Θεωρούνται από τους πιο σημαντικούς αγίους της νεότερης χριστιανικής ιστορίας της Κρήτης, που η επίσημη αναγνώρισή τους από την Εκκλησία μας έγινε μόλις το 2007 και αναδείξαν τη μονή Κουδουμά σε πνευματικο θεραπευτήριο αφού έγιναν οι νέοι κτήτορες.
Στην νότια Κρήτη, εκεί που τα Αστερούσια Όρη βρέχουν τα πόδια τους στο Λιβυκό Πέλαγος, υπάρχει ένα μικρό μοναστήρι της Παναγιάς περιλάλητο στα πέρατα του κόσμου. Είναι η Ιερά Μονή Κουδουμά. Πρόκειται για μια από τις παλαιότερες μονές της Κρήτης, με ιστορία που ξεκινά από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες.
Ελάτε να γνωρίσουμε τα παιδικά χρόνια των αγίων Παρθενίου κι Ευμενίου, που ήταν αδέλφια και που με τη χάρη της Παναγιάς χτίσανε το μοναστήρι αυτό.
Ο μοναχικός τους βίος, κάθε φορά που αναγιγνώσκεται, συγκινεί και κατευφραίνει τις φιλόθεες ψυχές.
Τα δύο αδέρφια, Παρθένιος και Ευμένιος, κατάγονταν από το χωριό Πιτσίδια Πυργιώτισσης (κοντά στα Μάταλα). Οι γονείς τους, Χαρίτωνας και Μαρία Χαριτάκη, αντιλήφθηκαν από πολύ νωρίς την κλίση των παιδιών τους προς τον μοναχισμό και μαλιστα απο μια σειρα θαυματουργων γεγονοτων.
O Παρθένιος γεννήθηκε το 1829 και του έδωσαν το κοσμικό όνομα Νικόλαος. Δέκα εφτά χρόνια αργότερα, το 1846 γεννήθηκε και ο αδερφός του, Ευμένιος, που βαπτίστηκε Εμμανουήλ.
Ο Νικόλαος από παιδί ακόμα αγαπούσε ιδιαίτερα την ησυχία, απέφευγε τα παιχνίδια, επισκεπτόταν συχνά την εκκλησία και τηρούσε πάντα τις νηστείες. Δεν συμπαθούσε τα γράμματα, σε αντίθεση με τον αδερφό του, Εμμανουήλ, ο οποίος τα διδάχθηκε από τον δάσκαλο του χωριού.
Το 1856 πέθανε ο πατέρας τους και τα δύο αδέρφια αποφάσισαν να φύγουν από το χωριό τους και να ακολουθήσουν τον μοναχικό βίο. Η μητέρα τους δεν προέβαλε καμία αντίσταση στην απόφαση των παιδιών της, καθώς είχε πειστεί και η ίδια για την κλίση τους.
Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, πολλά ήταν τα θαύματα που συνέβησαν πριν ακόμα οι δύο άγιοι χειροτονηθούν. Το πρώτο θαύμα συνέβη όταν ο Νικόλας ήταν ακόμα μικρό παιδί. Μια μέρα, λοιπόν, έπεσε σε ένα πολύ βαθύ πηγάδι. Οι συγχωριανοί του έτρεξαν για να βγάλουν το παιδί, πιστεύοντας πως θα ήταν σίγουρα νεκρό. Εκείνο, όμως, δεν είχε πάθει απολύτως τίποτα, κάνοντας όλους να απορήσουν με το γεγονός.
Κάποια στιγμή, ο νονός του Νικόλα, που ήταν ναυτικός, θέλησε να τον πάρει μαζί του, ώστε να δουλέψει και αυτός στα καράβια. Το παιδί, όμως, σύμφωνα με την παράδοση, άκουσε μια φωνή (κάποιοι υποστηρίζουν ότι επρόκειτο για τη φωνή του Θεού) να του λέει πως το καράβι με το οποίο θα ταξίδευε επρόκειτο να βυθιστεί. Έτσι, λοιπόν, την ημέρα του ταξιδιού βρήκε μια δικαιολογία και εξαφανίστηκε. Πράγματι, το καράβι βυθίστηκε.
Το τρίτο θαύμα ήταν ιδιαίτερα καθοριστικό, καθώς μέσω αυτού πείσθηκε η μητέρα τους και έδωσε τη συγκατάθεσή της ώστε να γίνουν μοναχοί. Μια μέρα, λοιπόν, η μητέρα τους ήθελε να φουρνίσει και έδωσε εντολή στα παιδιά να ανάψουν τον φούρνο. Ο Νικόλας αρνήθηκε να ανάψει το φούρνο και είπε: «Για να δεις, μάνα, πως εμάς, τα δύο παιδιά σου, ο Θεός θέλει να γίνουμε μοναχοί, να βάλεις τα ψωμιά στον φούρνο χωρίς να τον ανάψουμε, χωρίς φωτιά». Πράγματι τα ψωμιά ψήθηκαν από μόνα τους, χωρίς φωτιά. Η μητέρα τότε, συγκινημένη, δόξασε τον Θεό και τον ευχαρίστησε που διάλεξε τα παιδιά της
Το 1858 τα δύο αδέρφια ξεκίνησαν για το μοναστήρι της Οδηγήτριας.Και οι δυο χειροτονηθηκαν μοναχοι και εδειξαν μεγαλη αφοσιωση και προκοπη ωστε ο ηγουμενος τους εστειλε στον σπηλαιώδη Ναό του Μαρτσάλου για να κανουν και εκει κελια.Τα δυο αδέρφια έζησαν για αρκετό καιρό ήσυχα στο Μάρτσαλο, έχοντας την ευκαιρία να εφαρμόσουν ένα πιο αυστηρό πρόγραμμα ασκήσεως. Η ησυχία, όμως, αυτή δεν κράτησε για πολύ καιρό. Γρήγορα μαθεύτηκε στη γύρω περιοχή η αρετή των αγίων και πολύς ήταν ο κόσμος που πήγαινε για να πάρει την ευχή τους.
Το 1866 κηρύχθηκε επανάσταση εναντίον των Τούρκων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι Τούρκοι να προβούν σε λεηλασίες, φτάνοντας μέχρι και το Μάρτσαλο. Εκεί δεν δίστασαν να κάψουν ακόμα και τις εικόνες που βρίσκονταν στην εκκλησία. Μετά την καταστροφή αυτή, οι δύο μοναχοί ξεκίνησαν από την αρχή όλες τις εργασίες, με σκοπό να αποκαταστήσουν τις ζημιές.
Τότε, ζήτησαν από τον ηγούμενο Γεράσιμο να τους χρίσει μεγαλόσχημους μοναχούς. Πράγματι, ο γέροντας το έπραξε. Ο Νέστωρ ονομάστηκε Παρθένιος και ο Μεθόδιος Ευμένιος. Από εκείνη τη στιγμή, τα δύο αδέρφια αποφάσισαν να ακολουθήσουν ακόμα σκληρότερο πρόγραμμα ασκήσεως. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Παρθένιου, ο οποίος φορούσε αλυσίδες κατάσαρκα και τρίχινο ράσο τόσο το χειμώνα όσο και το καλοκαίρι.
Το 1868 μ.Χ. ο επίσκοπος Πέτρας Μελέτιος χειροτόνησε τον Ευμένιο διάκονο στην Ιερά Μονή της Οδηγήτριας και το 1870 ο επίσκοπος Ακαρδίας τον χειροτόνησε πρεσβύτερο.Ο ηγούμενος της μονής στη συνεχεια ανέλαβε ο Αγαθάγγελος, ο οποίος ήταν αρκετά ενοχλημένος από την προσέλευση του κόσμου στο Μάρτσαλο, για να συναντήσει από κοντά τα δύο αδέρφια. Έτσι, άρχισε να δημιουργεί προβλήματα στους μοναχούς. Μάλιστα, τους οδήγησε στο σημείο να αποχωρήσουν από τη μονή το 1874.
Από εκείνη τη στιγμή άρχισε μια περιπλάνηση, που κράτησε τέσσερα χρόνια, στα σπήλαια των Αστερουσίων, στην περιοχή του Κουδουμά.
Τέσσερα χρόνια λοιπον περιπλανήθηκαν σε χαράδρες, παραλίες και βουνοπλαγιές, προσευχόμενοι και νηστεύοντες. Κατοίκησαν σε παλαιά ασκητήρια, από τα οποία είναι διάσπαρτα τα Αστερούσια Όρη. Αν μπορούσαν όλα αυτά τα σπήλαια να μιλήσουν, θα μας φανέρωναν τις ολονύχτιες προσευχές και τα δάκρυα των Αγίων αυτών ασκητών, ερημιτών Πατέρων.Tα σπήλαια αυτα των αγιοβάδιστων Αστερουσίων εξακολουθούσαν αδιάκοπα να αποτελούν χώρο καταφυγής και προσευχής μεμονωμένων ασκητών.Άραγε ποιός ξέρει ποιές ασκητικές ψυχές δεν θα είχαν φιλοξενήσει και πόσα δάκρυα δεν θα είχαν αφουγκραστεί, πόσους στεναγμούς και εσώψυχες προσευχές όλων εκείνων που αγάπησαν στη ζωή τους, την ερημία και επέλεξαν επί γης το ζωοφόρο δρόμο του παραδείσου.
Συνέχισαν την πορεία τους, προς τα ανατολικά αυτήν τη φορά, στην περιοχή του Κουδουμά, όπου βρήκαν ένα απόκρημνο σπήλαιο, ιδιαίτερα απομακρυσμένο. Έτσι, αποφάσισαν να ζήσουν σε αυτό, μακριά από τους ανθρώπους.
Στον Κουδουμά βρισκόταν εδώ και πολλούς αιώνες ένα εγκαταλελειμμένο μοναστήρι, όπου ασκήτευσαν πολλοί γνωστοί ερημίτες των πρώτων χριστιανικών χρόνων, μεταξύ τους και ο Άγιος Κοσμάς.
Οι δύο άγιοι, βλέποντας το ερειπωμένο μοναστήρι, θέλησαν να το φτιάξουν με σκοπό να λειτουργήσει ξανά.
Στο συγκεκριμένο, όμως, σημείο, ο τόπος ήταν άγριος και δύσκολα προσβάσιμος. Όταν άρχισαν να εγκαταλείπουν την ιδέα αναστήλωσης του μοναστηρίου, ο Παρθένιος είδε σε όραμα την Παναγία να του λέει: «Μείνε εδώ να ιδρύσεις μονύδριον, να εκτελείτε τα της μοναδικής πολιτείας καθήκοντα και την τάξιν της ακολουθίας σώαν και μη φοβού, διότι Εγὼ θα είμαι οικονόμος». Πράγματι, τα δύο αδέλφια ξεκίνησαν αμέσως τις εργασίες.
Το χτίσιμο ομως του συγκεκριμένου ναού ήταν ένα αρκετά δύσκολο εγχείρημα, καθώς τα πετρώματα της περιοχής ήταν ακατάλληλα για επεξεργασία. Ακόμα και οι μάστορες αδυνατούσαν να δουλέψουν και ζήτησαν να αποχωρήσουν από το έργο.
Είχαν μαστόρους καλούς για το πελέκημα της πέτρας.
Τα πελέκια όμως κάποια μέρα τέλειωσαν.
Χρειαζόταν πολύς χρόνος για να φτιάξουν ποσότητα οι «πελεκάνοι».
Οι μαστόροι χτίστες δεν μπορούσαν να περιμένουν,
διότι είχαν οικογένειες και τα μεροκάματά τους ήταν απαραίτητα για να ζήσουν τις οικογένειές τους. Έπρεπε να φύγουν για δουλειά σε άλλο μέρος και θα ξανάρχονταν,
πλην όμως όποτε θα μπορούσαν και αυτό προξενούσε θλίψη στους κτίτορες.
Ο Παρθένιος τους παρακάλεσε να μείνουν ακόμη μια μέρα χωρίς να τους εξηγήσει το γιατί.
Τη νύχτα, όταν όλοι νωρίς ησύχασαν στα σπηλαιώδη καταλύμματα πήρε τον αδελφό του Ευμένιο και μπήκαν στο άγιο Βήμα,
που υπήρχε από το παλιό εκκλησάκι που είχαν βρει εκεί και που ήταν κι αυτό σπηλαιώδες. Γονατιστοί προσεύχονταν ως το πρωί.
Τη νύχτα σηκώθηκε μεγάλη τρικυμία στη θάλασσα, τέτοια που δεν είχε ξαναγίνει.
Όταν τα ξημερώματα τελείωσαν την προσευχή,
είπε ο Παρθένιος στον Ευμένιο.
– Βγές και κοιταξε στην παραλία και έλα να μου πεις.
Ο Ευμένιος βγήκε και είδε με έκπληξη ότι η αμμουδιά ήταν γεμάτη θαυμάσιες πελεκημένες πέτρες, έτοιμες για κτίσιμο.
Ήταν θαύμα μεγάλο και πρωτάκουστο,
να εκβράσει η θάλασσα έτοιμο υλικό για να αποπερατωθεί ο Ναός.
Οι μαστόροι παρέμειναν και έκτισαν το Ναό, αναμειγνύοντας τη λάσπη με τα δάκρυα της κατάνυξης εξ αιτίας του θαύματος που είχε συντελεσθεί.Έτσι, οι μάστορες συνέχισαν τις εργασίες τους και το χτίσιμο του ναού ολοκληρώθηκε το 1895 μ.Χ. Ο ναός, λόγω του θαυματουργού τρόπου με τον οποίο χτίστηκε, ονομάζεται Θεόκτιστος.Το μοναστήρι εξελίχτηκε γρηγορα σε λειτουργικό, πνευματικό και προσκυνηματικό κέντρο για τον φιλακόλουθο λαό, κυρίως της Κεντρικής Κρήτης.
Ο Ναός, λοιπόν, αυτός,
το Καθολικό της Μονής έχει ουράνια ευλογία,
διότι αποπερατώθηκε με θεόσταλτο υλικό.
Όντως, μεγάλα τα της πίστεως κατορθώματα.
Τα δυό αδέρφια επισης δεν είχαν καθόλου χρήματα, αλλά τελικά οι άνθρωποι στην περιοχή υποστήριξαν με κάθε τρόπο τους μοναχούς, που είχαν γίνει γνωστοί για την αγιότητά τους και τα θαύματα που πραγματοποιούσαν. Κατά θαυμαστό τρόπο βρήκαν νερό και άνοιξαν πηγάδι για να εξυπηρετούνται οι Πατέρες και οι εργάτες της Μονής.
Οταν επιτελος χτιστηκε το μοναστηρι με την χαρη και την δυναμη της Παναγιας τα δύο αδέλφια πλέον ήταν ελεύθερα να απολαύσουν την ηρεμία της μοναστικής ζωής.
Οι Αγιοι ηταν αυστηροί τόσο με τον εαυτό τους όσο και με τους δόκιμους μοναχούς.
Συγκεκριμένα, κοιμούνταν μόνο δύο ώρες την ημέρα πάνω σε ένα ψαθί και χρησιμοποιούσαν για προσκέφαλο πέτρες. Τα σώματά τους ήταν σκελετωμένα από τη νηστεία και την άσκηση. Δεν έτρωγαν ποτέ κρέας και είχαν μόνο ένα ράσο, το οποίο έπλεναν μία φορά τον χρόνο στη θάλασσα. Ο Όσιος Παρθένιος, που ήταν και πιο αυστηρός στους κανονισμούς, είχε κάνει το μοναστήρι άβατο.
Η είσοδος απαγορευόταν ακόμα και στους δόκιμους, οι οποίοι έμεναν στα γύρω σπήλαια. Ο όσιος ήταν πολύ αυστηρός στη διαπαιδαγώγηση των νέων μοναχών, αλλά πάντα με γνώμονα την αγάπη.
Ο Όσιος Ευμένιος, από την άλλη, ήταν ο πνευματικός της μονής και τον είχε χειροτονήσει ο Μητροπολίτης Κρήτης, Μελέτιος.
Γνώριζε εις βάθος τους ιερούς κανόνες και βοήθησε αρκετούς νέους με τις συμβουλές του. Γρήγορα, η Μονή Κουδουμά μετατράπηκε σε ένα μεγάλο πνευματικό κέντρο χάρη στα δύο αδέρφια.
Η χαρισματική προσωπικότητα του οσίου Παρθενίου νουθετούσε, καταπράυνε τα πάθη, παρηγορούσε, στήριζε, προλάβαινε με το προορατικό χάρισμα, έλυνε προβλήματα, είχε μετατρέψει το Μοναστήρι σε «ιατρείο ψυχών». Ο φιλακόλουθος λαός από την πλευρά του, προσέφερε το κατά δύναμη, ενισχύοντας με αυτόν τον τρόπο το φιλανθρωπικό έργο της Μονής.
Αλλά και ο όσιος Ευμένιος, όταν έμεινε μόνος του (1905-1920) συνέχισε το αγιαστικό, πνευματικό και φιλανθρωπικό έργο του αδελφού του, που είχε κερδίσει τις καρδιές όλων, ιδιαίτερα με τα θαύματα που γίνονταν στο όνομά του.
Πολλοί ήταν εκείνοι που έρχονταν για να μαθητεύσουν κοντά στους μοναχούς και να γνωρίσουν από κοντά το μεγαλείο των θαυμάτων. Δεν ήταν λίγες οι φορές που έβλεπαν τους αγίους να λάμπουν από φως, να αιωρούνται, καθώς και να περιβάλλονται από φωτοστέφανο.
Ήταν πράγματι από εκείνους τους ανθρώπους που και μόνο η θέα τους, αρκούσε για να μιλήσει και να πλημυρίσει χαρά και αγαλλίαση την καρδία κάθε προσκυνητή.
Το 1905 ο Όσιος Παρθένιος αρρώστησε βαριά. Ο οργανισμός του ήταν όμως, ήδη, εξασθενημένος από τη χρόνια άσκηση και τις νηστείες. Οι υπόλοιποι μοναχοί φώναξαν τον γιατρό Αλέξανδρο Παπαχατζάκη, ο οποίος του χορήγησε φάρμακα, αλλά του είπε πως θα έπρεπε να αρχίσει να τρώει κρέας και άλλες δυναμωτικές τροφές.
Ο άγιος αρνήθηκε να ακολουθήσει τις συμβουλές του γιατρού, και μάλιστα συνέχισε να κοιμάται πάνω στην ψάθα του. Την ίδια νύχτα, κάλεσε όλους τους μοναχούς και τους δόκιμους της μονής για να τους μιλήσει. Με δάκρυα στα μάτια, τους ζήτησε να μείνουν πιστοί στην παράδοση και έχρισε ως διάδοχό του τον αδερφό του, Ευμένιο, χαρίζοντάς του το φυλαχτό του. Αφού κοινώνησε, ακούστηκαν ξαφνικά ψαλμωδίες και εμφανίστηκε η Θεοτόκος, η οποία ήρθε να παραλάβει τον Άγιο Παρθένιο. Ο Όσιος τότε ψέλλισε: Καλώς όρισες, Παναγία μου» και εκοιμήθη.
Το 1907 η εκκλησία πληροφορήθηκε για την αγιότητά του και αποφάσισε την ανακομιδή των λειψάνων και την τοποθέτησή τους στον Ναό της Παναγίας.
Ο Όσιος Ευμένιος, παρόλο που έμεινε μόνος του, συνέχισε το έργο του αδερφού του, καταβάλλοντας μεγάλες προσπάθειες, καθώς πολλοί ήταν εκείνοι που θέλησαν να τον πολεμήσουν, τόσο μέσα στη μονή όσο και έξω από αυτή.
Όσα χρόνια, όμως, τη διοίκησε, η προσφορά και τα έργα του ήταν πολλά. Ύστερα από αρκετά χρόνια άσκησης και εξομολόγησης, ο Άγιος Ευμένιος κοιμήθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου του 1920 μ.Χ.
Η επίσημη κατάταξη των δύο οσίων στο Ορθόδοξο Αγιολόγιο έγινε το 2007, ύστερα από την εισήγηση του Μητροπολίτη Γορτύνης και Αρκαδίας κ. Μακάριου.
Από τότε μέχρι και σήμερα το μοναστήρι της Παναγίας στον Κουδουμά άλλαξε και προόδευσε ως προς την οικοδομική του δραστηριότητα και την εξωτερική εμφάνιση ως οργανωμένου μοναστηριού.
Διατήρησε επίσης την πολύπλευρη προσφορά του προς τους πιστούς, από το αγιαστικό μέρος μέχρι την φιλοξενία και φιλανθρωπία.
Παρόλο ότι σε κάποιες φάσεις, ιδιαίτερα πριν και μετά τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, πέρασε περιόδους κρίσης με συσσωρευμένα πολλά προβλήματα εν τούτοις σιγά-σιγά επανήλθε συν Θεώ και με την Χάρη της Παναγίας ανέκτησε την παλαιά του αίγλη, ιδιαίτερα στις μέρες μας μετά το 2000 μ. Χ. Σήμερα αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μοναστικά κέντρα της καθ ημάς Ανατολής.
Ο Αρχιμανδριτης Ηγουμενος της Μονης Μακαριος αποκαλυπτει
πως οι Αγιοι εμφανίζονται, πάντα μαζί, κάνοντας ευεργεσίες σε ανθρώπους που αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας, τους οποίους και θεραπεύουν, ή και σε άλλους που αντιμετωπίζουν δυσκολίες κι εκείνοι τους προστατεύουν
Ο ηγούμενος έχει πολλές ιστορίες να θυμηθεί. Από τη Γερμανία ως την Κύπρο, άνθρωποι που νόσησαν από καρκίνο είχαν την ευκαιρία, όπως λέει, να δουν τους Άγιους Πατέρες, ν’ ακούσουν κυρίως τον Άγιο Παρθένιο να τους απευθύνεται και να θεραπευτούν.
Άνθρωποι συρρέουν στο μοναστήρι, αναζητώντας την ελπίδα και τη δύναμη να παλέψουν όλα τα δύσκολα που αντιμετωπίζουν και που κατά κύριο λόγο αφορά την ίδια τη ζωή…Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τα όσα συνέβησαν το 2011, όταν η κάρα του Αγίου Παρθενίου ταξίδεψε στην Αθήνα, μετά από πρόσκληση της Ενορίας των Ταξιαρχών στο Περιστέρι.
«Χιλιάδες κόσμου ήρθαν να προσκυνήσουν, πράγμα που μας έκανε μεγάλη εντύπωση, καθότι τότε οι Άγιοι Πατέρες ήταν άγνωστοι στο ευρύ κοινό», λέει ο ηγούμενος της Μονής Κουδουμά, ο οποίος προσθέτει πως πολλοί ήταν οι πιστοί που του έλεγαν πως «δυο μαυροφορεμένοι εμφανίζονταν στον ύπνο τους και τους προσκαλούσαν να ‘ρθουν να τους γνωρίσουν»!
Την τελευταία μέρα κι ενώ είχαμε ήδη πάρει την κάρα του Αγίου από το ναό, μας ζήτησαν να πάμε στο Νοσοκομείο Παίδων “Αγία Σοφία” να σταυρώσουμε ένα μωράκι μερικών ημερών που είχε μεταφερθεί από τη Ρόδο με C-130, καθώς είχε προσβληθεί από μικροβιακή μηνιγγίτιδα.
Το μωρό ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση, με τη ζωή του να βρίσκεται σε πραγματικό κίνδυνο. Σαφώς και πήγαμε. Κι αφού το σταυρώσαμε, η προϊσταμένη μάς ζήτησε να προσευχηθούμε και για τα άλλα παιδάκια που νοσηλεύονταν στη ΜΕΘ. Τα σταυρώσαμε βεβαίως και πριν φύγουμε αφήσαμε σε όλους, νοσηλευόμενους και νοσηλευτές, εικονίτσες των Αγίων Πατέρων…
Την επομένη το μεσημέρι, μας παίρνει η μητέρα του παιδιού τηλέφωνο για να πεις πως το παιδί της βγήκε από τη ΜΕΘ και το ίδιο βράδυ τηλεφώνησε και η προϊσταμένη, συγκλονισμένη και κλαίουσα, για να μας πεις πως και τα 11 παιδάκια που ήταν στη μονάδα βγήκαν από την εντατική!».
Χαρακτηριστική είναι όμως και η περίπτωση ενός νεαρού που, όπως αναφέρει ο ηγούμενος, ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα πριν από περίπου τρία χρόνια.
Κι ενώ κανείς θα περίμενε, βλέποντας τη σφοδρότητα της σύγκρουσης, το ύψος της χαράδρας στην οποία έπεσε με το αυτοκίνητό του, αλλά και τα συντρίμμια του οχήματος, πως θα ήταν νεκρός, εκείνος είναι γερός και αρτιμελής. Μάλιστα, επισκέπτεται τη Μονή πάρα πολύ συχνά.
«Ο Ανδρέας είχε πάει να προσκυνήσει σε μια αγρύπνια την παραμονή της μνήμης των Αγίων κι όταν έφυγε έγινε το τροχαίο», λέει ο ηγούμενος και προσθέτει: «Τα σωστικά συνεργεία, που πριν κατέβουν τη χαράδρα βάθους 80 μέτρων τον νόμιζαν νεκρό, τον βρήκαν 100 μέτρα μακριά, κυριολεκτικά τακτικά τοποθετημένο. Όπως ο ίδιος εξομολογήθηκε, την ώρα της πτώσης είδε δύο μοναχούς να τον σηκώνουν και να τον τοποθετούν στη θέση που βρέθηκε».
Ο ηγούμενος θυμάται, επίσης, την περίπτωση μιας ασθενούς από τη Λεμεσό, της κ. Ανδρομάχης, που “είδε” δύο μοναχούς να μπαίνουν μέσα στο ιατρείο την ώρα που μιλούσε με τη γιατρό της, να τη σταυρώνουν και να φεύγουν!
Η γυναίκα αυτή, νιώθοντας στη ζωή της την παρουσία των Αγίων, ανέκτησε τη δύναμή της για να αντιμετωπίσει τη σωρεία των προβλημάτων που η οικογένειά της και η ίδια αντιμετωπίζει.
Η Ιερά Μονή Κουδουμά είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου και πανηγυρίζει στις 15 Αυγούστου.Το Μοναστήρι επίσης πανηγυρίζει στις
10 Ιουλίου, εορτή των νέων κτητόρων και ανακαινιστών τις Ι. Μονής Παρθενίου και Ευμενίου.
Στο μοναστηρι υπαρχουν δυο μεγαλες θαυματουργες εικονες
α) Η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας Ελεούσης του Κύκκου
β) Η Θαυματουργός Ιερά Εικόνα της Υπαπαντής.
Τα λείψανα των 2 αγίων φυλάσσονται στη Μονή Κουδουμά και εκτίθενται σε λαϊκό προσκύνημα στις μεγάλες γιορτές.
Πηγή: ΠΑΝΑΓΊΑ ΠΟΡΤΑΪ́ΤΙΣΣΑ – ΙΕΡΆ ΜΟΝΉ ΙΒΉΡΩΝ