Κείμενο – φωτογραφίες: Γεώργιος Χουστουλάκης
Μαρτυρία
Η θέση που σήμερα είναι χτισμένη η Γαλιά, στην πραγματικότητα κάποτε ήταν μια άγονη πλαγιά, χωρίς ιδιαίτερο καλλιεργητικό ενδιαφέρον.
Είχε όμως πολλά άλλα πλεονεκτήματα η θέση αυτή, για να μπορέσει να χτιστεί ένα χωριό. Είχε μεγάλο εύρος ορατότητας, έτσι που να διαθέτει σπουδαία πανοραμική θέα, η οποία επεκτείνεται δυτικά έως τη θάλασσα, ώστε να διακρίνονται και νησιά Παξιμάδια ακόμα και η Γαύδος και Γαυδοπούλα που βρίσκονται χιλιόμετρα μακριά, κοντά στα Χανιά!
Νότια απλώνονται στους πρόποδες της οροσειράς των Αστερουσίων πολλά χωριά, που τη νύχτα μοιάζουν με φωτεινή χάνδρα. Φυσικά ανατολικά έχει τα Τρία Κεφάλια, τρείς λόφοι στη σειρά που μαζί με τη Γαλιανή Παπούρα είναι τέσσερις, δίνουν ένα ευχάριστο τόνο, και κάνουν την ανατολή του ήλιου ακόμα πιο γοητευτική!
Από το βορά δε, έχει την άλλη οροσειρά του Ψηλορείτη, που περιέχει του «Διγενή τη Σέλα», άλλο ένα σημείο αναφοράς, που στη θέα της και μόνο, ο ντόπιος νοιώθει μια ανάταση ψυχής, από το δέος και τη δύναμη του Διγενή Ακρίτα, που είχε το βουνό αυτό σαν «σέλα» για να κάθεται!.
Δεν είχε υγρασία το μέρος, και το κλίμα ήταν ιδανικό όσο το χειμώνα όσο και το καλοκαίρι!
Eίχε αρκετές φυσικές πηγές καλού φυσικού νερού η περιοχή, όπως η κρήνη στα Καπελωνιανά, η Κουτσουνάρα στα Δρακακιανά, δύο καβούσια στου Αγγέλου κλπ.
Πριν την Τουρκοκρατία μας λέει η έρευνα του κ. Μύρωνα Μαραγκάκη, από πληροφορίες που είχε ακούσει ο ίδιος από τον πατέρα του που ήταν σε ηλικία 105 ετών μας λέει τα εξής:
>Υπήρχαν οικογένειες που ζούσαν στη περιοχή και ήταν όλοι βοσκοί από το 1583 ήδη, που η Γαλιά αναφέρεται από τις απογραφές των Ενετών με το όνομα Gagliα με 120 κατοίκους , στη πραγματικότητα ήταν σκόρπιες οικίες, κυρίως πέτρινα κονάκια με τα μαντριά τους, που κατέβαιναν για τα χειμαδιά τους, αλλά όμως δεν υπήρχε συγκροτημένο χωριό, ειδικά στη θέση που υπάρχει σήμερα η Γαλιά .
Τα περισσότερα μαντριά ήταν σε ένα περίγραμμα που περικλείει η περιοχή από το σημείου που είναι η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου μέχρι το Πέρα Μετόχι, να φτάσει στο Καλύβι να περάσει τον Κουμπέ, και να φθάσει στο Χαλκιά.
Στο περίγραμμα αυτό, στην πραγματικότητα υπήρχαν 20 μαντριά Βοριζανών βοσκών, που κατέβαζαν τα γιδοπρόβατά τους το χειμώνα για να «ξεχειμωνιάσουν», και μετά τον Απρίλη και πάλι τα ανέβαζαν στη Νίδα!
Στην επανάσταση όμως του 1821 ξεσηκώθηκαν πολλές περιοχές στη Κρήτη. Είχαμε επαναστάσεις στα Χανιά, στα Σφακιά, στον Αποκώρονα, στο Ρέθυμνο στο Αμάρι, αλλά και στη Πάνω Ρίζα της Μεσαράς!
Η Πάνω Ρίζα της Μεσαράς περιελάμβανε τα χωριά Καμάρες, Βορίζα, Λοχριά, Ζαρό, Γέργερη, Πανασό, Αγία Βαρβάρα κλπ.
Από τα Βορίζα είχαν βγει τότε πολλοί στο βουνό σαν αντάρτες, που λεγόταν «χαίνηδες».
Οι Τούρκοι για να καταπνίξουν τους εξεγερμένους κρητικούς, πούλησαν τη Κρήτη στον Αλή Πασά της Αιγύπτου το 1822 για 500.000 γρόσια!
Ο Αλή Πασάς αμέσως έφερε από την Αίγυπτο 10.000 τουρκαλβανούς μισθοφόρους που συντηρούσε εκεί, και τους αμόλησε στο νησί, με σκοπό να εξολοθρεύσουν όλους τους εξεγερμένους χαίνηδες.
Έτσι άρχισαν να κάνουν επιδρομές και προς τα Βορίζα, που φυσικά είχαν τους περισσότερους χαίνηδες!
Τότε ήταν που οι πρώτοι Βοριζανοί αναγκάστηκαν να πάρουν τις οικογένειές τους , και αρκετοί να τις κατεβάσουν στα χειμαδιά τους για να τις σώσουν, αφού τις στεγάσουν κάπου. Ήδη με τις πρώτες κιόλας επιδρομές είχαν κάψει και καταστρέψει τα περισσότερα σπίτια του χωριού Βορίζα.
Αφού κατέβασαν τις οικογένειες τους έχτιζαν σε κάθε μαντρί δίπλα ένα κτίσμα το λεγόμενο «μητάτο». Ήταν πέτρινο κτίσμα όπως η ξερολιθιά 2 επί 3 μέτρα περίπου. Εκεί ξώμεναν προσωρινά και επίσης στοίβαζαν το χειμώνα και τα πράγματά τους, ρούχα, καζάνια τυριά, τουπιά, μαδαριές κλπ. Εκεί στέγασαν και τις οικογένειές τους προσωρινά.
Ωστόσο με τη γενική αμνηστία που δόθηκε από το Σουλτάνο το 1824, παρ’ όλα αυτά οι περισσότερες Βοριζανές οικογένειες δεν επιθυμούσαν να γυρίσουν πίσω στα Βορίζα .
Προτιμούσαν το χειμαδιό, μια και κανείς πλέον δεν τους ενοχλούσε!
Τότε πολλοί αποφάσισαν να πουλήσουν κάποια ζώα τους σε καστρινούς ζωέμπορους και μεγαλοχασάπηδες, και με τα χρήματα αυτά στη θέση που ήταν το μητάτο τους, να χτίσουν ένα με δύο δωμάτια, και να στεγάσουν εκεί οριστικά πλέον τις οικογένειές τους!
Τα σπιτάκια αυτά αποτέλεσαν το πυρήνα του οικισμού, που αργότερα ονομάστηκε Γαλιά!
Ο χώρος που περιλαμβάνεται σήμερα η Γαλιά, ήταν μέρος με θάμνους και κλαδερά, και είχε παραχωρηθεί με φιρμάνι του πασά του Ηρακλείου σε ένα τούρκο μπέη αλλά και μεγαλοτσέλιγκα, τον ξακουστό Ρετζέπ αγά.
Τότε είχε εκεί τα μαντριά του με πολλές εκατοντάδες γιδοπρόβατα. Είχε βοσκούς ρωμιούς αλλά και αραπάδες και τα φρόντιζαν .
Με το φιρμάνι του πασά, αυτός καταπάτησε όλες σχεδόν τις εκτάσεις της περιφέρειας Γαλιάς, είτε άγονες, είτε καλλιεργήσιμες!
Έτσι στο εξής ο Ρετζέπ αγάς νοίκιαζε ή πουλούσε σε Βοριζανούς βοσκούς κομμάτια από αυτές τις εκτάσεις! Οι Βοριζανοί πλέον που κατέβηκαν, ζούσαν μόνιμα στο «Βοριζανό Χειμαδιό», όπως έλεγαν τον νέο τους οικισμό, που αργότερα ονομάστηκε «Γαλιά».
Γιατί το χωριό μας ονομάστηκε «Γαλιά»;
Οι νέοι μόνιμοι πλέον κάτοικοι του οικισμού ήταν πολύ ευχαριστημένοι, τους μιμήθηκαν και άλλες Βοριζανές και κατέβηκαν και εκείνοι κατά καιρούς. Το μετόχι σιγά – σιγά μεγάλωνε, και σε κάθε ξεσηκωμό, είχαμε και άλλους Βοριζανούς στο μετόχι.
Με τον καιρό όμως το χωριό άρχισε να συγκροτείται, και οι κάτοικοι αισθάνθηκαν την ανάγκη να έχουν και μια εκκλησία!
Στη πραγματικότητα σκέφτηκαν να χτίσουν εκεί ένα μικρό εξωκλήσι, για τις θρησκευτικές τους ανάγκες!
Μεταξύ τους μάζεψαν χρήματα, και μόνοι τους αποφάσισαν να πάρουν τα γαϊδουράκια τους και να κουβαλήσουν τις πέτρες!
Από τότε οι κάτοικοι όλοι ήταν πολύ εργατικοί, και «δεν ξαργούσαν», παρά σε ελάχιστες γιορτές!
Εφώναξαν λοιπόν τους μαστόρους, και άρχισαν το χτίσιμο της πρώτης τους μικρής εκκλησίας!
Οι άνδρες συνεχώς κουβαλούσαν τις πέτρες, οι μαστόροι έχτιζαν, και οι γυναίκες τους ή οι κόρες των βοσκών, κουβαλούσαν το νερό από τη Κουτσουνάρα ή από τα Καπελωνιανά με τα σταμνιά στον ώμο, ή με τα γαϊδουράκια, και το άδειαζαν στα ξύλινα βαρέλια, για να κάνουν οι χτίστες λάσπη!
Τη μέρα του Αγίου Πνεύματος
Είχε μπει για καλά το καλοκαίρι, και έφτασε και η γιορτή του Αγίου Πνεύματος!
Οι χριστιανοί της εποχής, αν και δεν ξαργούσαν στις περισσότερες γιορτές, μα τη μέρα αυτή τη θεωρούσαν μεγάλη γιορτή, και φυσικά μεγάλη αργία!
Μάλιστα έλεγαν τότε και ένα ρητό, για να τονίσουν το μέγεθος της γιορτής:
«Του Αγίου Πνεύματος οι μύλοι αργιούνε, οι δούλοι ξαργιούνε, και οι γαϊδάροι σκόλη την έχουνε!»
Έτσι καμία γυναίκα δεν πήγε να φέρει νερό εκείνη την ημέρα, και τα ξύλινα βαρέλια παρέμειναν άδεια!
Την άλλη μέρα το πρωί που ήρθαν οι μαστόροι, βρήκαν τα δοχεία άδεια! Οι γυναίκες είχαν πάει μεν για νερό, αλλά αργούσαν. Ο πρωτομάστορας γκρίνιαζε και έβριζε για το χασομέρι.
Τότε ένας βοσκός που ήταν εκεί δίπλα το σπίτι του, λέει στο πρωτομάστορα:
-Μάστορα, να σου κάνω μια ερώτηση?
-Λέγε! Του απαντά εκείνος.
-Δε μου λες, με γάλα μπορείτε να κάνετε λάσπη?
-Και βέβαια μπορούμε! Του απαντά ο αρχιμάστορας.
-Ε άμα είναι ετσά, ελάστε να πάρετε ολόκληρο το καζάνι που το χω γεμάτο, και το έχω εκειέ στο κονάκι μου!
Αμέσως προθυμοποιηθήκανε και άλλοι βοσκοί και φέρανε και εκείνοι τα δικά τους καζάνια και τα άδειασαν στο κενό ξύλινο βαρέλι. Οι χτίστες άρχισαν επιτέλους και έχτιζαν κανονικά την εκκλησία!
Τότε έβγαλε κέφι και ο πρωτομάστορας, και άρχισε μάλιστα και να καλαμπουρίζει!
-Επαέ μωρέ, δεν ήπρεπε να το λέτε «Βοριζανό Χειμαδιό» με τόσο γάλα! Ήπρεπε να το λέτε «Γαλιά»! Πράγματι έτσι στο χωριό έμεινε αυτό το όνομα!
Το εκκλησάκι τελείωσε, και το αφιέρωσαν στον Άγιο Γεώργιο τον Τροπαιοφόρο, και παρέμεινε όπως είναι μέχρι το 1890 περίπου!
Μεγαλώνοντας το χωριό, γκρέμισαν το μικρό αυτό εκκλησάκι και στη θέση του φτιάχτηκε εκκλησία μεγαλύτερη, δίκλιτη που και αυτή παρέμεινε μέχρι το 1964, που επειδή το χωριό ήταν ήδη κεφαλοχώρι με 2000 κατοίκους, γκρεμίστηκε και πάλι για να γίνει μεγαλύτερη, και στη μορφή που έχει σήμερα.
Για την ιστορία να πούμε πως το πρώτο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου ήταν μονόκλιτο, η δεύτερη κατασκευή είχε δύο κλίτη, προστέθηκε και αυτό της Θεοτόκου. Η τελευταία κατασκευή του ναού έχει πλέον τρία κλίτη. Τον Άγιο Γεώργιο, τα Εισόδεια της Θεοτόκου, και προσετέθη και η το κλίτος των Τριών Ιεραρχών.