Της Χαριστής Κουκουμπεδάκη
Δυο γέροντες παντήξανε στη στράτα μιαν ημέρα
Κι ο γείς τ’ αλλού ντως έσφιξε νεντρανιστά τη χέρα…
Με τα σαλβαροζώναρα σαρίκι και στιβάνια
δυο Κρητικοί απού ‘σανε γεμάτοι περηφάνια….
Καιρό ‘χανε να σμίξουνε, από τα έρμα νειάτα
τα χρόνια ντως τα όμορφα που ‘σαν χαρές γεμάτα…
《Γειά και χαρά σου Κωσταντή….πώς τα περνάς για πε μου
γιατί εγώ εγέρασα και κακοφαίνεταί μου….
Δεν είμαι μπλιο μου άξιος να τρέχω στο ντουκιάνι
κι είναι βολές που ολάκερος ο κόσμος δε με βάνει….
Κουράζετ’ούλο το κορμί και νάκαρα δεν έχω
κι οι γι-αντοχές μου χάνουνται και πέφτω ‘κειά που τρέχω…
Δούλεψες δεν ξανάκαμα σε θέρητα κι αλώνια
κι ως το θωρείς εφτάξαμε στω γεραθιώ τα χρόνια…
Μα δόξα να ‘χει ο Πλαστουργός απού τον κόσμο κρίνει
που ακόμη δεν εσόθεκα εις στσ’ αρρωσθιάς την κλίνη….
Και στέκομαι στα πόδια μου και τρέχω μόνο μόνο
κι ας νοιώθω ώρες και βολές στα μέλη μου τον πόνο….
《Καλώς τονε το Μιχελή…γειά σου και πάλι γειά σου
φίλε μου μα…γεράσαμε κι εγώ κι η γι- αφεδιά σου….
Ζαμάνια έχω να σε δω κι αγνώριστος λογάσαι
και δε σε νήμενα μαθές με τ’ άσπρα γένια να ‘σαι….
Κι η γι-αφεδιά μου ως το θωρείς έχει κακοποδώσει
και τρέμω, χάμαι μη βρεθώ και ποιός θα με ‘νεσκώσει….
Και σ’ ούλο το κορμί πονώ και δε θωρώ σολάι
κι η χειμωνιά τω γεραθιώ θαρρώ πως θα με φάει…
Μα δε με γνοιάζει Κωσταντή πως πόνοι μου κλουθούνε
γιατ’ άλλοι δεν προκάνουνε στα γεραθιά να ρθούνε….
Και φεύγουνε στη νειότη ντως κι απάνω στην ακμή ντως
που μια του τοίχου παίζανε μ’ ούλη τη δύναμή ντως…
Για κείνο… δόξα να ‘χει ο Θιος που φτάξαμε στα γέρα
κι ας έχω την κατσούνα μου ποκούμπι στη μια χέρα….
Μεγάλο πράμα άθρωπος να φτάξει να γεράσει
να ‘χει το νου στην κεφαλή…τα λοϊκά μη χάσει….
Γιαυτό θα κάμω μιαν ευκή οι αθρώποι να γερνούνε
και δίγγονα και τρίγγονα στη ζήση να θωρούνε….
Περήφανά ‘ν’ τα γεραθιά α δε γενούμε βάρος,
των κοπελιώ μας κι όρθιους να μας σε βρει ο Χάρος….