον “Δία τον Σωτήρα” και την “Αθηνά τη Σωτήρα”. Αυτό γινόταν για να εξασφαλιστεί η εύνοια των δύο θεών για την ερχόμενη νέα χρονιά.
Σύμφωνα με την εγκυκλοπαίδεια της Britannica, οι αρχαίοι Έλληνες γιόρταζαν την Πρωτοχρονιά την ημέρα της χειμερινής ισημερίας, στις 21 Δεκεμβρίου.
Μόλις στα αρχαία ρωμαϊκά χρόνια, και ενώ η Ρώμη αύξανε την ισχύ της, οι εορτασμοί της Πρωτοχρονιάς άρχισαν να γίνονται εξαιρετικά δημοφιλείς. Μια γιορτή γνωστή ως Saturnalia, μια περίοδος γλεντιού, ποτών και οργίων προς τιμή του θεού Κρόνου, καθιερώθηκε ως η γιορτή της 1ης Ιανουαρίου από τον Ιούλιο Καίσαρα.
Ο Ρωμαίος ηγέτης το έκανε αυτό το 46 π.Χ. μετά την απόφαση του να υιοθετήσει το Ιουλιανό ημερολόγιο. Η δημοτικότητα του οργιαστικού εορτασμού των Saturnalia εξαπλώθηκε σε όλες τις γωνιές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και συνέχισε να ενσωματώνεται, με τοπικές αλλοιώσεις, στα προ υπάρχοντα έθιμα όλων των λαών εντός των ορίων της Αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένων αυτών της αρχαίας Ελλάδας.
Ήταν ο Ιούλιος Καίσαρας και ο Σωσιγένης από την Αλεξάνδρεια, ένας αστρονόμος που συμβουλεύτηκε ο Καίσαρας για τον σχεδιασμό του Ιουλιανού ημερολογίου, που είναι υπεύθυνοι για την προσαρμογή του αριθμού των ημερών του έτους με την πορεία του ήλιου.
Στην πραγματικότητα η σειρά, η διάρκεια και τα ονόματα των μηνών που εξακολουθούμε να χρησιμοποιούμε σήμερα είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της αντίληψης και της διορατικότητας του μεγάλου Ρωμαίου στρατηγού.
Στην κλασική Ελλάδα, κάθε πόλη-κράτος χρησιμοποιούσε το δικό της ημερολόγιο, με διαφορετικά ονόματα των μηνών, των αρχών του έτους και με κάποιες διαφορετικές παρεμβολές επιπλέον χρονικών περιόδων. Εντούτοις, τα περισσότερα από τα ημερολόγια μοιράζονταν και ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, όπως είναι αναμενόμενο.
Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν σεληνιακά ημερολόγια με έτη που αποτελούνταν από 12 ή 13 μήνες και 354 ημέρες. Ένας μήνας θα μπορούσε να θεωρηθεί “κοίλος” ή “γεμάτος” αν είχε 29 ή 30 ημέρες αντίστοιχα. Περιοδικά ένας επιπλέον μήνας έπρεπε να παρεμβάλλεται για να διατηρηθεί το ημερολόγιο σύμφωνα με το κύκλο των εποχών.
Στο πιο γνωστό και ιστορικά τεκμηριωμένο αθηναϊκό ημερολόγιο, το αστικό ημερολόγιο, (υπήρχαν και άλλα δύο ημερολόγια), ο παρεμβαλλόμενος μήνας ερχόταν μετά τον μήνα που ονομαζόταν Ποσειδώνας. Ήταν γνωστός ως “Δεύτερος Ποσειδώνας” και πιθανότατα να τον πρόσθεταν κάθε δύο χρόνια για να διατηρείται η ισορροπία.
Πηγή: news247.gr