Στις 8 Μαρτίου του 1857, οι εργάτριες κλωστοϋφαντουργίας της Νέας Υόρκης κατέβηκαν σε πορεία διαμαρτυρίας, απαιτώντας ίσα εργασιακά δικαιώματα με τους άνδρες. Πιο συγκεκριμένα, ζητούσαν τη μείωση του ωαρίου από 16 ώρες σε 10, όπως ήδη ίσχυε για τους άνδρες τα τελευταία 17 χρόνια, ίσα μεροκάματα, καθώς και αξιοπρεπείς εργασιακές συνθήκες που δεν έθεταν σε κίνδυνο τη σωματική τους ακεραιότητα. Ο αγώνας τους τερματίστηκε έπειτα από βίαιη επίθεση της αστυνομίας.
Κάποιες δεκαετίες μετά, το 1910, η Κλάρα Τσέτκιν, αγωνίστρια στο πλευρό του εργατικού γυναικείου κινήματος, πρότεινε να καθιερωθεί η 8η του Μαρτίου ως η παγκόσμια ημέρα της γυναίκας, σαν ένα μέσο έκφρασης του δεσμού αγάπης και αλληλεγγύης που ενώνει τις γυναίκες όλου του κόσμου και εμπνέει τον συνεχόμενο αγώνα για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους. Έθεσε, μάλιστα, ως προτεραιότητα τη διεκδίκηση του δικαιώματος της ψήφου των γυναικών σε παγκόσμιο επίπεδο.
Το 1977, ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, στο πλαίσιο της γενικής του συνέλευσης, καθιέρωσε την ημέρα αυτή ως Ημέρα για τα Δικαιώματα της Γυναίκας και τη Διεθνή Ειρήνη.
Σήμερα, τουλάχιστον στις αναπτυγμένες χώρες, καθώς και σε ό,τι συνηθίζουμε να αποκαλούμε δυτικό πολιτισμό, οι γυναίκες έχουν κατακτήσει τα ίδια δικαιώματα με τους άνδρες. Για αυτόν τον λόγο, η παγκόσμια ημέρα της γυναίκας δεν έχει χαρακτήρα αγώνα και διεκδίκησης, αλλά αποτελεί μια ευκαιρία για τους άνδρες να δείξουν την εκτίμηση και την αγάπη τους στις γυναίκες της ζωής τους και για τις γυναίκες να γιορτάσουν και να διασκεδάσουν.
Έχουν όμως οι γυναίκες αυτού του κόσμου κατακτήσει και περιφρουρήσει τα ανθρώπινα δικαιώματά τους; Η απάντηση είναι, βέβαια, όχι. Εδώ μάλιστα δεν αναφερόμαστε μόνο στα εργασιακά και πολιτικά δικαιώματα. Μεγάλος αριθμός γυναικών είναι θύματα ενδοοικογενειακής βίας και σεξουαλικής εκμετάλλευσης. Πολλές γυναίκες δεν μπορούν να αποφασίσουν οι ίδιες για τη σεξουαλική τους ζωή ακόμα και για την ίδια τη μητρότητα, η οποία είναι αρχετυπικά συνυφασμένη με τη γυναικεία φύση. Το σεξ τους επιβάλλεται, ο γάμος τούς επιβάλλεται, η εγκυμοσύνη, η έκτρωση, η στείρωση, η κλειτοριδεκτομή, όλα τους επιβάλλονται.
Δεν μπορούν να αποφασίσουν για το δικό τους σώμα, με αποτέλεσμα να μην ορίζουν τις βασικές παραμέτρους της ζωής τους και να χάνουν την παραμικρή δύναμη να σηκώσουν το κεφάλι. Δεν ξέρουν τον τρόπο να πουν «όχι» στους δυνάστες τους. Σε κάποιες περιπτώσεις δεν γνωρίζουν καν ότι υπάρχει επιλογή.
Και στις αναπτυγμένες χώρες όμως, πολλές φορές οι γυναίκες δεν μπορούν να πουν «όχι». Η κατάκτηση των ίσων δικαιωμάτων έφερε νέες ευθύνες στη γυναίκα, η οποία ωστόσο συνέχισε να διατηρεί και τις παλαιότερες. Δεν είναι μόνο σύζυγος, σύντροφος, νοικοκυρά και μητέρα. Είναι εργαζόμενη, καριερίστα, έχει ακαδημαϊκά ενδιαφέροντα, συμμετέχει σε κοινωνικά δίκτυα, καθώς και σε διάφορες δραστηριότητες που μοιάζουν απαραίτητες κατά καιρούς. Το αποτέλεσμα είναι οι γυναίκες να έρχονται αντιμέτωπες με μια πληθώρα ρόλων και απαιτήσεων, που συχνά τις αποσυντονίζουν, τις εξαντλούν κι έχουν επιπτώσεις στην ψυχική και σωματική τους υγεία.
Όσο αδηφάγες όμως κι αν μοιάζουν οι κοινωνικές απαιτήσεις, οι γυναίκες μπορούν να βάλουν τις προτεραιότητές τους και να πουν όχι στις υποχρεώσεις που δεν μπορούν να αναλάβουν. Το σημαντικό είναι να αναγνωρίσουν τις ουσιαστικές τους ανάγκες και τις επιθυμίες που πηγάζουν από την ψυχή τους και όχι από τις κοινωνικές επιταγές. Το μότο, μάλιστα ενός, φεστιβάλ για τη γυναίκα που πραγματοποιείται αυτές τις ημέρες στην Αθήνα προτρέπει τις γυναίκες να ζήσουν σύμφωνα με την ψυχή τους και όχι παρασυρόμενες από έναν ρόλο.
Ο αγώνας, λοιπόν, συνεχίζεται και παίρνει σάρκα και οστά σε όποια γωνιά αυτού του κόσμου ζουν γυναίκες.
Το άρθρο υπογράφει η Αλεξάνδρα Γυφτοπούλου Ψυχολόγος -Ψυχοθεραπεύτρια, επιστημονική συνεργάτης του Ανδρολογικού
Ινστιτούτου Αθηνών
www.andrologia.gr