Μέσα στον αχανή ελαιώνα του Αμαρίου Ρεθύμνου και κοντά στο χωριουδάκι Αγία Παρασκευή, βρίσκεται ένα πέτρινο δίκλιτο εξωκλήσι αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος και τον Άγιο Ραφαήλ. Δύο φορές κάθε χρόνο, στις 6 Αυγούστου και την τρίτη ημέρα του Πάσχα, το επισκέπτονται οι πιστοί από τα γύρω χωριά για να το λειτουργήσουν και να του δώσουν ζωή. Επτά χρόνια τους πήρε να το χτίσουν μόνοι τους, προσφέροντας άλλος σε οικοδομικά υλικά και άλλος σε μεροκάματα. Το κρατάνε πεντακάθαρο και το φροντίζουν περισσότερο κι από τα σπίτια τους.
Σαν μια οικογένεια
Βρεθήκαμε το πρωί της 6ης Αυγούστου στο εκκλησάκι και παρακολουθήσαμε τη λειτουργία και την περιφορά της εικόνας γύρω απ’ αυτό. Μετά το τέλος της λειτουργίας και το μοίρασμα των άρτων, οι πιστοί κάθισαν να φάνε όλοι μαζί σαν μια οικογένεια κάτω από μια μεγάλη χαρουπιά. Στο ξύλινο τραπέζι άπλωσαν ζυμωτά ψωμιά, φρεσκοτηγανισμένα θαλασσινά, σαλάτες, φρούτα, τσικουδιές και κρασιά, που είχαν φέρει από τα σπίτια τους. Δεν σέρβιραν τυριά και κρέατα γιατί δεν είναι νηστίσιμα και δεν ταιριάζουν τον Δεκαπενταύγουστο.
Οι ντοματοσαλάτες ήταν γεμάτες με κρεμμύδια και ελιές και πήχτρα στο ντόπιο αυθεντικό λάδι. Είναι αδύνατο να μην φας και πιεις σε τέτοιες μαζώξεις στο Αμάρι, θα παρεξηγηθείς και θα πληγώσεις άδικα τους ανθρώπους που κάνουν το παν να σε ευχαριστήσουν. Δικαιολογίες του τύπου δεν τρώω επειδή κάνω δίαιτα ή δεν πίνω επειδή έχω πονοκέφαλο, δεν πιάνουν σε τέτοιες περιπτώσεις.
Η Κρήτη είναι από μόνη της το καλύτερο φάρμακο για όλες τις σωματικές και ψυχολογικές αρρώστιες, το ίδιο και τα προϊόντα της. Τρως πίνεις και δεν σε πονάει τίποτα, ούτε στομάχι ούτε κεφάλι, ενώ μόλις πάρεις το καράβι της επιστροφής για τον Πειραιά ξαναρχίζουν τα προβλήματα.
Θυμόσοφοι άνθρωποι
Ούτε όργανα ούτε κασετόφωνα ακούστηκαν στο πανηγυράκι της Μεταμόρφωσης, μόνο οι φωνές των πιστών που σιγοτραγουδούσαν μαντινάδες. Τον ρόλο της χορωδίας έπαιζαν τα αμέτρητα τζιτζίκια του ελαιώνα, που στην κυριολεξία ξελαρυγγιάζονταν κάτω από τον καυτό μεσογειακό ήλιο.
Μετά τα τραγούδια έπιασαν τις πολιτικές συζητήσεις και πέρασαν από γενεές δεκατέσσερις τους πολιτικούς όλων των κομμάτων. Είπαν για την Αθήνα που αργοπεθαίνει και παρασύρει στον θάνατο και την ύπαιθρο. Μίλησαν για τα καταραμένα ρουσφέτια που διέφθειραν την ελληνική κοινωνία και τα οργανωμένα συμφέροντα που ήπιαν το αίμα της Ελλάδας. Σιχτίρισαν τα κανάλια της τηλεόρασης που σπέρνουν τον πανικό και κατασπαράζουν ανθρώπους. Ξόρκισαν τις φωτιές που απειλούν τον λατρεμένο ελαιώνα τους και κατήγγειλαν την παντελή έλλειψη αντιπυρικών μέτρων.
Προς το τέλος του τσιμπουσιού και αφού είχαν πιει κάμποσες ρακές, άρχισαν να λένε ντόπια ανέκδοτα και να γελούν σαν τα μικρά παιδιά με κακαριστά γέλια. Πριν πέσει η αυλαία της γιορτής και οι πιστοί αναχωρήσουν για τα σπίτια τους, ο θυμόσοφος και ευσεβής ιερέας της Αγίας Παρασκευής, Κυριάκος Λίτινας, παρότρυνε τη συγχωριανή του Μαρία Μελιδονιώτη να απαγγείλει ένα ποιηματάκι που περιγράφει τη ζωή ενός ανθρώπου από τη στιγμή που γεννιέται μέχρι να γίνει 100 χρονών.
Η 84χρονη καλοβαλμένη κυρία χαμογέλασε πονηρά και άρχισε να λέει: «Το παιδί όντε γεννάται, σαν τ’ οπωρικό λογάται / Ως τα 10 μεγαλώνει και τον κόσμο καμαρώνει / Στα 20 γλεντιστής και καλός ξεφαντωτής / Στα 30 ανθεί και δένει και το σπίτι κατασταίνει / Στα 40 παντρεμένος και νοικοκυρεμένος / Στα 50 για βουλή αν έχει κεφαλή καλή / Στα 60 γέρνει και καλά δεν βλέπει / Στα 70 καμπουριάζει και τη βέργα αναβαστά / Στα 80 δεν φελά μόνο το ψωμί χαλά / Στα 90 οι δικοί του τη βαριούνται τη ζωή του / Θεέ μου πάρε τον και γοργοξεβγαλέ τον / Να μην φτάξει τα 100 και δεν τον εβαστούμε πλιό». Όσο πλησίαζε στα 100 χρόνια παρίστανε με μορφασμούς και κινήσεις των χεριών της μια σκεβρωμένη γριά που τα έχει μισοχαμένα και δεν καταλαβαίνει τι γίνεται γύρω της.
Χαίρονται τη ζωή τους
Ήταν μια όμορφη χριστιανική γιορτή, πλάι σε πανέξυπνους και γεμάτους λαϊκή σοφία Αμαριώτες.
Στο νοτιότερο σχεδόν σημείο της Ελλάδας, δίπλα στο Λυβικό πέλαγος, υπάρχουν ακόμα φιλήσυχοι άνθρωποι που θρησκεύονται και διασκεδάζουν με απλούστατους τρόπους, όπως γινόταν προπολεμικά.
Στα μικρά και παραμελημένα από το κράτος χωριουδάκια τους τα περισσότερα σπίτια είναι παμπάλαια και μισογκρεμισμένα, ενώ στα στενά δρομάκια δεν περπατάει ψυχή. Κι όμως αυτοί, παρά την απομόνωση και τα μεγάλα προβλήματά τους, γελούν με την ψυχή τους και δεν μεμψιμοιρούν ούτε γκρινιάζουν όλη μέρα, σαν τους ανθρώπους των μεγάλων πόλεων, που θυμώνουν με το παραμικρό και δεν ικανοποιούνται με τίποτα.
ΚΕΙΜΕΝΟ-ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΠΗΓΗ: greecewithin.com