Κατά τον Brophy (1983), οι επιτυχημένοι δάσκαλοι όχι μόνο χρησιμοποιούν τον έπαινο για την υιοθέτηση εσωτερικών προσδιορισμών και τη δημιουργία εσωτερικών κινήτρων στους μαθητές τους αλλά διαθέτουν και ορισμένα χαρακτηριστικά στη διδασκαλία τους που τους ξεχωρίζουν.
Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό είναι ότι λαμβάνουν υπόψη τις ατομικές διαφορές των μαθητών τους, που έχουν να κάνουν με την ηλικία και την τάξη στην οποία βρίσκονται, το φύλο τους, την ευφυΐα και το επίπεδο επίτευξης του μαθητή, την προσωπικότητα των μαθητών και τα κίνητρά τους. Αυτό σημαίνει ότι άλλου είδους αλληλεπίδραση θα έχουν με τους μικρότερους και πιο αδύναμους μαθητές (ένα προς ένα επαφή και πιο δομημένη διδασκαλία) και άλλη με τους μεγαλύτερους και πιο προχωρημένους μαθητές (περισσότερη ελευθερία και ανακαλυπτική μάθηση, αλληλεπίδραση σε επίπεδο ιδεών).
Μερικά άλλα κρίσιμα χαρακτηριστικά των πετυχημένων δασκάλων είναι:
1) Η προσδοκία ότι θα πετύχουν στη διδασκαλία τους και πως οι μαθητές τους θα μάθουν. Αν μια μέθοδος αποτυχαίνει, τότε χρησιμοποιούν άλλη, μέχρι που να πετύχουν το στόχο τους.
2) Η ορθή κατανομή του χρόνου του σχολείου σε δραστηριότητες μάθησης . Υπάρχει προσανατολισμός προς τα έργα που πρέπει να επιτευχθούν, και η σχολική εργασία είναι εντατική αλλά σε περιβάλλον ευχάριστο και φιλικό. Παρά τις υψηλές προσδοκίες επίτευξης, δεν υπάρχει τιμωρητικό περιβάλλον που δημιουργεί άγχος. Υπάρχει ενθουσιασμός με τη μάθηση και την επίτευξη.
3) Ο χειρισμός και επίβλεψη της τάξης είναι συνεχής. Ο δάσκαλος συντηρεί τη συνεχεία του μαθήματος με επικάλυψη με τα προηγούμενα κεφάλαια, με πρόκληση της προσοχής στο αντικείμενο της διδασκαλίας και με ποικιλία στις ζητούμενες εργασίες. Κρατά τους μαθητές απασχολημένους ώστε να μην υπάρχει διασπαστική συμπεριφορά. Εξασφαλίζει ότι οι μαθητές γνωρίζουν τι περιμένει ο δάσκαλος από αυτούς και πώς θα το επιτύχουν.
4) Η διευθέτηση των βημάτων της διδασκαλίας είναι τέτοια που ο ρυθμός του μαθήματος να μην είναι αργός —οπότε προκαλεί χαλάρωση της προσοχής —, ούτε πολύ γρήγορος, γιατί δεν μπορούν να τον παρακολουθήσουν οι μαθητές. Ο ρυθμός βάδην (μικρά βήματα σε γρήγορο ρυθμό) φαίνεται ότι είναι κατάλληλος για τη συντήρηση της προσοχής και τη μάθηση. Ο ρυθμός αυτός αλλάζει ανάλογα με τη δυσκολία του αντικειμένου του μαθήματος. Πιο δύσκολα θέματα απαιτούν αργότερους ρυθμούς. Επίσης, ο ρυθμός επιτυχίας στο κάθε επιμέρους έργο πρέπει να είναι πολύ υψηλός, ώστε να εξασφαλίζεται η ομαλή μετάβαση στα επόμενα Βήματα της διδασκαλίας.
5) Η διδασκαλία είναι ενεργητική, με επίδειξη δεξιοτήτων, επεξήγηση εννοιών, δημιουργία συνθηκών συμμετοχής και άσκησης, ερμηνεία του πώς γίνεται η άσκηση πριν τα παιδιά αρχίσουν την προσπάθεια με αυτήν.
6) Η διδασκαλία δε σταματά μέχρι να υπάρξει υπερμάθηση, δηλαδή πλήρης κατοχή και επανάληψη, σε σημείο που να μην υπάρχουν κενά στη γνώση.
Πραγματικά, η διδασκαλία είναι μια τέχνη που συχνά είναι δύσκολο να περιγράφει και να εφαρμοστεί, γιατί υπάρχει μια συνεχής προσαρμογή των μεθόδων και πρακτικών ανάλογα με την τάξη και τους μαθητές που έχει κανείς απέναντι του. Αυτό που φαίνεται να έχει σημασία είναι ο ενθουσιασμός του δασκάλου με τη δουλειά του, ο οποίος παρασύρει και τους μαθητές σε αυτήν. Ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο ενθουσιασμός στην αρχή της μάθησης, όταν ο μαθητής δε διαθέτει ακόμη κίνητρα δικά του και προσδιορισμούς εσωτερικούς που θα συντηρούν την προσπάθειά του. Όσο προχωρεί ο μαθητής και πλησιάζει την περιοχή του ειδικού (του δασκάλου ή του καθηγητή), τόσο αλλάζει και η μορφή της διδασκαλίας, μια και τότε χρειάζεται η μύηση του μαθητή στη βαθύτερη κατανόηση των σχέσεων που διέπουν τα φαινόμενα. Τότε η διδασκαλία γίνεται πιο εξειδικευμένη και πιο λεπτομερειακή, και η υπάρχουσα εσωτερική ευχαρίστηση ενισχύεται από την επίτευξη νέων επιπέδων κατανόησης και επίδοσης.
ΠΗΓΗ : αντικλείδι