Όπως και στο Παρατηρητήριο τιμών στις 7/7/2023, η είδηση της εβδομάδας δεν ήταν το εντυπωσιακό 7,36 της Σκοπής στη Σητεία, έτσι και σήμερα η είδηση δεν είναι το ακόμη πιο εντυπωσιακό 8 του ΑΕΣ Παπαδιάνικων στη Λακωνία, χωρίς να παραγνωρίζω και υποτιμώ τη σημασία τους.
Παρένθεση, είχαν ενδιάμεσα καταγραφεί μεμονωμένα υψηλά και σε άλλους συνεταιρισμούς όπως στον Βλαχιώτη και στο Φοινίκι.
Όμως το ζήτημα, ακριβώς όπως το αναλύσαμε σε άλλες μας αναρτήσεις, είναι ότι πρόκειται για μεμονωμένες εμπορικές πράξεις 1-2 βυτίων, οι οποίες δεν συνιστούν αυτό που κανονικά ονομάζουμε “αγορά προϊόντος”.
Σε επίρρωση αυτού του ισχυρισμού θα επαναλάβω το απλό επιχείρημα που διατύπωσα στο προηγούμενο Παρατηρητήριο, ότι “αν απόψε κάποιος υποψήφιος αγοραστής πει ότι αγοράζει 100 βυτία με 8 ευρώ, αύριο το πρωί, δεν πρόκειται να συγκεντρώσει παρά ελάχιστα και αυτά με το ζόρι“. Και “πριν αλέκτωρ φωνήσαι τρις” στα Παπαδιάνικα προσφέρθηκαν 8 ευρώ και με το ζόρι μαζεύτηκαν οι 28 τόνοι ενός βυτίου.
Αλλά και σήμερα αν ζητήσει κάποιος υποψήφιος αγοραστής 100 βυτία προσφέροντας 8,38 (Τεντόγλου – Ελαιόλαδο, σημειώσατε 8,38;) ακόμη και 9€ πάλι με δυσκολία θα συγκεντρώσει λίγα βυτία.
Τι παίζεται στα λαμπάντε;
Κι αν αυτά συμβαίνουν στο έξτρα παρθένο, σε ό,τι αφορά τα βιομηχανικά (λαμπάντε) εκεί η ασυνεννοησία της αγοράς είναι ακόμη πιο έντονη γιατί:
α) η προσφορά είναι μικρότερη ενώ η ζήτηση είναι μεγαλύτερη
β) ο παράγων ποιότητα είναι πολύ πιο σύνθετος και πολύπλοκος, ευνοώντας τα ρίσκα αλλά και τις σπέκουλες
γ) στην Ελλάδα η αγορά είναι ακόμη πιο “ρηχή” με λιγότερες ποσότητες μειονεκτικού παρθένου και επίσης μικρότερο αριθμό μονάδων εξευγενισμού (ραφινερίες)
Με πολύ μεγάλη λοιπόν επιφύλαξη μπορούμε να πούμε σήμερα για το βιομηχανικό λαμπάντε:
– Στην Ισπανία το 1ο = 6,5€/κιλό και το ραφινέ στα 7€
– Στην Ιταλία το 5ο = 5,60€/κιλό
– Στην Ιταλία το ραφινέ = 6,60€/κιλό
– Στην Ελλάδα για το 5ο άφιξη Αθήνα, η προσφορά από τη ζήτηση έχουν μία αγεφύρωτη απόσταση κινούμενες γύρω από ένα μάλλον θεωρητηκό 5,70€/κιλό (με κάθε επιφύλαξη) στο οποίο ωστόσο δεν γίνονται πράξεις.
Εν κατακλείδι
Άρα συνοψίζουμε με τις ίδιες διαπιστώσεις των προηγούμενων μηνών:
– Κανένας σοβαρός άνθρωπος με οποιαδήποτε ιδιότητα κι αν επικαλείται (δημοσιογράφος, αναλυτής, επιστημονικός σύμβουλος, ο τελευταίος με ή χωρίς εισαγωγικά) δεν μπορεί να ξέρει μέχρι που θα φτάσουν οι τιμές (άσχετα του τι λέει και τι γράφει είτε από άγνοια, είτε για ίδιον όφελος). Καθώς πλέουμε σε αχαρτογράφητα νερά και δεν έχει η άνοδος τιμών ταβάνι.
– Η κατανάλωση αντέχει τουλάχιστον σε χώρες όπως η Ισπανία και άσχετα με το τι συμβαίνει στην Ελλάδα μας που οι αδικαιολόγητα υψηλές τιμές στο ράφι ρίχνουν ακόμη περισσότερο την κατανάλωση, (βλ. Οι αυξήσεις τιμών ελαιολάδων στα ισπανικά σούπερ μάρκετ και η ελληνική ευδαιμονία)
– Οι τιμές μπορεί (και μάλλον) θα συνεχίσουν να ανεβαίνουν έστω και με μικροποσότητες 1-2 βυτίων γιατί:
-
- υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι με πιθανή την ανισορροπία προσφοράς-ζήτησης για τους επόμενους μήνες. Όσο πρώιμα και αν βγουν κάποια ελαιόλαδα (Λακωνία, Πορτογαλία, Νότια Ιταλία),η καταναλωτική ζήτηση αντέχει στις υψηλές τιμές οπότε η 2022/23 θα κλείσει με ρεκόρ χαμηλών αποθεμάτων αφήνοντας ένα σημαντικό κενό μέχρι τουλάχιστον τα Χριστούγεννα του 2023. Αλλά και οι παραγωγές όλων αρθροιστικά των χωρών για την επερχόμενη εσοδεία 2023/24 δεν δικαιολογούν καμία μεγάλη αισιοδοξία.
- υπάρχουν και ισχυροί υποκειμενικοί λόγοι. Με εξαίρεση τους τυποποιητές που διανύουν τη δυσκολότερη συγκυρία των τελευταίων δεκαετιών, ενώ στην Ελλάδα στερούνται της απαραίτητης υποστήριξης από θεσμούς και μηχανισμόυς (πολιτεία, τράπεζες, (δι) επαγγελματικές οργανώσεις, κατάλληλα προγράμματα που κατασπαταλήθηκαν στο παρελθόν) κατά τα άλλα κρυμένη στο ημίφως των αγορών είναι η κερδοσκοπία/σπέκουλα ορισμένων εμπόρων, οι οποίοι όλους τους προηγούμενους μήνες αγόραζαν με χαμηλότερες τιμές και έχτιζαν αποθέματα, στα οποία τώρα κάθε νέα πράξη έστω των λίγων βυτίων, προσδίδει λογιστική υπεραξία και -πολύ πιθανόν- χειροπιαστό κέρδος.
- Αρκετοί παραγωγοί έχουν κυριευτεί από τον “πληθωρισμό της απληστίας” απαιτώντας ολοένα και υψηλότερες τιμές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα να κατακυρώνει συνεταιρισμός σε δημοπρασία μια υψηλή τιμή για την οποία όλοι αρχικά πανηγυρίζουν, όμως την επομένη μέρα οι παραγωγοί … δεν πουλάνε διεκδικώντας ακόμη υψηλότερες τιμές. Πρακτική σε μεγάλο βαθμό και μέχρι κάποιου σημείου δικαιολογημένη γενικά φέτος. Ειδικά για την Ελλάδα ήταν η χρυσή ευκαιρία να “βγάλουν τα σπασμένα” από τις προηγούμενες χρονιές και το “ξύλο που έπεφτε” (χαμηλές τιμές ελαιολάδου και ελιάς, υψηλές τιμές εισροών, κακές παραγωγές). Όμως πέραν ενός σημείου αυτή η πρακτική αναπόφευκτα θα βλάψει μεσο-μακροπρόθεσμα και το προϊόν και τους ίδιους τους παραγωγούς.
Η συζήτηση δεν εξαντλείται στις λίγες αυτές γραμμές για τα προβλήματα που έχουν βαθειές ρίζες και στο παρελθόν. Πως να παραβλέψεις τη διάλυση των συνεταιρισμών, με την “εξαέρωση” της τεράστιας περιουσίας της ΕΛΑΙΟΥΡΓΙΚΗΣ, της απορρόφησης άλλων συνεταιρισμών από ιδιωτικές επιχειρήσεις, όπως και τη διάσωση άλλων σε κατ’ εξοχήν ελαιοπαραγωγικούς νομούς με συρρικνωμένες δραστηριότητες και αλλαγή ΑΦΜ;
Επίσης, ένας άλλος απρόβλεπτος (;) παράγων είναι η εφορία για τον οποίο ξαναγράψαμε στο παρελθόν καθώς αρκετοί παραγωγοί λόγω των υψηλών τιμών και προκειμένου να αποφύγουν να φορολογηθούν μεταθέτουν την πώληση και τιμολόγηση για το νέο οικονομικό έτος, βλέπε δηλαδή Δεκέμβριο του 2023/ Γενάρη 2024.
Τις δικές μας ευθύνες, των αγροτικών ΜΜΕ καθόλου δεν παραβλέπω και γιαυτό θα επανέλθω.
Η είδηση της εβδομάδας
Τελικά, η πραγματικά σημαντική είδηση της εβδομάδας που κλείνει είναι στα στοιχεία που ανακοίνωσε στο Ισπανικό Υπουργείο Γεωργίας (Άμεση ανάλυση: Η κατανάλωση αντέχει – οι τιμές ανεβαίνουν) και σχολιάσαμε παραπάνω τις επιπτώσεις τους.
Πηγή: olivenews.gr