Της Στέλλας Καδιανάκη
Πριν μερικές μέρες κατευθυνόμενη προς τη δουλειά μου, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι μού έκανε οτοστόπ.
Ενώ τους είδα, τους προσπέρασα και σταμάτησα λίγο παρακάτω να ελέγξω το δρόμο και να προχωρήσω.
Η ζέστη των Μοιρών αφόρητη και τα τζάμια του αυτοκινήτου μου τέρμα ανοιχτά.
Το πρόσωπο μου στραμμένο προς την αριστεριά μεριά ελέγχοντας για διερχόμενα αυτοκίνητα, ένιωθα όμως τις σκιές τους από την δεξιά μεριά να πλησιάζουν στο ανοιχτό παράθυρο του συνοδηγού.
Βιάστηκα να επιταχύνω για να τους αποφύγω όμως η κίνηση στις Μοίρες όπως πάντα ανυπόφορη. Με περίσσια ευγένεια λοιπόν η ηλικιωμένη κυρία μου λεει:
“Δεν πάμε παιδί μου μακρυά, μέχρι τα Καπαριανά πάμε. Να μας πάρεις μαζί σου; Ο γιος μου έχει το τάδε (δεν το αναφέρω για ευνόητους λόγους) μαγαζί και δεν θέλουμε να τον ενοχλήσουμε. Να μας αφήσεις μέχρι το μαγαζί του παιδιού μας;;;
Πήρα τους ανθρώπους και από την ώρα που τους έβαλα μέσα στο αμάξι, μου έδιναν ευχές μέχρι και την ώρα που τους άφησα.
Μου θύμισαν τις γιαγιάδες μου, οι οποίες δεν είναι πια στη ζωή, όταν τους έκανα μια τόσο δα χάρη, αυτές το έβλεπαν βουνό, φορτώνοντας με, με του κόσμου τις ευλογίες.
Όταν δε τους ανέφερα πως έχω ψωνίσει από το μαγαζί του γιου τους, η ευγενική κυρία μου λέει:
“Να σαι καλά κορίτσι μου που προτιμάτε το παιδί μου.”
Τόσο άσχημα ένιωσα που δεν σταμάτησα κατευθείαν να τους πάρω, που χρειάστηκε να απολογηθώ στους ανθρώπους και να τους εξηγήσω πως οι εποχές άλλαξαν και τώρα πια φοβόμαστε τον διπλανό μας.
5 λεπτά δρόμος, Μοίρες-Καπαριάνα,
κι όμως ένιωσα ο πιο ευλογημένος άνθρωπος του κόσμου.
Οι γρήγοροι ρυθμοί της ζωής μας έκαναν να ξεχάσουμε την ανθρωπιά μας.
Ξεχαστήκαμε με τα προβλήματα μας και κλειστήκαμε στους εαυτούς μας.
Αν δείτε κανένα ηλικιωμένο ζευγάρι στο δρόμο και σας κάνει οτοστόπ, μην το προσπεράσετε.
Μην νομίζετε πως θα βγουν αυτοί κερδισμένοι επειδή απλά θα τους μεταφέρετε.
Εσείς θα βγείτε, για τη ψυχική γαλήνη που θα νιώσετε.
Πιστέψτε με, σας μιλάω εκ πείρας…