Του Μιχάλη Χαραλαμπάκη*
Το 1966 τέλειωσα το Δημοτικό σχολείο.
Ο πατέρας μου κατ αρχάς ήθελε να ακολουθήσω τον αδερφό μου στα πρόβατα. Ύστερα όμως από πιέσεις που δέχτηκε από διάφορους, αλλά προπάντων από το ίδιο τον αδερφό μου, αποφάσισε να πάει στο Γυμνάσιο, (να με κάνει λέει άνθρωπο) λες και όσοι δεν είχαν πάει γυμνάσιο δεν ήταν άνθρωποι, δύσκολο εγχείρημα για την εποχή.
Ήμουν ο τελευταίος της οικογένειας με τις τρεις μεγαλύτερες αδερφές και τον αδερφό μου να μην έχουν καλά καλά τελειώσει το Δημοτικό κι εγώ γυμνάσιο;
Δεν ήταν οι δίκαιο ούτε πρέπον!!! Αλλά είπαμε πιέσεις…
Σε πιο γυμνάσιο όμως; Στην περιοχή μας λειτουργούσαν τρία γυμνάσια. Των Μοιρών της Πόμπιας και το μικρό της Αγ. Βαρβάρας, το λέω μικρό γιατί είχε μόνο τρεις τάξεις. Ημιγυμνάσιο το λέγαμε, γιατί τα υπόλοιπα είχαν έξι τάξεις!
Όλως παραδόξως επιλέχτηκε το μικρό της Αγ. Βαρβάρας για δυο λόγους. Ο πρώτος ήταν ότι ήταν στη διαδρομή προς το Ηράκλειο, αλλά ο σπουδαιότερος ήταν ότι είχε συσσίτια. Ήταν η εποχή που ο γέρος της Δημοκρατίας Παπανδρέου ξεκίνησε τη δωρεάν Παιδεία και μαζί με τα άλλα στα σχολεία του δημοτικού και σε ορισμένα γυμνάσια έδινε και φαγητό. Ένα απ αυτά ήταν και το γυμνάσιο Αγ. Βαρβάρας.
Εκεί λοιπόν αποφάσισε ο πατέρας μου ότι θα (γινόμουν άνθρωπος)!
Πήγε ενωρίτερα και βρήκε δωμάτιο. Μη νομίζετε τίποτα το ιδιαίτερο 3χ4 αλλά έτσι ήταν όλα, οπότε δεν παραπονιόμουν. Ένα κρεβάτι με λάμες με ένα στρώμα από βαμβάκι, ένα μικρό τραπέζι, μια καρέκλα μια γκαζιέρα ένα τσικάλι δυο πιάτα , μια μικρή στάμνα για να παίρνω νερό απ το πηγάδι ήταν όλη η προίκα μου. Είχα όμως όνειρα να γίνω άνθρωπος! Τι άνθρωπος όμως ειλικρινά δεν ήξερα αλλά έτσι έλεγα.
Τις πρώτες μέρες ήρθε και η μητρυιά μου να μου μάθει λέει να μαγειρεύω. Γι αυτό είχα την γκαζιέρα. .να μαγειρεύω δώδεκα χρονώ κοπέλι! Έλα όμως που δεν πρόλαβε, γιατί πέθανε η συγχωρεμένη η γιαγιά μου και έφυγε άρον άρον και εγώ έμεινα χωρίς να μάθω να μαγειρεύω. Μα σας είπα προηγουμένως ότι είχε συσσίτια. Ναι μα μόνο το μεσημέρι και μέχρι το Σάββατο. Τώρα από φαγητό δεν το συζητώ, αλλά ήταν καλύτερο από το τίποτα.
Έτσι περνούσε ο καιρός, Ίσως κάποτε σας διηγηθώ με περισσότερες λεπτομέρειες πως περνούσε οι μέρες μας. Είχαμε ένα πολύ αυταρχικό γυμνασιάρχη, γέρο τον φωνάζαμε που μας κυνηγούσε όπου και όποτε μας έβλεπε εκτός σπιτιού. Στα χέρια ήταν πάντα μια βέργα και αλίμονο αν έπεφτες στα χέρια του. Την είχα δοκιμάσει κατ επανάληψη. Γύριζε στα σπίτια και ήλεγχε τα πάντα. Ήταν αξημέρωτα στο σχολείο και αλίμονο σε όποιον έφτανε καθυστερημένος. Από μακρινά χωριά με βροχές, με χιόνια δεν καταλάβαινε τίποτα (γιατί ήρθες καθυστερημένος.)
Έτσι περνούσε ο καιρός λίγο λίγο, ώσπου ένα πρωί πήγαμε στο σχολείο, κλειστό! Τι έγινε; Αρρώστησε; Αυτός δεν αρρωσταίνει ποτέ! Περιμένουμε τίποτα.
Ήταν παραμονή του Σαββάτου του Λαζάρου! Η προ τελευταία μέρα πριν τις διακοπές του Πάσχα! Μαζευτήκαμε άλλος το μακρύ άλλος το κοντό, συμπέρασμα, τίποτα. Μέχρι που ήρθε ο επιστάτης και μας λέει ότι αρχίζουν οι διακοπές και να φύγουμε για τα χωριά μας. Ένας λόγος. Πώς; Συγκοινωνία δεν υπάρχει.
Μαζέψαμε άπλυτα, βιβλία, τα βάζουμε σε μια τσάντα στην πλάτη και δρόμο για το χωριό. 25 χιλιόμετρα ποδαρόδρομο, χωρίς να συναντήσουμε ένα αυτοκίνητο!
Ύστερα από πολλές ώρες φτάνω στο χωριό μου. Άνθρωποι δεν κυκλοφορούν.
Ένα μικρό τρανζίστορ κρεμόταν στον τοίχο που το είχε φέρει ο αδερφός μου όταν ήταν φαντάρος από την Κύπρο. Εκεί κρεμόμουν και θεωρούσα και τον εαυτό μου τυχερό που το είχαμε. Μόλις έφτασα πήγα να το ανοίξω αλλά ο πατέρας μου έτρεξε το πήρε και το έκρυψε. Δεν μπορούσα να καταλάβω τον λόγο. Μετά από λίγο το άνοιξε αλλά στο μέσα σπίτι για μην ακούγεται σπ έξω. Ένας αόρατος φόβος απλώθηκε παντού που δεν μπορούσες να τον προσδιορίσεις. Φοβόταν,
φοβόταν, φοβόταν και πως να μη φοβόταν που ξημέρωσε 21 η Απριλίου
1967 ήταν.
Ας μην ξανάρθει!
- Ο Μιχάλης Χαραλαμπάκης είναι συνταξιούχος δάσκαλος από τα Βορίζια.