Ο Περικλής Γιαννόπουλος γεννήθηκε στην Πάτρα το 1870 και ήταν γιος του μεσολογγίτη ιατρού Ιωάννη Γιαννόπουλου και της Ευδοκίας Χαιρέτη, κόρης αρχοντικής οικογένειας.
Ο Γιαννόπουλος από την παιδική του ηλικία εξοικειώθηκε με τους μύθους αλλά και τον θεαματικό θάνατο… Πρόγονοί του, από την πλευρά της μητέρας του, υπήρξε η επιφανής βυζαντινή οικογένεια των Χαιρέτη.
Ήταν αυτοί που μετά την Άλωση μετέφεραν στην Κέρκυρα, ανάμεσα σε άλλα, το σκήνωμα του Αγ. Σπυρίδωνα και της Αγ. Θεοδώρας. Ευπατρίδες και επαναστάτες, με ισχυρή κοινωνική παρουσία και σημαντική μόρφωση που απέκτησαν σε πανεπιστήμια της Δύσης, συνέχισαν την πορεία τους ανά τους αιώνες.
Ο προπάππους τού Περικλή Γιαννόπουλου, Κήρυξ Χαιρέτης, ιατροφιλόσοφος και προσωπικός ιατρός του Σουλτάνου Μαχμούτ Β’, έπαθε αποπληξία το 1824, όταν ο ίδιος ο σουλτάνος τού διάβασε έναν κατάλογο μελών της Φιλικής Εταιρείας όπου υπήρχε και το όνομά του. Ο παππούς του, Θεόφραστος Χαιρέτης, χρηματοδότησε με την οικογενειακή τους περιουσία την Επανάσταση του 1841 στην Κρήτη, ενώ ο αδελφός του Αριστείδης σκοτώθηκε το 1866 στο Ολοκαύτωμα του Αρκαδίου.
Η οικογένεια Χαιρέτη βρέθηκε στην Πάτρα το 1855, όταν ο παππούς Θεόφραστος ανέλαβε διευθυντής στο νεοϊδρυθέν Υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας, θέση-αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες που προσέφερε στην πατρίδα. Η οικογένεια Χαιρέτη θα παραμείνει ισχυρή και θα διασταυρωθεί με άλλους «επώνυμους οίκους» στην Πάτρα του 19ου – αρχών του 20ού αιώνα: οικογένειες Γερούση, Πετιμεζά, Πικραμένου, ακόμα και Μαυρομιχάλη.
Ο Περικλής γεννήθηκε στην Πάτρα τον Φεβρουάριο του 1870 και τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου αυτοκτονεί με περίστροφο στον νάρθηκα του μοναστηριού του Προφήτη Ηλία ο παππούς του Θεόφραστος. Ο Π. Χαλκιόπουλος εκφώνησε τον επικήδειό του «…το σώμα ενόσησε, και η ψυχή ενόσησε, και το πνεύμα εσκοτίσθη» (εφημερ. «Φοίνιξ», 26/11/1870). Υποθέτουμε τον σάλο που προκάλεσε το απονενοημένο στην πόλη των αστών…
Ο ίδιος ο Περικλής, μετά από αποτυχημένες προσπάθειες να σπουδάσει ιατρική στην Αθήνα και το Παρίσι, και αφού πέρασε από την Αγγλία για ένα μικρό διάστημα, επέστρεψε στην Ελλάδα στα τέλη του 19ου αιώνα και δραστηριοποιήθηκε πνευματικά σε μια ιδιαίτερα βαρύνουσα για τον ελληνισμό εποχή: ανάμεσα στην επαύριον της ήττας του 1897 και τις παραμονές της επανάστασης στο Γουδί.
Στο Παρίσι έζησε έντονη ζωή με τον συμπατριώτη του, επίσης Πατρινό, Ζαν Μορεάς και ήλθε σε επαφή με τα πνευματικά κινήματα του συμβολισμού και του αισθητισμού. Κατά την επάνοδό του στην Αθήνα γράφτηκε στη Νομική Σχολή, όπου δεν φοίτησε ποτέ, και άρχισε να δημοσιεύει μεταφράσεις ξένης λογοτεχνίας (Πόε, Π. Λοτί, Ο. Ουάιλντ) και δικά του «πεζά ποιήματα». Γρήγορα στράφηκε στην αρθρογραφία και τα δοκίμια: αρθρογραφούσε ασταμάτητα σε όλα σχεδόν τα έντυπα της πρωτεύουσας (Ακρόπολις, Νουμάς, Εστία, Άστυ, Παναθήναια, κ.ά), και εξέδωσε τα ιδεολογικά του μανιφέστα, δύο δοκίμια πολιτικού και κοινωνικού προβληματισμού: «Το Νέον Πνεύμα» (1906) και «Έκκλησις προς Πανελλήνιον Κοινόν» (1907).
Αυτοκτόνησε στις 8 Απριλίου του 1910 με θεαματικό τρόπο: μπήκε έφιππος στη θάλασσα του Σκαραμαγκά και αυτοπυροβολήθηκε. Η συλλογική μνήμη επεξέτεινε το ούτως ή άλλως προσεκτικά σκηνοθετημένο εγχείρημά του: τον θέλει να καλπάζει στη θάλασσα γυμνός, στεφανωμένος με άνθη και να αυτοπυροβολείται στο κεφάλι, έχοντας ένα νόμισμα στο στόμα του για την Αχερουσία…
Πηγή: tvxs.gr