Γράφει ο Μιχάλης Στρατάκης*
Ό,τι πίνεται, το ήπια απόψε. Τουλάχιστο ό,τι υπήρχε. Τσικνοπέμπτη γαρ.
Όμως, στο μυαλό μου είχε μπει, σφήνα που με πονούσε, η… κανελάδα!
Εκείνη η αξεπέραστη μεταλάβωση, με το χρώμα του αιμάτου, με το άρωμα του παραδείσου και με τη γεύση του φιλιού της μάνας.
Και να πεις ότι την είχα πιεί πρόσφατα και τη θυμόμουνα; Εξήντα χρόνους έχω να πιώ κανελάδα. Ποιός διάολος την έφερε στη θύμησή μου δεν ξέρω. Ξάφνου τη θυμήθηκα.
Λύθηκε από τα γκέμια του ο νους μου και κάλπασε όθεν τα πίσω. Αγία Βαρβάρα, Ανεγύροι, Βουρβουλίτης, Άγιοι Δέκα, Μοίρες.
Ημέρα Σάββατο, που γινόταν το μεγάλο παζάρι. Εκεί ζούσε τότε η φαμελιά μας.
Ξανάδα τον εαυτό μου, μικρό παιδί, ξυπόλητο με κοντό πατελονάκι, μπροστά στον πάγκο εκείνου που πουλούσε κανελάδα.
Αξέχαστη εικόνα. Δίπλα του, καταγής ένα τσουβάλι χιόνι μαζί με άχυρο. Το άχυρο λειτουργούσε σαν μόνωση και δεν άφηνε το χιόνι να λιώσει γρήγορα. Από τον Ψηλορείτη ήταν κατεβασμένο το χιόνι. Μέρες ανεβοκατέβασμα στα όρη, για ένα μεροκάματο.
Μπροστά του, πάνω στον αυτοσχέδιο πάγκο, δυο μπουκάλια κανελάδα, ένα αλουμινένιο κύπελο και μιά αλουμινένια λεκάνη, γεμάτη νερό.
Η διαδικασία απλή. Λίγη κανελάδα στο κύπελο και απάνω της μιά χούφτα χιόνι. Σπανίως χωρίς άχυρα.
Έπινε ο πελάτης την κανελάδα, έχωνε και τα δαχτύλια του μέσα γιά να γλύψει και το τελευταίο ίχνος, ακουμπούσε το κύπελο στο κούτελο και στα μάγουλα του, για να σβύσει το λιοπύρωμα του μεσσαρίτικου κάμπου και επέστρεφε το κύπελο στον κανελαδοπώλη.
Αυτός, βουτούσε το κύπελο στη λεκάνη και υποτίθεται ότι το έπλυνε. Λέω υποτίθεται, γιατί στο ίδιο νερό της λεκάνης έπλυνε το κύπελο αμέτρητες φορές. Κατράμι μαύρο είχε γίνει το νερό της λεκάνης.
Μιά φορά όλη κι όλη με αξίωσε ο Θεός να πιώ κανελάδα στις Μοίρες.
Αλλά ήταν σαν να με μεταλάβαιναν όλοι οι άγγελοι μαζί.
Εκείνη τη φορά θυμήθηκα απόψε.
Η γυναίκα μου, νόμιζε ότι με είχαν πιάσει τα ψυχοπλακωτικά μου και δε μου μιλούσε, μόνο με στραβοξάνοιγε να δει πότε θα μου περάσει η κατασκέπαση.
Μα μήτε κι εγώ της μιλούσα.
Τι να της έλεγα;
Ότι ήθελα να βρίσκομαι στις Μοίρες, στο παζάρι και να πίνω κανελάδα με χιόνι και άχυρα;
Από το τσίγκινο κύπελο που βουτιώτανε στη λεκάνη με το μαύρο νερό;
Και να ‘κουμπώ το παγωμένο κύπελο στο κούτελο και στα μάγουλα μου, για να σβύνω το λιοπύρωμα του μεσσαρίτικου κάμπου;
Και να ‘μουνα ξυπόλυτος, με κοντό πατελονάκι;
Και όμως, αυτό ήθελα. Μόνο αυτό και τίποτε άλλο.
* Ο Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος με καταγωγή τις Γκαγκάλες της Μεσαράς