Μετά την αποφυλάκισή του. H φωτογραφία είναι του Στέλιου Κασιμάτη.
Ένα μικρό αφιέρωμα στον ποιητή Φώτη Αγγουλέ, στον ποιητή που ψαρεύει ακόμα τ’ άπιαστο και τ’ άφταστο, όπως ανέφερε ο Γιάννης Ρίτσος σε ένα ποίημά του.
Ένας εργάτης, ένας αυτοδίδακτος ποιητής, που με το έργο του μας χάρισε απλόχερα μια ποίηση ξεχωριστή, λυρική και πονεμένη, στιχουργικά εξαιρετική. Τις περισσότερες φορές με ρυθμό και μέτρα, με ρεαλισμό, λεκτικά ευρήματα. Αν και το περιεχόμενο της ποίησής του αγγίζει ζητήματα όπως βάσανα, στερήσεις, κακουχίες κ.λπ., εντούτοις πάντα «φαίνεται» η διέξοδος, ένα καλύτερο και πιο φωτεινό αύριο, στο οποίο νικητές θα είναι οι ταπεινοί και οι καταφρονεμένοι του κόσμου τούτου.
Ποιον περιμένετε ναρθεί; Ποιον καρτερείτε να σας σώσει;
Εσεις οι ίδιοι με τα χέρια σας
με το μυαλό σας, με την πράξη,
αν δεν αλλάξετε τη μοίρα σας,
ποτέ της δεν θ’ αλλάξει.
(«Αλλάξτε τη μοίρα σας»)
Ο Φώτης Αγγουλές γεννήθηκε το 1911 στην Κρήνη (Τσεσμέ) της Μικράς Ασίας, απέναντι απ’ τη Χίο. Σε έναν από τους διωγμούς, ο πατέρας του φόρτωσε μια νύχτα την οικογένειά του σε καΐκι και πέρασε απέναντι στη Χίο. Εκεί, πήγε στο σχολείο του Κάστρου και φοίτησε μέχρι Β’ Δημοτικού. Αν και του άρεσαν τα γράμματα και το διάβασμα, δεν ήθελε να συνεχίσει. Σε αυτό συνέβαλαν η φτώχεια, η ανέχεια, οι στερήσεις και οι ταλαιπωρίες που υφίσταντο όλοι οι πρόσφυγες, και έτσι επέλεξε να ξυπνά πολύ πριν από τον πατέρα του και να τον ακολουθεί στην τράτα και στα ψάρια.
Από τον πατέρα του κληρονόμησε την ποιητική φλέβα. Ηταν στιχοπλόκος και ριμαδόρος, άλλωστε η ρίμα ανθούσε στην Ιωνία και τη Χίο. Από εκεί εκφράζονταν οι πόνοι, οι χαρές και τα πάθη του λαού, μα ακόμη και οι πόθοι και τα γνωμικά του. Ο Φώτης με τη σειρά του έγινε περίφημος ριμαδόρος και αυτό φαίνεται από τη συλλογή του «Ο Λαός της πατρίδας μου» (1932).
Το 1928 ξεκίνησε μαθητευόμενος τυπογράφος στη χιώτικη εφημερίδα «Ελευθερία», όπου τον πήγε ο πατέρας του για να μάθει την τέχνη. Το 1932 τυπώνει το βιβλίο «Ο λαός της πατρίδος μου και της Κάτω Παναγιάς» με αναφορά στα ήθη και τα έθιμα του Τσεσμέ.
Η πρώτη επαφή με το ΚΚΕ
Την ίδια περίοδο εκδίδει δικιά του εφημερίδα «Μιχαλού» (εκδίδονται 10 φύλλα σε περίπου τρεις μήνες). Με αφορμή αυτήν την εφημερίδα, ο συντάκτης του «Νέου Ριζοσπάστη» σημειώνει ότι ξετρύπωσε μια σατιρική εφημερίδα, που τα λέει σκληρά στους εφοπλιστές και τους αστούς: «Ο Αγγουλές είναι νέος και τα λέει στα ίσια, αλλά δεν έχει ταξική συνείδηση. Θέλει δουλειά να διαφωτιστεί. Εδωσε κάμποσα για τους εξόριστους στην Αμοργό που τους κόψανε την πίστωση οι έμποροι και πεινάνε. Εχει μεγάλη επιρροή στους νέους με τον τρόπο και τα λόγια του, αλλά τα παίρνει όλα αψήφιστα και παρουσιάζεται καλλιτέχνης της παρακμής του αστισμού. Του γύρεψα να γράψει κάτι για το Μέτωπο και μου είπε πως δε γράφει και για τίποτα άλλο από τον περασμένο χρόνο! Τον ρώτησα αν έχει διαβάσει το “Κομμουνιστικό Μανιφέστο” και μου απάντησε: “Του Μαρξ ή του Ενγκελς;” Θα τον πάρω από δίπλα μέχρι τις εκλογές». Ετσι άρχισε η γνωριμία και η σχέση του Φώτη Αγγουλέ με το ΚΚΕ.
Η τοποθέτηση του Αγγουλέ με το μέρος των ταπεινών και βασανισμένων τον ξεκόβει από τα πλοκάμια της θλίψης.
Αυτούς εγώ που τραγουδώ, δεν έχουνε φτερά.
Δεν τους μεθά καμιά φυγή, δεν τους τραβούν τ’ αστέρια,
έχουνε μια ζεστή καρδιά, δυο ροζιασμένα χέρια,
κι είναι δεμένοι με τη γη.
Απ’ της αυγής το χάραγμα, ως του βραδιού τα θάμπη,
μοχθούν για δυο πικρές ελιές, και μια μπουκιά ψωμί,
ιδρώνουν κι απ’ τον ίδρω τους ανθοβολούνε οι κάμποι,
καίγονται κι απ’ τις φλόγες τους φωτίζεται η ζωή.
(«Καίγονται»)
Στις 26 Μάη 1934, γράφει στην εφημερίδα «Πρόοδος» το χρονογράφημα «Ο πόλεμος», όπου ουσιαστικά βάζει επί τάπητος την ανάγκη του λαού να αντιπαλέψει τις συνέπειες των κακών που έρχονται, χωρίς να έχει ακόμα αποκτήσει σαφή ταξικό προσανατολισμό.
Το 1936 εκδίδει την εφημερίδα «Αλήθεια – Χιακή ανεξάρτητος Εφημερίς». Συνεργάστηκαν πολλοί λογοτέχνες, ενώ στο τεύχος 3 (17/5/1936) δημοσιεύτηκε και το ποίημα του Γ. Ρίτσου «Μοιρολόι». Γράφοντας ένα σατιρικό ποίημα εναντίον του Μουσολίνι το 1936 καταδικάστηκε σε φυλάκιση από μήνυση του Ιταλού πρόξενου στη Χίο, για εξύβριση αρχικά αρχηγού κράτους. Το 1938 βγάζει δυο ποιητικές συλλογές, «Μενεξέδες» και «Κραυγές στον ήλιο».
Ο ποιητής των «συρμάτων»
Στις 4 Μάη του 1941, οι Γερμανοί καταλαμβάνουν τη Χίο. Ο Αγγουλές με άλλους αντιφασίστες φεύγει για τη Μέση Ανατολή. Αποσπάται στο τυπογραφείο του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, όπου εκδιδόταν ένα ψυχαγωγικό στρατιωτικό περιοδικό, το «ΕΛΛΑΣ». Αρχές του 1942 μετατέθηκε στο κυβερνητικό γραφείο Τύπου στο Κάιρο, όπου γνώρισε τον Γ. Σεφέρη, που ήταν προϊστάμενός του.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Μέση Ανατολή, γράφει τις ποιητικές συλλογές με πολιτικό προσανατολισμό, «Οπτασίες στην έρημο», «Φλόγες του δάσους», «Εντελβάις». Ποιήματα που πέρα από το περιεχόμενό τους, βρίσκουμε χαρακτηριστικά ενός σπουδαίου ποιητή. Στα ποιήματά του συναντάμε συμπύκνωση θεματική, μέθοδο διαλεκτική. Ο λόγος του πυκνός και ουσιαστικός. Σαν να θέλει να χτυπήσει με τους στίχους του το άδικο. Χαρακτηριστικό δείγμα είναι το ποίημα «Στάλινγκραντ», ένα επίγραμμα – ύμνος στη σοσιαλιστική οικοδόμηση, την πάλη και την προσφορά του σοβιετικού λαού στη Νίκη.
Πριν απ’ τη δόξα ήρθεν ο ήλιος στις στέπες
και λιώσαν τα χιόνια και ζεσταθήκαν οι καρδιές των ανθρώπων.
Υστερα
πήρε ο χάρος τον Τσάρο.
Κι ύστερα οι λαοί αποκτήσανε Στάλινγκραντ!
Ο Φώτης Αγγουλές συμμετέχει στο κίνημα τον Απρίλη του 1944, όπου με την καθοδήγηση της Αντιφασιστικής Στρατιωτικής Οργάνωσης εξεγείρονται οι στρατευμένοι της Μέσης Ανατολής. Η κυβέρνηση του Καΐρου ανέθεσε την καταστολή της εξέγερσης στους Αγγλους ιμπεριαλιστές.
Ο Αγγουλές συλλαμβάνεται, μαζί με άλλους κομμουνιστές. Τους μεταφέρουν στο Πορτ Σάιντ με το πλοίο – κάτεργο «Εριντάν». Τους ξεμπαρκάρουν στη Μασάουα και με αγγλικά καμιόνια τους πάνε στα σύρματα του Ντεκαμερέ (στρατόπεδο συγκέντρωσης Ελλήνων στρατιωτών της Μ. Ανατολής) λίγο πιο έξω απ’ την Ασμάρα της Ερυθραίας. Ο Φώτης , όντας μέλος του Κόμματος απ’ το 1943, παίρνει μέρος στις συνεδριάσεις του κομματικού πυρήνα του Ντεκαμερέ. Τυπώνει προκηρύξεις και μικρά περιοδικά με πολιτικό, κοινωνικό και λογοτεχνικό περιεχόμενο. Η περίοδος αυτή είναι ποιητικά μαζική. Στα «σύρματα» έμεινε μέχρι το Νοέμβρη του 1945, όπου τους απολύουν και μέσα σε δύσκολες συνθήκες κατορθώνουν να επιστρέψουν στην Ελλάδα.
Μην καρτεράτε να λυγίσουμε
Στη Χίο, μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας άρχισαν οι διώξεις, οι συλλήψεις, η τρομοκρατία, οι επιθέσεις σε βάρος των κομμουνιστών και άλλων αγωνιστών. Ο Φώτης Αγγουλές υφίσταται και αυτός όλες τις διώξεις, τους εξευτελισμούς και τραμπουκισμούς.
Το βιβλίο με ποιήματα του Φώτη Αγγουλέ που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις της «Σύγχρονης Εποχής».
Το 1948 συλλαμβάνεται μέσα στο παράνομο κομματικό τυπογραφείο, όπου τυπώνονταν έντυπα του ΔΣΕ. Διανοούμενοι και καλλιτέχνες κινητοποιούνται για τη σωτηρία του. Καταδικάζεται σε 12 χρόνια φυλάκισης. Εκτίει τα 2/3 της ποινής του σε πολλές φυλακές και ξερονήσια. Βούρλα, Μακρόνησος, Ναύπλιο, Κόρινθος, Κεφαλονιά, Αλικαρνασσός, Κέρκυρα. Στις φυλακές της Κεφαλονιάς ο συγκρατούμενός του Γιώργης Σιδέρης χρεώνεται από την κομματική επιτροπή της φυλακής να συγκεντρώνει τα ποιήματα του Φώτη , γιατί έγραφε συνεχώς σε χαρτάκια και πακέτα τσιγάρων και τα πετούσε.
Μην καρτεράτε να λυγίσουμε
μήτε για μια στιγμή,
μήδ’ όσο στην κακοκαιριά
λυγά το κυπαρίσσι.
Εχουμε τη ζωή πολύ,
πάρα πολύ αγαπήσει.
(«Μην καρτεράτε»)
Επιστρέφει στη Χίο σε άθλια οικονομική κατάσταση και «ζει» παρακολουθούμενος… Το 1958 μάζεψε τα ποιήματά του που έλεγε σε παρέες φίλων και στα ταβερνάκια και τύπωσε την «Πορεία μέσα στην νύχτα» στο τυπογραφείο του Ζήσιμου. Επίσης εξέδωσε στη Χίο, το 1962, την ποιητική συλλογή «Φουτζιγιάμα».
Το καλοκαίρι του 1963 έπαθε την αρρώστια των τυπογράφων, μολυβδίαση, και νοσηλεύτηκε σ’ ένα νοσοκομείο στα Μελίσσια. Το μυαλό του είχε σαλέψει πια. Με τη φροντίδα της ΕΔΑ μπήκε σε μια ψυχιατρική κλινική. Σιγά – σιγά συνέρχεται. Μετά από παρέμβαση του Σωματείου των Τυπογράφων, παίρνει μια μειωμένη σύνταξη.
Τη νύχτα 26 προς 27 Μάρτη του 1964, στο πλοίο «Κολοκοτρώνης», στο διάδρομο της τουριστικής θέσης άφησε την τελευταία του πνοή, φεύγοντας από Χίο προς Πειραιά.
Πηγή: Ριζοσπάστης