Ἀρχιμ. Ἀντωνίου Φραγκάκη, Ἱεροκήρυκος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γορτύνης καί Ἀρκαδίας
«Τῆς ἱερωσύνης σου μνησθείη Κύριος ὁ Θεός»
«Τόν κέρδισε ὁ οὐρανός»! Αὐτό εἶναι πρέπον καί ἀντικειμενικό νά λεχθῇ γιά τόν ἀείμνηστο πρωτοπρεσβύτερο Ἐμμανουήλ Κανακαράκη, (τόν παπᾶ Μανώλη τοῦ Ἀμπελούζου, ὅπως πέρασε ἡ καταξιωμένη ὀνοματοδοσία του στό εὐρύ κοινό τῆς Μεσσαρᾶς) πού τήν περασμένη Τρίτη 10 Μαρτίου, ἀστραπιαία καί ἀπροσδόκητα ἐγκατέλειψε τά γήινα καί μετοίκησε στά ἐπουράνια! Μετεκλήθη πανηγυρικά ἀπό τό κτιστό καί ἐπίγειο, στό ὑπέρφωτο καί ἀχειροποίητο Θυσιαστήριο! Τά ἄνω ποθοῦσε, τά ἄνω φρονοῦσε, ἐκεῖ στόχευε, αὐτή ἡ ἀπαντοχή νοημάτισε τόν ἀθόρυβο ἀλλά καί ἐμβληματικό βηματισμό του στόν ἱερό περίβολο τῆς Ἐκκλησίας, αὐτό τελικά πέτυχε, ἱεροφορεμένος σχεδόν ἐπιβιβάστηκε στό ἀγγελικό μεταγωγικό, ἀφοῦ ξεκίνησε τήν φαεινή του οὐρανοδρόμο πορεία, λίγη ὥρα μετά τήν πανηγυρική Θεία Λειτουργία στό ἀγαπημένο του ἐξωκκλήσιον τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μεγαλομαρτύρων, πού χορηγεῖ σέ ὅλη τήν περιοχή, «ἀσφαλῆν προστασίαν καί χάριν οὐράνιον», ἀπό τήν βορειοδυτική πλευρά τῆς ἐνορίας που ὑπηρετοῦσε!
Κατόρθωσε νά φύγῃ, ὅπως καθικέτευε τόν Ἀρχιθύτη Χριστό καί τό ἐπιβεβαιώνουν πολλοί, ἔχοντας ἀκόμα στό στόμα του τόν Ἄρτο τῆς Ζωῆς καί «κατακόκκινα» τά ἀκατάκριτα χέρια του ἀπό τό «αἷμα τοῦ Ἀρνίου» πού ἱεροπρεπῶς καί εὐκατανύκτως, γιά ἐσχάτη φορά, εκείνη τήν ἑορτάσιμη πρωΐα, διαχειρίστηκε! Τό πέρασμά του στήν αἰωνιότητα δέν τό φοβήθηκε. Δέν τό ἀπώθησε ἀπό τά ἐνδιαφέροντα καί τίς πτυχές τῆς ζωῆς του. Ἐναντιθέτως ἦταν ἡ διαχρονική πεμπτουσία τῆς ἱερατικῆς διακονίας του καί ἡ ἀνεξάντλητη ἔμπνευση τῆς πολύπτυχης καθημερινότητάς του. Τοῦ ἄρεσε νά τό συζητῆ, τόν ἐξέφραζε πολύ αὐτή ἡ ἱερή προσδοκία, μέ χαρά καί μεράκι τό περίμενε, χωρίς οὐδόλως νά εἶναι θλιβερόψυχος πεσιμιστής καί ἀρνητής τοῦ δώρου τῆς ἐπίγειας ζωῆς. «Πῶς θά βρεθοῦμε τήν ὥρα ἐκείνη;» τόν ἄκουες καί ἔλεγε συχνά. «Θά φύγουμε ἕτοιμοι; Θά μᾶς κερδίσει ὁ παράδεισος; Τί θά δώσω στόν Χριστό ὅταν εὐρεθῶ μπροστά Του;». Αὐτά παρενέβαλε σέ κάθε συντροφιά, ἀνεξάρτητα ἀπό τό θέμα συζήτησης καί χωρίς σχετική λεκτική πρόκληση ἀπό τούς συνομιλητές του, ἀφήνοντας ἐνεούς τούς συνανακειμένους του σέ κάθε ὁμήγυρη… Τά ἔλεγε χαμογελαστός, χωρίς κατήφεια καί μελαγχολική διάθεση, γιατί δέναἰσθανόταν τήν ἀνατριχίλα τοῦ θανάτου νά συνέχῃ τό εἶναι του. Ἔνοιωθε τήν ζωηφόρο ἀνάσα τοῦ Ἐσταυρωμένου καί Ἀναστημένου ἤρεμα καί δυνατά.
Εἶναι χάρισμα ἁγιοπνευματικό ἡ διαρκής μνήμη θανάτου. Δέν εἶναι τροχοπέδη πού σέ ἀποκόπτει ἀπό τήν ἀνθηρότητα τῆς ζωῆς. Εἶναι φύτρα πού ἐκκολάπτει τήν εὐδοκίμηση τῆς ἀρετῆς. Εἶναι ἐνδιάθετο ἐκπαιδευτήριο πού σοῦ ὑπομιμνήσκει διαρκῶς τό ἀσταθές τῆς βραχύβιας ἐπίγειας παρουσίας καί τό ἀμετάθετον τῆς ἐκεῖσε αἰώνιας χωροθεσίας. Σέ βοηθᾶ νά ἐμπεδώσῃς τήν ἐσχατολογική θεϊκή ἐτυμηγορία: «Ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δέ δίκαιοι εἰς ζωήν αἰώνιον» (Ματθ. 25,26). Ὅλοι οἱ Ἅγιοι, διέθεταν τό γονιμότατο αὐτό χάρισμα, γι’ αὐτό ἔζησαν παραγωγικά καί ἐν-Χριστωμένα στή γῆ. Ἦταν οἱ ὄντως ἐλεύθεροι, γιατί ἡ μνήμη τοῦ θανάτου χρηματίζει κινητήριος μηχανισμός, πού ἐμπλουτίζει ἀνεξάντλητα τήν ὁρμή πρός τόν Θεό καί τήν ἀποκόλληση ἀπό τά ποικίλα εἴδωλα τῆς ἁμαρτίας. Ἦταν πανευδαίμονες (πανευτυχεῖς), γιατί ἡ ἀληθινή χαρά δέν εἶναι παράγωγο ἐνδοκοσμίων αἰσθησιακῶν ἐπιλογῶν, ἀλλά ἀπόρροια ἐνδοκαρδίων θεοτερπῶν ἀναβαθμῶν… Ἔζησε καί ὁ παμφίλτατος ἀδελφός μας παπᾶ Μανώλης αὐτή τήν ἐξάρτηση τῆς ἐλευθερίας! Ἀγκιστρωμένος καί ἐξαρτημένος πάντα ἀπό τόν οὐρανό, βάδισε ἀγαπητικά ἀναλώμενος καί ψυχικά ἀγαλλιώμενος πάνω στή γῆ! Προσδιοριστικό του σῆμα ὁ λόγος τοῦ Ἁγίου Ίωάννου τοῦ Χρυσοστόμου: «Τῶν παρόντων παρορῶντες, τῶν μελλόντων ἐχώμεθα. Καί τῆς ἐκείνων ἐκκρεμώμεθα ἀπολαύσεως, καί ἐν γῇ βαδίζοντες τῷ πόθῳ ἐν οὐρανοῖς διατρίβωμεν» (Ε.Π.Ε. 23,236-238).
Γεννήθηκε στό Δεμάτι Μονοφατσίου ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς τό ἔτος 1959. Ὁ κρατήρας τῆς λαϊκῆς εὐσέβειας, παιδιόθεν τόν γαλακτοτρόφησε καί τόν ἀνάθρεψε πνευματικά. Ὁ παπποῦς του, ἦταν Ἱερέας. Κοντά του, εἰδικά μέσα στό Ἅγιο Βῆμα καί σέ ὅλες τίς τελετουργικές πράξεις, ἀνεφύη ἡ κλίση τῆς Ἱερωσύνης καί ὁ πόθος τῆς Χριστοζωῆς. Κάποτε ὁ Ἱερέας παπποῦς φέρθηκε αὐστηρά σέ κάποιον πού ἀτακτοῦσε μέσα στήν Ἐκκλησία. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά διακόψει ὁ παιδαγωγούμενος ἀπό κάθε ἐκκλησιαστική σχέση. Αὐτό τό ἐνθυμεῖτο ὁ παπᾶ Μανώλης καί ἔλεγε: «Φέρθηκα πάντα μέ τό χαμόγελο καί τήν εὐγένεια ἀκόμη καί ὅταν ἐπέπληττα και ἐπιτιμοῦσα, γιά νά μήν δώσω τήν ἐντύπωση ὅτι μέ αὐτή μου τήν ἐνέργεια, ἀπωθοῦσα καί τιμωροῦσα»!
Μετά τίς ἐγκύκλιες σπουδές του, συνέχισε στήν ἐκκλησιαστική σχολή Χανίων. Νυμφεύφθηκε τήν ἐκπαιδευτικό Ἑλένη Τσαφούρου ἀπό τήν Ἀμαλιάδα Ἠλείας. Τυγχάνει πρεσβυτέρα, ἀκτινοβολοῦσα στόν ὑπερθετικό βαθμό τήν ἱερατική εὐπρέπεια πού διακομίσθηκε συζυγικά στή ζωή της καί νοημάτισε οὐσιαστικά καί ὄχι εὐφημιστικά τόν συνοδευτικό τίτλο της. Πρεσβυτέρα ὀνόματι καί πράγματι. Στόν τίτλο καί στήν οὐσία… Ὑπόδειγμα σεμνῆς καί ἐνάρετης γυναικός, ἐμπεπλησμένης θεοσέβειας καί ἤθους χριστοειδοῦς. Τό ἤμισυ καί πλέον τῆς ἐπιτυχίας ἑνός Ἱερέως, ὀφείλεται στήν ποιότητα τῆς πρεσβυτέρας του… Γέννησαν τρία παιδιά, ἕνα ἀγόρι καί δύο κορίτσια. Τά ἀνέθρεψαν μέ κερί καί λιβάνι, εἰκόνισμα καί προσευχή, κατήχηση καί λειτουργική ζωή. Τά σπούδασαν καί τά ἀνέδειξαν ζωντανά κύτταρα στό Θεανθρώπινο Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Εἴκοσι δύο ἐτῶν χειροτονήθηκε καί τοποθετήθηκε στήν ἐνορία τοῦ Ἀμπελούζου. Ἐξήντα δύο ἐτῶν ἐκοιμήθη, τήν ἡμέρα τῶν ἀγαπημένων του Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μεγαλομαρτύρων, συμπληρώνοντας σαράντα συναπτά ἔτη, ἄοκνης καί ἀπερίτμητης ἱερατείας, στό Ἀμπελουζανό ἐκκλησιαστικό γεώργιον, τῆς εὐρύτερης Γορτύνιας Μητροπολιτικής δικαιοδοσίας. Ἴσως, ὁ συσχετισμός τῶν ἐτῶν διακονίας καί τῶν μελῶν τῆς ἑορτολογικῆς σημειολογίας τῆς ἡμέρας τῆς κοιμήσεώς του, νά μήν εἶναι ἁπλή ἀριθμολογική συντυχία ἀλλά μιά ἀπροκάλυπτη καί διδακτική θεοσημεία… Ὁ ἀριθμός 40, πνευματικά ὑποκρύπτει τήν ὁλοκλήρωση μιᾶς διαδικασίας καί τήν ἐπίτευξη μιᾶς πληρότητας.
Τό πῶς διῆλθε αὐτή ἡ τεσσαρακονταετία εἶναι παγκοινῶς γνωστό καί ὑπό πάντων μαρτυρούμενο.Ταυτίσθηκε μέ τή ζωή τῶν ἐνοριτῶν του, ὅσο ἐλάχιστοι ἐκ τῶν ἀναγεγραμμένων στίς δέλτους τοῦ ἱεροῦ καταλόγου. Τό Παύλειο ρῆμα «τίς ἀσθενεῖ, καί οὐκ ἀσθενῶ; Τίς σκανδαλίζεται καί οὐκ ἐγώ πυροῦμαι» (Β΄ Κορ. ια,29-31), ἐπαναλήφθηκε, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, στήν ἱερατική ἐκδαπάνηση τοῦ παπᾶ Μανώλη γιά τό πλήρωμα τῆς ἐνορίας του. Γιά ἐκεῖνον, δύο μονάχα ἐνδιαφέροντα ὑπῆρχαν, πέραν τῶν οἰκογενειακῶν του ὑποχρεώσεων: Ἡ μελέτη καί ὁ Ἀμπελοῦζος!
Μεταβάλλονταν χαρισματικά στήν μορφή καί στό ἐπίπεδο τῆς κάθε ἡλικίας. Μέ τά παιδιά ἦταν παιδί χωρίς νά προσβάλλῃ τήν ὡριμότητά του. Μέ τούς νέους νέος χωρίς νά ἀπεκδύεται τήν ἱεροπρέπειά του. Μέ τούς μεσήλικες καί τούς γηραιούς πολιόφρων καί σοβαρός, χωρίς νά χάνῃ τήν τρυφερότητά του. Ἑνωμένος μέ ὅλους, καταλλήλως ποιοτικά καί εὐστόχως ἀναλογικά. Οἱ χαρές τους ἦταν τό εὐφρόσυνο πανηγύρι του. Οἱ λύπες τους, τό ἀφόρητο μαρτύριό του. Πῆρε τόν Ἀμπελοῦζο ἀπό τά χοϊκά καί χαμαίζηλα καί τόν ἀνέβασε πολύ ψηλά. Οἱ δυσκολίες μεγάλες ἀλλά καί οἱ ἐπιτυχίες ἀξεπέραστες. Γνώριζε τήν τέχνη νά εἰσέρχεται στήν ψυχική ἰδιομορφία τοῦ καθενός, νά κάνῃ βαθειές χειρουργικές ἐπεμβάσεις μέ πολύ ἀναισθητικό ἀγάπης καί νά τούς προσαγάγῃ στό ἐπίπεδο ζωῆς πού παράγει ἡ ἐπιμελημένη πνευματική φροντίδα καί ταιριάζει σέ βεβαιόπιστους Χριστιανούς. Σέ ὅλα τά κοινωνικά δρώμενα τοῦ χωριοῦ παρών. Καθημερινῶς παρών. Περιέρχονταν τίς οἰκίες, δέν κράτησε ἀποστάσεις ἀπό κανέναν, «τά ἴδια πρόβατα» τροφοδοτοῦσε μέ τήν βόσκηση στά χλοερά λιβάδια τοῦ Εὐαγγελίου καί «ἕνα ἕκαστον» «καλοῦσε κατ’ ὄνομα» (Ἰωάν. Ι, 1-9).
Οἱ ἐνορίτες του, ἀπαξάπαντες, τοῦ ἀνταπέδωσαν πυριφλεγῆ ἀγάπη καί υἱκό σεβασμό. Ἦταν ὁ «παπᾶ Μανώλης» τους! Ἦταν ἕνα σῶμα, μιά ψυχή, μιά κίνηση, μιά κατεύθυνση, ἕνας στόχος, ἕνα ὁμοιογενές συγκρότημα! Ὅλα ἀθόρυβα καί ταπεινά, χωρίς φανφαρονισμούς καί τυμπανοκρουσίες ἀλλά μέ διακριτικότητα καί εὐπρέπεια. Ἐπισκεπτόταν συχνότατα καί ἡλικιωμένους πού φροντίζονται ἀπό τά παιδιά τους, σέ ἄλλους τόπους, μακριά ἀπό τόν χῶρο τῆς ἐνορίας του.
Λειτουργός ἄψογος! Μουσικός ἡδύμολπος! Ἀγγελικός ἀντίφωνος στό ἀναλόγιο τῆς γῆς! Ἔψαλλε καρδιακά καί ἠρέμως φωνητικά. Ἐφάρμοζε τό παράγγελμα τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου: «Μετ’ εὐκατανύκτου καί μετρίας φωνῆς». Σάν λειτουργός εἶχε τό χάρισμα τῶν δακρύων. Σπάνια λειτούργησε, εἰδικά τά τελευταία χρόνια, χωρίς νά ὑγραίνουν θαλερά δάκρυα τίς παρειές του. Ὅταν συλλειτουργούσαμε, πάσχιζε νά κρυφτεῖ καί δέν μποροῦσε. Ἄνθρωποι πού τόν διακονοῦσαν μέσα στό Ἅγιο Βῆμα, ἐξέρχονταν τῆς φρικτῆς ἐκείνης ὁριοθεσίας, εἰδικά ὅταν ἄρχιζε ἡ Ἁγία Ἀναφορά, διότι ἔκλαιον καί ἐκείνοι, συνεπαρμένοι ἀπό τήν μυσταγωγική εἰκόνα τοῦ Ἱερέα τους! Εἶχε καί οὐράνιες ἀποκαλύψεις. Ἐπειδή μέ τιμοῦσε μέ τήν φιλία καί τήν ἐμπιστοσύνη του, μοῦ φανέρωσε δύο. Τίς διηγήθηκε μέ συστολή, γιά λόγους πνευματικῆς ὠφελείας καί οἰκοδομῆς, και στούς συνεργούς πού εἶχε, στήν φροντίδα τῆς «ἀμπέλου» του… Ἔλεγε ὅμως, ὅτι ἦταν πολύ περισσότερες ἀλλά δέν τοῦ ἐπιτρεπόταν νά τίς γνωστοποιήσει…
Πέρυσι, τήν Κυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως πού δέν ἐπιτρεπόταν λόγῳ πανδημίας νά λειτουργήσουμε κἄν, πῆρε τό αὐτοκίνητό του, πῆγε ἔξω ἀπό τόν μεγάλο Ναό τῆς Παναγίας στήν ἐνορία του καί παρακολουθοῦσε ἀπό τό ραδιόφωνο τήν Θεία Λειτουργία. Ἀκούμπησε τό κεφάλι του στό τιμόνι καί θρηνοῦσε γοερῶς. Πέρασε κάποιος, τόν εἶδε καί ἀνησύχησε. Χτύπησε τό τζάμι καί τοῦ εἶπε: «παπᾶ Μανώλη! Τί κάνεις ἐδῶ;». Ἀνασήκωσε λίγο τό κεφάλι καί μέ κατακόκκινα μάτια ἀπό τό κλάμα ἀπάντησε: «Κλαίω παιδί μου τό κατάντημά μας»!
Σέ κάθε συντροφιά, χρωμάτιζε τήν ἀτμόσφαιρα, μέ διδακτικό λόγο, ἐκλεπτυσμένο χιοῦμορ, ὡραῖα πειράγματα. Σεβόταν καί τό μυρμῆγκι. Πολύ περισσότερο τίςἀνθρώπινες ψυχές. Ὁ κάθε ἄνθρωπος ἦταν γι’ αὐτόν ἀντικείμενο τῆς ἀγαπητικῆς διεργασίας τοῦ Θεοῦ καί ἔνοιωθε ὅτι δέν ἐπιτρεπόταν νά τόν ἀπαξιώσῃ. Οἱ ψάλτες καί οἱ βοηθοί του, χόρτασαν εὐγνωμονοῦσα ἀγάπη, ἀνδροπρεπῆ τρυφερότητα, ἀξιολογικό μεγενθυσμό. «Μπράβο, μπράβο… εὖγε στήν χορωδία μας… τί ὡραῖα πού εἴπατε τά ἐγκώμια… μπροστά σας εἶμαι ἕνα μηδενικό… βρέ κοπελιές τί ἐπιτάφιος εἶναι αὐτός; Ἐσεῖς δέν βάλατε τά ἄνθη τῆς αὐλῆς σας, ἀλλά τά λουλούδια τῆς ψυχῆς σας…εὐχαριστῶ ψαλτάκια μου… τί θά ἤμουν χωρίς ἐσᾶς» καί πολλά ἄλλα….Ἀληθινά μεγάλος εἶναι ἐκεῖνος, πού ἀφήνει καί τούς ἄλλους, ὅσο μικροί καί ἄν εἶναι, νά φαίνονται κοντά του, ὄχι ἁπλᾶ μεγάλοι ἀλλά καί γίγαντες…
Τό πέρασμά του ἀπό τήν διοίκηση τῆς Μητροπόλεώς μας, ἄφησε ἐποχή. Δημοσιοποιῶ ἀνωνύμως τό μήνυμα πού ἔλαβα ἀπό ἕνα Ἱερέα, γιατί εἶναι ἐπακριβῶς ἀντικειμενικό καί ἄκρως ἀποκαλυπτικό: «Ἀδελφέ μεγάλη ἀπώλεια. Φτώχεια. Ἐσύ βέβαια τόν ἤξερες καλύτερα γιατί τά λέγατε, εἴσασταν φίλοι. Ὅλοι ὅμως καταλάβαμε ὅτι ἦταν καλός καί σάν Ἱερέας καί σάν ἄνθρωπος. Στά γραφεῖα τῆς Μητροπόλεως ἦταν πατέρας καί ἀδελφός μας. Τό πόσο μᾶς βοηθοῦσε σέ πολλά θέματα μέ πολύ ἀγάπη καί ὑπομονή δέν λησμονιέται. Ὁ Θεός νά τοῦ χαρίσῃ ὁλόκληρο τόν Παράδεισο».
Τά τελευταῖα χρόνια, ἀρτιοποιήθηκε ἀκόμη περισσότερο πνευματικά καί ἀνέπτυξε θεῖο ἔρωτα. Ἀπαγκιστρώθηκε ἀπό λαθεμένες συντροφικές ἐπιλογές του, ὅπως μαρτύρησε μέ λεβέντικη αὐτοκριτική στόν γράφοντα καί στούς Ἱερεῖς π. Μιχάλη Τυράκη καί π. Νεκτάριο Σαριδάκη καί κινήθηκε ὁλοταχῶς καί ὁλοθύμως πρός τόν Θεό. Μελετοῦσε τόν πολυαγαπημένο του Ἅγιο Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη, τήν Ἁγία Γραφή καί ἐντατικά προετοιμαζόταν γιά τήν ὥρα ἐκείνη, τήν μεγάλη καί ἐπιφανῆ. Ἡ φυσική εὐαισθησία του μεγιστοποιήθηκε. Ἄτυφος, ἀκατάκριτος, σύννους, εὕρισκε φῶς, ζωή καί τροφή στό δόσιμο, στήν κένωση, στό κλάμα, στήν αὐθυπέρβαση τοῦ ἐγώ. Δέν μποροῦσε νά πειράξῃ ἄνθρωπο καί νά ἀκούσῃ κακό γιά κανέναν. Ἴσως, κάποιοι τά ἀξιολογήσουν αὐτά πού ἀναφέρω, ὡς ἐνθουσιώδεις ὑπερβολές καί συναισθηματική ἀποτύπωση τοῦ ψυχικοῦ ἐκμαγείου του. Δέν τόν συναναστράφηκαν, ἴσως, καί τούς δικαιολογῶ. Ὅμως, κάτω ἀπό τήν ἀνεπιτήδευτη καί γαλήνια ἐπιφάνεια τῆς μορφῆς του, κυλοῦσε καί ἐπάφλαζε ἕνας ποταμός Θεοκοινωνίας καί Χριστοζωῆς πού τίποτα τό ἐξωτερικό δέν τόν ἐπρόδιδε. Τό «Λάθε βιώσας» ἦταν τό ἔμβλημα καί τό σύνθημα τοῦ ἀγῶνος του. Ἦταν τό μυστικό ὄχημα πού τόν πέρασε μέ ἀσφάλεια στήν αἰωνιότητα.
Στό τελευταῖο μας συλλείτουργο, μοῦ παρήγγειλε: «Κοίτα… ὅταν πεθάνω, δέν θέλω νά πῇς πολλά. Θέλω, μόνο, νά πῇς ὅτι, παρά τίς ἁμαρτίες μου, προσπάθησα νά ἀγαπήσω τόν Χριστό ἀλλά δέν ξέρω τί κατάφερα». Τοῦ ἀπάντησα, σέ χιουμοριστικό ὕφος: «ἄν πεθάνω ἐγώ, δέν θέλω ἐσύ νά πῇς οὔτε αὐτό. Γιατί δέν ξέρω, ἄν ξέρω, ἦντα γυρεύω καί ἦντα σκοπό βαρῶ». Γελάσαμε ἀλλά ἐκεῖνος ἐπανῆλθε. «Μήν παίζεις. Μιλῶ σοβαρά. Θά χρειαστεῖ νά τό πῇς…». Ἄλλοτε, μοῦ εἶπε: «Θέλω ἀπό σένα ἕνα χατῆρι. Νά πείσῃς τόν παπᾶ Μιχάλη Τυράκη νά γίνῃ πνευματικός μου. Σέ σένα δέν μπορῶ. Εἴμαστε φίλοι. ‘Υπάρχει ἐξοικείωση. Θέλω κάποιον νά δείχνω περισσότερο σεβασμό καί νά κρατῶ τίς ἀπαραίτητες ἀποστάσεις». Ἀπάντησα: «Αὐτό δέν μπορῶ νά τό κάνω. Εἶναι θέμα πού πρέπει νά τό συζητήσετε οἱ δυό σας. Ἐπειδή ξέρω τόν παπᾶ Μιχάλη, δέν νομίζω ὅτι θά δεχθεῖ ἀλλά μήν σέ ἀποθαρρύνω. Κάνε τήν προσπάθεια». «Τουλάχιστον νά μέ ἀλλάξῃ νεκρό» συνέχισε ἐκεῖνος. «Δέν θέλω νά μέ ἀγγίξῃ ἄλλος. Οὔτε αὐτό νά μήν τοῦ πῶ;». «Ἀφοῦ ἐπιμένεις νά πεθάνῃς, νά τόν βρῇς καί κανονίστε τα».
Ὄντως, τοῦ παρήγγειλε! Καί ὄχι μόνο σ’ αὐτόν! Δέν ἄφησε ἄνθρωπο, εἰδικά τόν τελευταῖο καιρό, νά μήν κοινοποιήσῃ τήν ἐπιθυμία του… Ἡ κηδεία του πάνδημη, παρά τίς ἀπαγορεύσεις. Ἦταν, ὅμως, σύννομη γιατί τηρήθηκε ἄψογα τό προβλεπόμενο γιά τίς περιστάσεις διαδικαστικό. Θρηνώδης ἡ παρουσία τῶν ἐνοριτῶν του, οἱ ὁποῖοι συνήχθησαν μέ τετρωμένη ἀπό τόν πόνο καρδιά, ὄχι μόνο οἱ παροικοῦντες, ἀλλά καί ἐκ τῶν περάτων τῆς ἀναγκεμένης μετοικήσεώς τους, ὅλοι οἱ γηγενεῖς καί αὐτόχθονες Ἀμπελουζανοί… Διασκορπίσθησαν, κρατώντας ἀποστάσεις, στόν αὔλειο χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, στούς δρόμους καί στίς πλατεῖες. Δέν εἶδα ποτέ ἄλλοτε, τέτοιο πενθηφόρο λαό καί τόσο θρῆνο γιά τήν στέρηση τοῦ λευίτη του…
Πάνω ἀπό τόν τάφο, μία χαρακτηριστική φιγούρα, ἔκλεψε τήν παράσταση. Ἕνας ἄνθρωπος σκελετωμένος, ἀτημέλητος, ἀναμαλλιασμένος, βογγοῦσε, καλοστράτιζε καί φώναζε «εὐχαριστῶ»! Εἶναι ὁ γνωστός Σταῦρος, μέ τήν ἰδιάζουσα διανοητική κατάσταση, πού ἀποτελεῖ τόν καθημερινό ὁδοιπόρο, μέ τό σακκίδιο στήν πλάτη, ἀπό τό χωριό Μητρόπολη ὡς τίς Μοῖρες. Κάποιοι ξαφνιάστηκαν. Διέκοψα καί ἐξήγησα: «Μήν ἀπορεῖτε. Ἡ προσευχή αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, τούτην τήν ὥρα, δέν ἰσοσταθμίζει ἀλλά ὑπερβαίνει κατά πολύ τήν ἱκετευτική κραυγή ὅλων μας. Εἶναι ἡ ζῶσα κατάθεση τῆς κρυφῆς ἐλεημοσύνης»! Ἡ σωστή ἐλεημοσύνη εἶναι ἡ πιό ἀποτελεσματική συνήγορος κάθε ψυχῆς, κατά τήν ὥρα τῆς ἀπολογίας της, ἐνώπιον τοῦ ἀδεκάστου Κριτοῦ. Καί ὁ παπᾶ Μανώλης ἦταν ἐλεήμων στό ἔπακρον! Κρυφά καί διακριτικά. Ἔστελνε παιδιά μέ φάκελλα, νά τά ρίχνουν κάτω ἀπό τίς πόρτες δυσκολεμένων σπιτιῶν. Τούς ἐφιστοῦσε τήν προσοχή, νά μή μιλήσουν. Ἡ ἐντολή ρητή: «προσοχή νά μή σᾶς δοῦν καί χάσουμε τόν μισθό»!
Μετά τά Χριστούγεννα, εἶχε πλέον ἐνταχθεῖ πλήρως στήν χαρισματική ἀτμόσφαιρα τῆς αἰωνιότητας. Ἀνέμενε ἐμφανῶς τήν δύση καί τήν ἀνατολή. Τήν δύση στό ἡμισφαίριο τῆς παρούσης βιοτῆς καί τήν ἀνατολή στόν ὁρίζοντα τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ὅλα μαρτυροῦν, ὅτι προικοδοτήθηκε ἀπό τόν Θεό καί μέ τό χάρισμα τῆς μακαρίας τελευτῆς. Ἄφηνε παρακαταθῆκες, παραγγέλματα καί συμβουλές, στά πνευματικά παιδιά, στούς συνεργάτες καί στούς ἐνορῖτες του. Γιατί πολλοί ἦταν αὐτοί πού ἀναπαύθηκαν κοντά του. Τελευταῖα, καί ἕνας ἐμπερίστατος μοναχός. Ἀναφέρω μερικά ἀπό τά περιστατικά, πού μαρτυροῦν περίτρανα, ὅτι ἔλαβε προσκλητήριο ἀπό τήν Ἄνω Ἱερουσαλήμ καί ἑτοιμαζόταν νηφάλια γιά την ἐπικειμένη μεταδημότευση:
- Εἶπε στόν Μιχάλη Λαζανάκη, μετά τόν ἑσπερινό τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα: «ἄκου Μιχάλη… τά τοῦ κόσμου τούτου ὅλα μάταια. Δέν θά κοιτᾶτε ἡδονές, λεφτά καί μεγαλεῖα. Θά φροντίζεις γιά σένα καί τήν οἰκογένειά σου, μόνο γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς σας… Ἐγώ ὅ,τι εἶχα τό σκόρπισα. Κράτησα μόνο τά κηδειακά μου, γιά νά μήν ἐπιβαρύνω τά παιδιά μου… Εἶμαι, πλέον ἕτοιμος,…καλοδεχούμενος ὁ θάνατος, ἄν ἔρθει σύντομα…»
- Εἶπε στήν σύζυγο τοῦ Μιχάλη, τήν ἱεροψάλτρια τοῦ Ναοῦ του, Μαρία: «ἄν πεθάνω, σέ θέλω ἀρχόντισσα. Σέ θέλω κυρία. Δέν θά μέ ἐγκαταλείψεις. Θά μοῦ ὑποσχεθεῖς ὅτι θά παραμείνεις στήν θέση σου. Καί μή φοβᾶσαι. Μαζί πάλι θά εἴμαστε. Ἐγώ θά σέ βοηθῶ. Θά σέ κατευθύνω. Καί μέ τόν διάδοχό μου, μή σέ νοιάζει. Θά φροντίσω καί θά πᾶνε ὅλα καλά…».
- Πέρασε ἀπό τό γραφεῖο τῆς ἐνορίας, παραμονή τῆς ἐκδημίας του ἕνας ἔφηβος, γιά νά ζητήσῃ τήν εὐχή του. Ἐπέμεινε νά τοῦ δώσῃ χαρτζηλίκι 10 εὐρώ. Ἀντέτεινε τό παιδί: «παπᾶ Μανώλη, γιά τήν εὐχή σου ἦρθα. Ὄχι γιά χρήματα». «Πάρτα, ἐπέμεινε ἐκεῖνος. Εἶναι τό τελευταῖο δωράκι πού σοῦ δίνω»!
- Στόν Μανώλη Λαζανάκη, λίγες ἡμέρες πρίν, τηλεφώνησε καί εἶπε: «ἔλα νά σοῦ δείξω πού ἔχω τά πένθιμα ἐνδύματα καί ὅλα τά ἄλλα ἀπαιτούμενα γιά τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα. Θά χρειαστεῖ νά τά δείξῃς στόν ἄλλο παπᾶ πού θά ἔρθει»! «Τί εἶναι αὐτά πού λές παπᾶ Μανώλη», ἀπάντησε αἰφνιδιασμένος ὁ Μανώλης Λαζανάκης. «Ἔλα πού σοῦ λέω… δηλαδή, ἀκόμη κι ἄν εἶμαι ἐδῶ, αὐτά πρέπει νά τά ξέρω μόνο ἐγώ;».
- Μετά τόν ἑσπερινό τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα, ἀποχαιρέτησε τό ἀγαπημένο του πνευματοπαίδι, τό τέταρτο παιδί του, τόν Νῖκο Φραγκιαδουλάκη, γιό τοῦ μακαριστοῦ παπᾶ Μαρίνου, (ἀπό τήν γειτονική ἐνορία τοῦ χωριοῦ Μητρόπολη) πού εἶχε κάτω ἀπό τή ἄγρυπνη ἐπίβλεψη καί τήν πατρική φροντίδα του: «Νικολιό μου, νά προσέχῃς ἀπό ἁμαρτίες καί νά ἀκοῦς τήν μάνα σου. Καί νά θυμᾶσαι πάντα ὅτι σέ ἀγαπῶ».
- Ἔκπληκτος ὁ στενός συνεργάτης του Μανώλης Λαζανάκης, στήν προτελευταία λειτουργία τοῦ παπᾶ Μανώλη, ἐνῶ πλησίασε νά δώσῃ τό ζέον τήν κατάλληλη λειτουργική στιγμή, εἶδε νά εὐρίσκεται ἀστραπιαῖα ὁ Ἁμνός καί ὅλο τό περιεχόμενο τοῦ ἱεροῦ Δισκαρίου μέσα στό Ἅγιο Ποτήριο!!! Δέν εἶχε προλάβει ὁ παπᾶ Μανώλης νά τά ἀκουμπήσῃ καν! «Εἶδες Μανώλη;» τόν ρώτησε. «Εἶδα», ἀπάντησε ἔκπληκτος καί μέ τρεμάμενα χέρια ἐκεῖνος, κρατώντας παράλληλα τό ἱερό ζεωτῆρι. «Ξέρεις», συνέχισε ὁ παπᾶ Μανώλης, «δέν θά βάλω τίποτα μέσα. Δέν θά χρειαστῶ τό ζέον. Θά κοινωνήσουμε ὅπως μοῦ τά ἑτοίμασαν… Ἄλλωστε τό περιεχόμενο εἶναι ζεστό..!». Κατάλαβε, ὅμως, ὅτι αὐτό ἦταν σημεῖο μέγα, πού ἀφοροῦσε τό ἐπικείμενο τέλος του… Γι’ αὐτό, κάτωχρος, ἀπεσύρθη γιά λίγο στά δεξιά τῆς Ὡραίας Πύλης. Ψιθύρισε: «Τά περί ἐμοῦ τέλος ἔχει» (Λουκ. κβ΄, 37) καί παρακάλεσε τόν νεωκόρο νά μείνῃ γιά λίγο κοντά του. Νόμισε, προφανῶς, ὅτι θά ἔφευγε ἐκείνη τήν στιγμή… Γνώριζε, ἄλλωστε, ὅτι καί στόν φίλο του, μακαριστό παπᾶ Μαρίνο, εἶχε συμβεῖ τό ἴδιο γεγονός, κατά τήν τελευταῖα ἐπίγεια λειτουργία του! Ἔκτοτε, ἡ ἐπιμελής προετοιμασία τῆς ἐξόδου του, ἠρέμως ἐντατικοποιήθηκε καί οἱ προθανάτιες παρακαταθῆκες στούς προσφιλεῖς καί οἰκείους του πύκνωσαν αἰσθητά…
- Στόν Γιῶργο Λαζανάκη (τοῦ Μιχαήλ), ὅταν παρακάλεσε τόν παπᾶ Μανώλη, μέ γραπτό μήνυμα στό κινητό, νά τελέσῃ τρισάγιο στό δεκαοχτόχρονο παλληκάρι του, τόν Μιχάλη, μέ τήν αἰτιολογία ὅτι «δέν πρέπει νά λησμονοῦμε αὐτούς πού βρίσκονται στόν οὐρανό», ἀπάντησε μέ παράδοξο τρόπο πού τόν ἄφησε ἐμβρόντητο: «Ἕτοιμος εἶμαι νά βγῶ κι ἐγώ ἐκεῖ»!!! Τό διατηρεῖ αὐτό τό μήνυμα ὁ Γιῶργος στό κινητό του εἰς ἀνάμνηση τῆς τελευταίας ζωντανῆς ἐπικοινωνίας τους.
- Πέρυσι, βρεθήκαμε μαζί στό κοιμητῆρι τοῦ Ἀμπελούζου. Μέ παροιμιώδη χριστιανική στωικότητα, μέ πῆγε στόν τάφο του πού ἤδη εἶχε ἑτοιμάσει πρό πολλῶν ἐτῶν: «ἔλα, ἔλα νά σοῦ δείξω τόν τάφο μου. Ἄλλους δύο ἔχω φθιάξει, ἀλλά τούς παραχώρησα σέ ἄλλους κατά καιρούς, γιά νά ἐξυπηρετήσω περιπτώσεις ἔκτακτες. Αὐτός εἶναι ὁ τρίτος. Ὅταν ἔρχεσαι, νά μοῦ κάνῃς κανένα τρισάγιο».
- Εἶχε ἀποθηκεύσει στό κινητό του, τό συγκλονιστικό στιγμιότυπο τῆς ὁσιακῆς τελευτῆς τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου Μάνης Χρυσοστόμου, μπροστά στήν Ἁγία Τράπεζα τήν φοβερή ὥρα τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν Τιμίων Δώρων. Τό ἔδειχνε μέ ἐνθουσιαμό καί περιποθήτως ἔλεγε: «Νά! Νά ! αὐτό τό τέλος θέλω νά ἔχω! Σάν αὐτόν! Ἄν ὄχι, νά φύγω τουλάχιστον μετά ἀπό Λειτουργία. Παρακαλῶ συνέχεια τόν Θεό νά μοῦ κάνῃ τό χατῆρι». Τό γεγονός ὅτι ὁ Θεός εὐδόκησε νά πραγματοποιήσῃ τό αἴτημά του, ἀποδεικνύει ὅτι εὐαρεστήθηκε περισσῶς, ἀπό τόν τρόπο διακονίας του…
Αὐτό εἶναι σέ σύντομη σχετικά ἐξιστόρηση τό πέρασμα τοῦ παπᾶ Μανώλη ἀπ’ αὐτήν τήν ἐπίκηρη τοῦ κόσμου σκηνή. Πέρασμα αἰθέριο, ἐκλεπτυσμένο, δοτικό, θυσιαστικό, ἐποικοδομητικό, εὐγενές, πρᾶο, μειλίχιο, χαρούμενο, ἁγιαστικό, ἀβαρές. Ἀπό τήν πολλή ὁρμή πρός τόν Θεό, ἀποκολλήθηκε τόσο πρόωρα ἡ ἀνάλαφρη ψυχή του ἀπό τό σῶμα τῶν αἰσθήσεων καί φτερούγισε στήν ἀπεραντοσύνη τῶν σκηνωμάτων τοῦ οὐρανοῦ… Ἐπένδυση εἶναι ἡ προσωρινή ἐκδημία του. Κατάθεση καί ἀνάληψη. Κατάθεση ψυχῆς καί ἀνάληψη ζωῆς. Μετάγγιση ἀθανατοποιοῦ πνοῆς στίς ψυχές τῶν προσφιλῶν του. Πρέπει νά τό καταλάβουν καλά αὐτό οἱ κάτοικοι τῆς ἐνορίας του καί νά μήν λυποῦνται πολύ. Νά θρηνοῦν ἀναστάσιμα. Τώρα, θά εἶναι περισσότερο κοντά τους, ἀπό τότε πού ζοῦσε στόν μάταιο κύκλο τῆς παρούσης βιοτῆς. Ἀδέσμευτος ἀπό τά τειχώματα τῆς σαρκός, θά κινεῖται ἀστραπιαῖα καί θά παραστέκεται δίπλα τους…
Προσωπικά θρηνῶ τόν φίλο καί ἀδελφό μου. Δοξολογῶ ὅμως καί τόν Θεό, γιά τήν μακαρία τελείωσή του, καί τήν πλούσια σέ χαρίσματα καί ἀπόδοση συγκρότηση καί διακονία του. Θά περιμένω τό τηλεφώνημα: «Ἀντώνιε ἔρχονται Θεοφάνεια. Θά μέ ἀφήσεις μόνο;». Τώρα, ἐγώ τόν ἱκετεύω νά μέ συνοδεύῃ στόν περαιτέρω ἱερατικό μου δόλιχο, καί νά μοῦ ἑτοιμάζει τόπο, στήν φωτοειδῆ γῆ τῆς ἀπροκάλυπτης Θεοφανείας. Στίς ἐκθαμβωτικές μαρμαρυγές τῆς Τρισηλίου Μοναρχίας καί Κυριότητας.
Καί ἐκεῖνο πού ἀπομένει πλέον σέ ὅλους μας, εἶναι νά τόν μνημονεύομε στίς προσευχές μας καί νά τόν θρονιάσομε στήν μνήμη μας. Στό μνημονικό τῆς καρδιᾶς μας. Νά ἀναβαπτιζόμαστε στά νάματα πού μυστικά καί ἀνεπαίσθητα ἀλλά γάργαρα καί πλουσιοπάροχα ἀνέβλυσαν ἀπό τό ἱερατικό ἦθος του. Ὁ σωματικός θάνατος, ὄχι μόνο δέν θά σβήσει τήν μορφή του ἀπό τό ἐσωτερικό μας ὁπτικό πεδίο ἀλλά ἀπεναντίας θά τήν καταστήσει πιό ζωηρή, πιό λαμπροφανῆ καί ἡλιοπερίχυτη. Θά συναντώμεθα μυστικά ἀλλά πραγματικά στό πεδίο τῆς προσευχῆς καί στήν Τράπεζα τῆς Εὐχαριστίας, ἔως ὅτου τόν συναντήσουμε καί πάλι, νά ἄδῃ μέ ὑπεραυξημένη χαρισματικά τήν φωνητική του ἀπόδοση, τήν «καινήν ὡδήν» πού σηματοδοτεῖ τήν κατάργηση τῆς ἐφθαρμένης καί παρερχόμενης τούτης ζωῆς καί τήν ἀπαρχήν τῆς νέας καί ἀδιαδόχου βιοτῆς…
Ἄς εἶσαι εὐλογημένος παπᾶ Μανώλη πού ἐτίμησες τήν ἄγονη πνευματικά ἐποχή μας, μέ τόσο γόνιμη ἱερατική προσφορά. Ναί, ἀλήθεια, «Πνεῦμα Θεοῦ ἐν σοί, καί γρηγόρησις καί σύνεσις καί σοφία περισσή εὑρέθη ἐν σοί» (Δαν. Ε΄14).
Αἰωνία σου ἡ μνήμη,
ΑΜΗΝ!