Του Μιχάλη Στρατάκη*
Απ’ όλα τα θεριά, μοναχά το θεριό τση πείνας δε φοβούμαι.
Περιγελώ το, γιατί πολλές φορές στα μικράτα μου το ‘δα να μου κοντοζυγώνει κι αιστάνθηκα την ανασεμιά του στο σβέρκο μου, μα πάντα εύρισκα τον τρόπο να το ‘ποδιώχνω πρίχου προκάμει να με βλάψει.
Και μη θαρρείτε πως ήμουνε δα και κανάς ήρωας θεριοφονιάς.
Ένα άπραγο κοπέλι, σαν κι όλα τα κοπέλια τση φτωχογειτονιάς μου ήμουνε.
Απλά, το θεριό τση πείνας σε λάθος άθρωπο διάλεγε να σιμώσει.
Τση μπρούκληδες εμπόριε να τση τρομοκρατεί και να σηκώνεται ολόρθη η τρίχα τση κεφαλής τονε, εμάς δεν εμπόριε πράμα να μασε κάμει.
Συνηθισμένοι ήμαστανε στη θωριά και στην ανασεμιά του και μια μπουκιά ψωμί βουτηγμένη στο λάδι ή στη ζάχαρη ή στον πελτέ ή στη γλύνα του χοίρου, έφτανε και περίσσευε για ν’ αποδιώξει το χτήνος.
Μα κι αυτή τη μπουκιά άμα δεν είχαμε, γεμάτα ήσανε τα χώματα με πολλώ λογιώ χόρτα, απού τα μασούσαμε ίσαμε που γινόντουσαν πράσινα τα δόντια μας κι η γλώσσα μας.
Κιανένα συγκόπελο και γειτονάκι μου δεν εστενοχωρούντανε γιαυτούς τους τρόπους απού είχαμε να νικούμε το θεριό τση πείνας, γιατί όλα μας τα γειτονάκια τα ίδια όπλα εμασούσαμε κι εκαταπίναμε και σκοτώναμε το θεριό.
Οι στεναχώριες εντακάρανε, σαν το πρώτο κοπέλι εφανερώθηκε στο σοκάκι, βαστώντας μια πλάκα σοκολάτα…
Τέλος πάντων, εγώ θυμούμαι κι ένα συμμαθητή μου στο 26ο Δημοτικό Σκολειό, απού ‘χε σκαρφιστεί έναν καταδικό του τρόπο να πολεμά το θεριό.
Αξέχαστα του, έμενε στη Γιόφυρο, σε μια καλύβα, με τον πατέρα του απού ‘τανε χαμάλης στη λαχαναγορά.
Μάνα δεν είχε, μήτε άλλο άθρωπο στο ντουνιά, εξόν τον πατέρα του, που βολόδερνε να τ’ αναστήσει.
Τρία πράματα θυμούμαι από ‘κειονά το κοπέλι.
Τα ολοπράσινα δόντια του, από τα χόρτα που ΄τρωγε ολημερνίς, τα χιλιομπαλωμένα ρούχα του που δεν τα ‘βγαζε ποτέ από πάνω του και το «κολατσό» που αραιά και πού εβάστα στην τσέπη του.
Δε θα το ξεχάσω εκείνονα το «κολατσό», απού το ‘τρωγε με σφαλιστά τα μάθια, λες κι έτρωγε αφράτο κι ολόγλυκο άρτο στην Αγιά Βαρβάρα.
Παξιμάδι και ψωμί ήτανε το «κολατσό»!
Ένα κρίθινο μαύρο παξιμάδι, σκληρό σαν το ταβλί και μια λεπτή λεπτή φέτα χάσικο ψωμί, ετόσονα λεπτή που άμα τηνε σήκωνες εθώριες τον ήλιο μέσα από τα θρουλιά τση.
Εδάγκανε, λοιπόν, το κοπέλι ένα κομάτι παξιμάδι, εσφάλιζε τα μάθια του κι εντάκαρνε να τ’ αλέθει με τα δόντια του.
Κι απόις, έκοβε ένα ετόσονε κοματάκι από το χάσικο ψωμί, το ‘βανε στη μπούκα του και δεν το μάσε, μα το πιπίλιζε.
Εκείνο το χάσικο ψωμί, ήτανε το «τυρί» του.
Ψωμί με ψωμί το «κολατσό», στα μάθια τα δικά μου.
Μα ψωμί με τυρί στα μάθια τα δικά του.
Πόσες φορές ίσαμε δα η εικόνα εκείνου του κοπελιού δεν έχει περάσει από το νου μου και δεν τον έχει φωτισμένο!
Γιαυτό σασε λέω, απ’ όλα τα θεριά, μοναχά το θεριό τση πείνας δε φοβούμαι.
Μοναχά το χτήνος τον άθρωπο, απού θέλει να θωρεί τον διπλανό του πεινασμένο φοβούμαι.
* Ο Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος από τις Γκαγκάλες της Μεσαράς