του Αντώνη Κουκλινού
Τη μ-παρασύρα να βαστά, τη σκάλα ν’ ανεβαίνει,
σε τούτα τα χαλάσματα, νοικοκερά, δε μπαίνει.
Κοπέλια δε γροικούνται μπλιό, στσ’ αυλές και τα σοκάκια,
να τα θωρείς να τζέλουνται, σα τζ’ αίγας τα ριφάκια.
Κουδούνι δε ξαναχτυπά, σκολιό δε ξανα ‘νοίγει,
μάνα το γιό στη ξενιθιά, δε θα φιλεί να φύγει.
Νερό για να ξεκαψωθεί, όπχιος και να ζητήξει,
το νοικοκύρη δε θα βρεί, τη χέρα να του σφίξει.
Χριστός Ανέστη και Λαμπρή, κιανείς δε θα γιορτάσει,
ούτε παπάς Αγιασμό, στα σπίθια θα μοιράσει.
Χαλάσματα πομείνανε, στη μ-περασά του χρόνου,
κι όπχιος περνά και τα θωρεί, δε ποξεχνά του πόνου.
Τρέχει του χρόνου ο ποταμός, θύμησες παρασέρνει,
κι ότι πετύχει μπόσικο, στη φεύγα ντου το παίρνει.
Χρόνε που δε ν’ εφάνηκες, καθόλου λυπησσάρης,
κι ερήμωσες έτσά χωργιό, μαζί σου, να το πάρεις…