Γράφει ο Κώστας Γ. Τσικνάκης*
Πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, από τις ωραιότερες περιγραφές που έχουμε στη διάθεσή μας για το κλίμα που επικρατούσε στην Αθήνα την πρώτη μέρα του Ελληνοϊταλικού Πολέμου.
Έχει γραφτεί από τον Γιώργο Θεοτοκά, βασικό εκπρόσωπο της λογοτεχνικής γενιάς του Τριάντα. Στο «Ημερολόγιο», που άρχισε να τηρεί από τα μέσα Μαΐου του 1939 ώς τα τέλη Οκτωβρίου του 1953, σημείωνε τις κινήσεις του, καθημερινά περιστατικά που έπεφταν στην αντίληψή του αλλά και σκέψεις του για γεγονότα της εποχής.
Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου, όταν ξεσπά ο Πόλεμος, τον βρίσκει στην Κηφισιά. Στο λεωφορείο, που τον μεταφέρει στην Αθήνα, θέλει να φαίνεται ψύχραιμος. Προσέχει τις αντιδράσεις των συνεπιβατών του αλλά και τις κινήσεις των κατοίκων στους δρόμους. Φτάνοντας στο δικηγορικό γραφείο του, στο κέντρο της Αθήνας, μένει για λίγο. Έχει αντιληφθεί όσα διαδραματίζονται και ασφυκτιά. Φροντίζει να διεκπεραιώσει γρήγορα τις τρέχουσες υποθέσεις του κι ύστερα βγαίνει έξω.
Περιπλανιέται στους δρόμους. Παρατηρεί το πλήθος, που ολοένα αυξάνεται και τις αντιδράσεις του. Την προσοχή του τραβούν μια πολυπληθής νεανική διαδήλωση και η καταστροφή των γραφείων κάποιας εταιρείας ιταλικών συμφερόντων. Μοιάζει να παρασύρεται από όσα εξελίσσονται μπροστά του. Έχοντας πλήρη συναίσθηση της κρισιμότητας των στιγμών προχωρεί σε κάποιους συλλογισμούς. Δείχνει ενθουσιασμένος από το αναζωογονητικό κλίμα που διαπιστώνει ότι κυριαρχεί. Τις σκέψεις του διακόπτουν οι τυχαίες συναντήσεις με γνωστούς του, στην πλειονότητά τους λογοτέχνες, με τους οποίους συμπορευόταν. Ανταλλάσσει μαζί τους ιδέες για όσα συμβαίνουν. Κυρίως, όμως, συζητούν για την κατάσταση στο πολεμικό μέτωπο. Ο συναγερμός που ηχεί αντιμετωπίζεται, στην αρχή, με απάθεια από τον κόσμο. Μόνο όταν ηχούν τα αντιαεροπορικά πυρά, επικρατεί προβληματισμός, όχι όμως έντονος. Στο καταφύγιο, όπου καταφεύγουν οι ένοικοι της πολυκατοικίας του, διατηρεί την ψυχραιμία του. Η μεσημεριανή ανάπαυλα στο σπίτι και η προσπάθεια αυτοσυγκέντρωσης με το διάβασμα στίχων του Διονυσίου Σολωμού δεν στάθηκαν ικανές να τον αποσπάσουν από τον πυρετό της μέρας. Νωρίς το απόγευμα, ξαναβγαίνει και περπατά στους δρόμους. Παρακολουθεί τις κινήσεις των επιστράτων, οι οποίοι πηγαίνουν χαρούμενοι να καταταγούν. Εντυπωσιάζεται από τη γιορταστική ατμόσφαιρα που υπάρχει στην πόλη.
Όταν, αποκαμωμένος, επιστρέφει αργά το απόγευμα στην Κηφισιά, γνωρίζει ότι η χώρα έχει μπει σε καινούργια περίοδο. Το επιβεβαιώνουν και οι δυσάρεστες ειδήσεις που κατέφθαναν από την επαρχία. «Αν ζήσουμε θα έχουμε να λέμε ιστορίες», γράφει χαρακτηριστικά, κλείνοντας την ημερολογιακή εγγραφή.
Κηφισιά 28 Οκτωβρίου 1940
Ξυπνώ με τις καμπάνες που σημαίνουν την κήρυξη του πολέμου και τον πρώτο συναγερμό. Επιτέλους είμαστε μέσα! Ο ωραιότατος καιρός, οι καμπανοκρουσίες, κάποια κίνηση ιδιαίτερη, κάποια έξαψη που αισθάνουμαι αμέσως τριγύρω μου, στο σπίτι, στο δρόμο, στα άλλα σπίτια και στους κήπους, όλα αυτά προσδίδουν, από την πρώτη στιγμή, στην ημέρα που αρχίζει, μια όψη εορτάσιμη, πανηγυρική. Η πρώτη σκέψη μου είναι: «Το μεσημέρι το αργότερο θα έλθουν τα αεροπλάνα να μας βομβαρδίσουν».
Ξεκινώ για την Αθήνα νωρίτερα από τη συνηθισμένη μου ώρα. Στο δρόμο, ενώ πηγαίνω προς τον Πλάτανο να πάρω το λεωφορείο, με συνοδεύει μια γριά προσφυγίνα, μαγείρισσα σε κάποιο σπίτι όπως μου λέει, που τρέχει να πάει στον Πειραιά να δει τί γίνουνται τα παιδιά της. Είναι πανικόβλητη, μου μιλά για την καταστροφή της Σμύρνης, για τα πτώματα στους δρόμους.
Στο λεωφορείο διαβάζω την εφημερίδα μου και ξεχνιούμαι. Απάθειά μου. Οι επιβάτες μιλούν για τον πόλεμο με πολλή ψυχραιμία και κάποτε με ευθυμία.
Μετά τους Αμπελοκήπους, μπαίνοντας στην Αθήνα αντικρύζω την πρώτη πολεμική εικόνα και αισθάνουμαι την πρώτη συγκίνηση της ημέρας. Μια στρατιωτική μονάδα φεύγει από τα Παραπήγματα, Οι στρατιώτες είναι άοπλοι. Είναι πολύ νέοι και καλά ντυμένοι. Τραγουδούν, γελούν και παίζουν φάπες, κάνουν σαν παιδιά που ξεκινούν για μια ευχάριστη εκδρομή. Μες στο λεωφορείο μου μια γυναίκα ξαφνικά αρχίζει και κλαίει με λυγμούς, μια άλλη κλαίει κρυφά, στρέφει το πρόσωπό της προς τα έξω για να μην την δουν.
Φτάνω στο γραφείο, συζητώ με τον Αλέκο για τις εκκρεμείς υποθέσεις, ύστερα βγαίνω στην οδό Βουκουρεστίου. Παντού υπάρχει μια κίνηση ασυνήθιστη, αλλά τίποτα που να μοιάζει με φόβο. Ο κόσμος είναι γενναίος και εύθυμος, πηγαινοέρχεται στους δρόμους, συζητεί με θέρμη, αλλά χωρίς υπερβολική νευρικότητα.
Ξαναβρίσκω όλη την απάθειά μου που είχε θαρρείς κλονιστεί για μια στιγμή στο λεωφορείο. Αισθάνουμαι ότι ανήκω σ’ ένα σύνολο που δεν έχασε την αυτοπειθαρχία του. Το αίσθημα αυτό μου δίνει κάποια περηφάνια.
Στη γωνία Βουκουρεστίου και Σταδίου μια αρκετά μεγάλη διαδήλωση νέων έχει επιτεθεί στα γραφεία της Ala Litoria. Σπάζουν τις πόρτες, μπαίνουν μέσα και τα σπάνουν όλα, γεμίζουν το δρόμο με συντρίμμια και χαρτιά. Το νεανικό πλήθος φωνάζει και γελά. Αισθάνουμαι ότι μου μεταδίδει τον ενθουσιασμό του, φωνάζω και εγώ και γελώ.
Σιγά-σιγά η Αθήνα παίρνει το ύφος των μεγάλων εθνικών εορτών, κάτι που θυμίζει λ.χ. τα Εκατόχρονα της Ελληνικής Επανάστασης, αλλά πιο αυθόρμητα και πιο νεανικά. Καιρός θαυμάσιος, καταγάλανος ουρανός. Πλήθη νέων, με στολές της ΕΟΝ ή με πολιτικά, έχουν χυθεί στους κεντρικούς δρόμους, με λάβαρα, σημαίες, δάφνες, μουσικές. Κρατούν εικόνες του βασιλιά, του Μεταξά, του καταδρομικού «Έλλη» με την επιγραφή: «Δεν λησμονούμε». Ο κόσμος συμμετέχει σ’ αυτές τις εκδηλώσεις, χειροκροτεί, ζητωκραυγάζει. Είχα πολλά, πάρα πολλά χρόνια να δω τέτοιο ενθουσιασμό στην Αθήνα. Αισθάνεται κανείς ένα πάθος μες στον αέρα, ένα φανατισμό, μια λεβεντιά. Ξύπνησε το ελληνικό φιλότιμο, είναι κάτι ωραίο. Και μια τέλεια εθνική ενότητα. Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που αισθάνουμαι τέτοιαν ομόνοια να βασιλεύει στον τόπο.
Κανείς δεν σκέπτεται αυτή τη στιγμή ότι ο εχθρός είναι δέκα φορές ισχυρότερος, ότι ο θάνατος κρέμεται από πάνω μας μέσα σ’ αυτόν τον λαμπρό ουρανό. Αισθάνουμαι μια μεγάλη αγάπη για τον ελληνικό λαό, μια αγάπη γεμάτη αλληλεγγύη, στοργή και αντρική εκτίμηση. Είναι ένας όμορφος, λεβέντικος, ευγενικός και έξυπνος λαός, είναι ένας λαός που αξίζει περισσότερο από ορισμένους μεγάλους λαούς του κόσμου και ασφαλώς πολύ περισσότερο απ’ αυτούς τους ξιπασμένους που ξεκίνησαν σήμερα να μας κατακτήσουν.
Μου κάνει εντύπωση πως όλες οι εκδηλώσεις της Αθήνας σήμερα, ακόμα και οι εκδηλώσεις που έχουν ένα τόνο μίσους και βίας, γίνουνται με κάποιο ύφος αυθόρμητης ευγένειας, με κάποια αξιοπρέπεια, με κάποιον ορμέμφυτο πολιτισμό που απεχθάνεται τη χυδαιότητα και την προστυχιά. Στις κρίσιμες ώρες οι Έλληνες βρίσκουν τον πιο αληθινό εαυτό τους, ενώ στις ομαλές περιστάσεις συμβαίνει τόσο συχνά να τον ξεχνούν!
Επιστρέφω στο γραφείο ύστερα από αρκετή ώρα, αφού συναντώ στην οδό Σταδίου ένα σωρό φίλους, τον Κατσίμπαλη, το Δημαρά, το Σεφέρη, τον Ελύτη και άλλους. Ο Κατσίμπαλης γρινιάζει, ο Σεφέρης τον μαλώνει.
Στο δρόμο με βρίσκει συναγερμός. Δεν κάνει αίσθηση σε κανέναν, ο κόσμος περιδιαβάζει σα να μη συνέβαινε τίποτα, ψάχνει να δει τα αεροπλάνα στον ουρανό. Όταν φτάνω στο γραφείο αντηχούν τα πρώτα αντιαεροπορικά πυρά, που μοιάζουν πολύ κοντινά. Κατεβαίνει όλη η πολυκατοικία στο καταφύγιο, δυο γυναίκες μισολιγοθυμούν, και εγώ τις παρηγορώ.
Ξαναβγαίνω σε λίγο, συναντώ το Σαραντίδη και το Βακαλόπουλο. Ο τελευταίος συγκρίνει την εορτάσιμη όψη της Αθήνας με την όψη που είχε το Παρίσι τη μέρα που η Γαλλία κήρυξε τον πόλεμο, μιλά για την κατήφεια και τη μελαγχολία των Γάλλων. Φλυαρούμε κάμποση ώρα, ύστερα πηγαίνω να γευματίσω στον «Αβέρωφ» και συναντώ το Νικολαρεΐζη, που μόλις έφτασε από το Αργυρόκαστρο όπου ήταν υποπρόξενος (οι Ιταλοί είχαν ζητήσει επισήμως την αντικατάστασή του και έτσι συνέβηκε να φύγει λίγο πριν αρχίσουν οι εχθροπραξίες). Μου μιλά για τη στρατιωτική κατάσταση στην Ήπειρο, για το χαμηλό ηθικό των Ιταλών, για το εξαίρετο ηθικό των δικών μας. Βγαίνουμε μαζί από το εστιατόριο. Στο δρόμο ξανά συναγερμός, αντιαεροπορικά πυρά κ.λπ. Μπαίνουμε μια στιγμή να προφυλαχτούμε σ’ ένα μπαρ, ύστερα παρακολουθούμε από τη γωνία Βουκουρεστίου και Πανεπιστημίου τέσσερα εχθρικά αεροπλάνα που απομακρύνονται. Αρκετός κόσμος τα παρακολουθεί και τα σχολιάζει με μπρίο.
Πηγαίνω στο σπίτι, προσπαθώ να διαβάσω Σολωμό ενώ αντηχεί ξανά συναγερμός. Ύστερα συλλογίζουμαι ότι αυτό είναι σα να κρατώ κάποια πόζα στον εαυτό μου. Κλείνω το Σολωμό, αλλά μένω στο δωμάτιό μου και δε συλλογίζουμαι να κατέβω να προφυλαχτώ.
Το απόγευμα προσπαθώ να τηλεφωνήσω στον Άγγελο Τερζάκη που μου έγραψε ένα συγκινητικό (και σήμερα πολύ επίκαιρο) γράμμα για το «Λεωνή». Δεν κατορθώνω να επικοινωνήσω μαζί του, μαθαίνω ότι έχει προσκληθεί. Η δική μου κατηγορία δεν καλείται προς το παρόν.
Περιδιαβάζω στην Αθήνα, παρακολουθώ την κίνηση των επιστράτων που πηγαίνουν συνεχώς να καταταγούν με τα μπογαλάκια τους και σχεδόν όλοι ξεσκούφωτοι. Γελούν, φλυαρούν, χειρονομούν ζωηρά. Ώς τις 5 μ.μ. περίπου που φεύγω για την Κηφισιά η Αθήνα διατηρεί την εορτάσιμη όψη της.
Εδώ στην Κηφισιά άκουσαν και το θόρυβο της μπόμπας. Θα είχανε σημαδέψει το αεροδρόμιο στο Τατόι. Στην Αθήνα δεν ακούσαμε μπόμπες.
28 Οκτωβρίου (νύχτα)
Μου τηλεφώνησε ο Τερζάκης, φεύγει αύριο.
Μαυρίλα και ησυχία βαριά. Παράξενη ησυχία. Περίμενα ότι θα είχαν συμβεί απόψε περισσότερα γεγονότα. Μα στην Πάτρα σκότωσαν αρκετό κόσμο και εξάλλου έχουμε τη νύχτα μπροστά μας.
Αν ζήσουμε θα έχουμε να λέμε ιστορίες.
Το απόσπασμα που παρατίθεται αντιγράφεται από τις σελίδες 169-173 του τόμου: Γιώργος Θεοτοκάς, «Τετράδια ημερολογίου 1939-1953», Πέμπτη αναστοιχειοθετημένη έκδοση, Πρόλογος: Μαρκ Μαζάουερ, Εισαγωγή-Επιμέλεια: Δημήτρης Τζιόβας (Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ι.Δ. Κολλάρου & Σίας Α.Ε., 2014).
* Ο Κώστας Γ. Τσικνάκης είναι Φιλόλογος και Ιστορικός από το Πετροκεφάλι της Μεσαράς και εργάζεται στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (ΕΙΕ)